Ένα βράδυ που έμεινα εκεί κοντά του στο Καλυβάκι ήμουν στενοχωρημένος, γιατίο Γέροντάς μας ο Ιωσήφ ήταν στην Κύπρο, σ᾿ ένα μοναστηράκι που προσπαθούσενά φτιάξει και δεν είχα νέα του.Είχε αργήσει να μου γράψει γράμμα και είχα μια ανησυχία.
Μου λέει ο Γέροντας: «Τι έχεις και είσαι σκεφτικός;».
Λέω: «Δεν έχω νέα από τον Γέροντα Ιωσήφ κάτω και έχω μια ανησυχία μέσα μου».
«Ε, τι σκέφτεσαι καημένε, να κόψουμε ένα εισιτήριο να πάμε».
«Να πάμε, ευχαρίστως».
Μου λέει: «Με ποια εταιρεία θέλεις να πάμε; Με την Ολυμπιακή;».
«Ολυμπιακή».
Λέω: «Δεν έχω νέα από τον Γέροντα Ιωσήφ κάτω και έχω μια ανησυχία μέσα μου».
«Ε, τι σκέφτεσαι καημένε, να κόψουμε ένα εισιτήριο να πάμε».
«Να πάμε, ευχαρίστως».
Μου λέει: «Με ποια εταιρεία θέλεις να πάμε; Με την Ολυμπιακή;».
«Ολυμπιακή».
«Εντάξει», μου λέει, «να ρωτήσομε πότε έχει πτήσεις και να πάμε στην Κύπρο». «Εντάξει, Γέροντα».
«Αλλά» μου λέει «θα πάμε με το εισιτήριο του Αγ. Μαξίμου του Καυσοκαλυβίτη». «Δηλαδή;»
«Τι δηλαδή; Αυτός έτρωγε ένα παξιμάδι και ταξείδευε από τα Καυσοκαλύβια στο Βατοπαίδι, πετώντας. Θα φάμε κι εμείς από ένα παξιμάδι απόψε και θα πάμε στην Κύπρο».
«Ε, αστεία», λέω κι εγώ από μέσα μου. Φάγαμε το παξιμάδι μας, πράγματι, εγώ πήγα να κοιμηθώ, ο Γέροντας προσευχόταν. Το πρωί, όταν εσηκώθηκα, εκείνος ήταν ήδη στο πόδι.
«Πως πέρασες χθες;».
«Καλά».
Λέει: «Ωραίο είναι το Μοναστήρι εκεί».
«Ωραίο, Γέροντα», του λέω.
Μου περιέγραψε με πάσα λεπτομέρεια τον τόπο που έμενε ο Γέροντας Ιωσήφ, το κελλί του, το γραφείο του, μέχρι και που είχε το στυλό του, τον σουγιά του, τις παντόφλες του, τα πάντα.
«Γέροντα, που το ξέρεις;» τον ρώτησα.
«Αφού πέρασε το αεροπλάνο από ᾿δω, ήρθα να σε πάρω κι εσύ κοιμόσουνα και πήγα μόνος μου. Έχασες το εισιτήριο. Πήγα μόνος μου κι ήρθα το πρωί».
Τέτοια ήταν γεμάτη η ζωή του.
«Αλλά» μου λέει «θα πάμε με το εισιτήριο του Αγ. Μαξίμου του Καυσοκαλυβίτη». «Δηλαδή;»
«Τι δηλαδή; Αυτός έτρωγε ένα παξιμάδι και ταξείδευε από τα Καυσοκαλύβια στο Βατοπαίδι, πετώντας. Θα φάμε κι εμείς από ένα παξιμάδι απόψε και θα πάμε στην Κύπρο».
«Ε, αστεία», λέω κι εγώ από μέσα μου. Φάγαμε το παξιμάδι μας, πράγματι, εγώ πήγα να κοιμηθώ, ο Γέροντας προσευχόταν. Το πρωί, όταν εσηκώθηκα, εκείνος ήταν ήδη στο πόδι.
«Πως πέρασες χθες;».
«Καλά».
Λέει: «Ωραίο είναι το Μοναστήρι εκεί».
«Ωραίο, Γέροντα», του λέω.
Μου περιέγραψε με πάσα λεπτομέρεια τον τόπο που έμενε ο Γέροντας Ιωσήφ, το κελλί του, το γραφείο του, μέχρι και που είχε το στυλό του, τον σουγιά του, τις παντόφλες του, τα πάντα.
«Γέροντα, που το ξέρεις;» τον ρώτησα.
«Αφού πέρασε το αεροπλάνο από ᾿δω, ήρθα να σε πάρω κι εσύ κοιμόσουνα και πήγα μόνος μου. Έχασες το εισιτήριο. Πήγα μόνος μου κι ήρθα το πρωί».
Τέτοια ήταν γεμάτη η ζωή του.
"ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ",ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΙΟΥΛΙΟΣ -ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2012,τευχ.67,σελ. 3.
http://www.vimaorthodoxias.gr/perizois/item/83988-