Εἶναι θεόπνευστος ἐκεῖνος ὁ λόγος ἑνός ἁγιορείτου μοναχοῦ ὅτι τό Ἅγιον Ὄρος εἶναι ὁ τόπος, ὅπου πολλοί ἄνθρωποι μετανοοῦν καί γι᾿ αὐτό γίνεται χαρά στόν οὐρανό, ὅπως λέγει ἡ Γραφή (Λουκ.15,17).
Ἡ μετάνοια, κατά τόν λόγο τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, εἶναι πάντοτε ἀναγκαία γιά ἐκείνους πού ἐπιθυμοῦν νά σωθοῦν. Εἶναι τό πλοῖο πού μᾶς μεταφέρει ἀπό τήν θάλασσα τῆς ζωῆς πρός τό θεϊκό λιμάνι (Λόγος 72ος), εἶναι ὁ καθημερινός ἀγών τοῦ μοναχοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ ἀδιάκοπη ἄσκησις σ᾿ αὐτό ἀποβλέπει: νά μετανοήση βαθύτερα καί πιό εὐάρεστα στόν Θεό (π. Γεώργιος Καψάνης).
Γι᾿ αὐτό τόν λόγο ὁ μοναχός, ἐκτός ἀπό καλόγερος (καλός-γέρος) καί ἐνσώματος ἄγγελος, εἶναι καί ἄνθρωπος τῆς μετανοίας καί τό ὄρος στό ὁποῖο οἱ μονάζοντες ἔχουν ὡς κύρια ἀσχολία τους τήν μετάνοια, εἶναι σωστό νά τό λέγουν, ἐκτός ἀπό Ἅγιον Ὄρος καί Περιβόλι τῆς Παναγίας καί τό «Ὄρος τῆς Μετανοίας». Αὐτή τήν ὀνομασία τήν μαρτυρεῖ καί τό ἴδιο τό Ὄρος μέ τήν παρουσία του. Κυττάζοντας τό Ὄρος, ὅπως ἀνεβαίνει ἐπιβλητικά στόν οὐρανό, οἱ ἐργάτες της μετανοίας προτρέπονται ἐνδομύχως νά ἀνεβαίνουν ὑψηλότερα στήν ὁδό τῆς πνευματικῆς τελειώσεως, δηλαδή νά μετανοοῦν, ὅσο γίνεται περισσότερο, διότι αὐτό εἶναι τό ἔργο τῆς μετανοίας: μία ἀδιάκοπη ἄνοδος τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος, κατά τό μέτρο τῆς καθάρσεως μέ τήν μετάνοια ἀπό τά πάθη, ἑλκύεται ἀνάλογα καί στά πνευματικά ὕψη ἀπό τό χέρι τοῦ Θεοῦ (π. Δημ. Στανιλοάε).
Ἀλλά ὁ Ἄθως εἶναι καί τό Ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως, ὅπως ἐκεῖνο τό ὄρος Θαβώρ πού ἰδιαίτερα τιμᾶται γιά τήν Μεταμόρφωσι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἡ κατ᾿ ἐξοχήν ἑορτή τῆς ὑψηλῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδοξίας.
Πραγματικά, ὅπως ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἀνέβηκε στό Θαβώρ μέ τρεῖς ἀπό τούς Μαθητές του καί, ἐνῶ προσευχόταν, τούς ἔδειξε τήν θεϊκή του δόξα, ὅσο ἦταν σ᾿ αὐτούς δυνατόν νά τήν ἰδοῦν, ἔτσι καί ὁ ἡσυχαστής, πού ...
ἀνεβαίνει στό βουνό τῆς μετανοίας καί τῆς προσευχῆς, μεταμορφώνεται καί φωτίζεται καί, ἀφοῦ φθάση στήν κορυφή, ἀξιώνεται νά βλέπη, κατά τό δυνατόν, τό ἄκτιστον φῶς,τήν δόξα τοῦ Θεοῦ τήν ὁποία θ᾿ ἀπολαμβάνουν αἰωνίως, ὅσοι εὑρεθοῦν σ᾿ ἐκείνη τήν ζωή.
Ἡ Ἁγία Ὀρθοδοξία μας ἔχει σέ μεγάλη τιμή τήν ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ, στήν ὁποία ἀφιερώνει πολλές ἐκκλησίες. Στήν Ρουμανία π. χ. ὑπάρχει κι ἕνα βουνό, τό Τσεαχλέου, ὑψηλό ὅπως ὁ Ἄθωνας, τό ὁποῖον πανηγυρίζει τήν ἡμέρα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, δηλ. τήν 6ην Αὐγούστου, ὅπως καί ὁ Ἄθωνας. Πλήθη μοναχῶν καί λαϊκῶν προσκυνητῶν ἀνεβαίνουν στήν κορυφή του καί κάνουν ἀγρυπνία καί θεία Λειτουργία.
Ὁ Ἄθως: Ὄρος τῆς Μετανοίας καί τῆς Μεταμορφώσεως! Καί μόνη ἡ παρουσία του διδάσκει στόν ἄνθρωπο τήν ὑψηλή του κλῆσι καί τοῦ δείχνει συγχρόνως τήν ὁδό τῆς θεώσεως καί τήν ἔκβασι αὐτῆς τῆς πορείας. Θαυμάσια ἡ σύνθεσις αὐτῶν τῶν δύο οὐσιαστικῶν καταστάσεων τοῦ πνευματικοῦ βίου: ἡ μετάνοια καί ἡ μεταμόρφωσις, ἀπό τίς ὁποῖες πρέπει νά περάση ὁ ἄνθρωπος, στήν προσπάθειά του μέ τήν βοήθεια τῆς θείας Χάριτος, νά γίνη ἀπό παλαιός, πνευματικός καί καινούργιος ἄνθρωπος.
Ἀλλά ἡ μεταμόρφωσις δέν εἶναι ἕνα μεμονωμένο καί ἀποκεκομμένο γεγονός, ἀλλά μία χάρις, ἕνας μυστικός φωτισμός, πού γεμίζει καί ζωοποιεῖ τά πάντα, διότι τά πάντα εἶναι ὑποτεταγμένα στήν μυστική ἀλλοίωσι τῆς μεταμορφώσεως (π.Βασίλειος Γουντικάκης, Εἰσοδικό). Ὁ ἄνθρωπος ἔχει στενές σχέσεις μέ ὅλη τήν δημιουργία καί ἡ δική του μεταμόρφωσις προσλαμβάνει τήν μεταμόρφωσι ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος πού ζῆ στήν ἁμαρτία καί κυριεύεται ἀπό τά πάθη, φθείρει πρῶτα τόν δικό του κόσμο καί κατόπιν τούς γύρω ἀπ᾿ αὐτόν. Ἡ ἠθική κατάπτωσις τῆς φύσεώς μας, ἀπό τήν ὁποία τόσο πολύ ὑποφέρει σήμερα ὁ κόσμος, εἶναι τό φυσικό ἀποτέλεσμα τῆς ἀμαρτωλῆς ζωῆς τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, καί ἀντιστρόφως, ὁ ἁγιασμός τοῦ προσωπικοῦ του κόσμου τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου, δηλ. τοῦ ἁγίου, ἀγιάζει καί τόν κόσμο πού τόν περιβάλλει. Αὐτός εἶναι καί ὁ μεγάλος προορισμός τοῦ ἀνθρώπου, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, πῶς μέ τήν ἁγιότητα τῆς ζωῆς του θά μεταμορφώνη ὁλόκληρη τήν κτίσι. Στόν «καινό οὐρανό καί γῆ» συνεργάζεται καί ὁ ἄνθρωπος.
Στόν Ἄθωνα αὐτή ἡ μεταμόρφωσις τοῦ κόσμου γίνεται πιό φανερή ἀπό ὁπουδήποτε ἀλλοῦ. Ἡ Θεία Λειτουργία συνεχίζεται ἐπί αἰῶνες καί ἀδιάκοπα ἐδῶ. Τό χῶμα ἀπό τά πολυάριθμα σώματα τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων εἶναι ἀνακατωμένο μέ τό χῶμα τοῦ βουνοῦ. Ἡ Χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος ξεχύνεται ἀκατάπαυστα ἐδῶ στά πλήθη τῶν μοναζουσῶν ψυχῶν. Ὅλα αὐτά ἔχουν μεταμορφώσει τήν ἴδια τήν φύσι τοῦ Ἄθωνος. Μαρτυροῦν γι᾿ αὐτό τό γεγονός ἡ ἴδια ἡ εὐωδία, πού συχνά αἰσθάνονται πολλοί προσκυνηταί, ὅταν βαδίζουν τά μονοπάτια τοῦ Ἄθωνος, ἡ ἐντύπωσις πού τούς προκαλεῖται τόσο ἀπό τίς φυσικές καλλονές τοῦ Ὄρους, ὅσο καί ἀπό τά χαριτωμένα πρόσωπα τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν, πού συνεχῶς μεταμορφώνονται μέ τήν μετάνοια. Αὐτοί οἱ προσκυνηταί πού ἔρχονται μέ εὐλάβεια στό Ἅγιον Ὄρος, ἀτενίζουν αὐτή τήν θαυμάσια μεταμόρφωσι σάν κάτι τό ἐξωτικό, ἀπό τήν ὁποία εὐφραίνονται καί εἰρηνεύουν.
Δέν μπορῶ νά μήν ἀναφέρω ἐδῶ τήν εὐλογημένη χαρά τήν ὁποίαν ἀξιώθηκα νά ζήσω κι ἐγώ ὁ ἀνάξιος, κατά τήν πρώτη μου συμμετοχή στό πανηγύρι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στήν Μεταμόρφωσι τοῦ Κυρίου.
Ἦταν ἡ παραμονή τῆς ἑορτῆς, μία ὡραία, γαλήνια καί ἀνέφελη ἡμέρα. Ἐφθάσαμε στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ τό βράδυ. Ὁ ἥλιος εὑρισκόταν λίγο πιό κάτω ἀπό τόν ὁρίζοντα. Μέσα στήν θάλασσα τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς ἀπλωνόταν ἡ σκιά τοῦ βουνοῦ καί φαινόταν σάν ἕνας στῦλος βυθισμένος μέσα σ᾿ αὐτήν. Κατόπιν ὁ ἥλιος βυθίσθηκε στήν θάλασσα, περιβάλλοντας τό ἥμισυ τοῦ ὁρίζοντος μέ μιά λαμπρή λωρίδα φωτός. Ἀπέναντι ἡ σελήνη, πού ἦταν πανσέληνος ἐκείνη τήν περίοδο, ἑτοιμαζόταν ν᾿ἀνατείλη κι αὐτή καί ἀνήγγειλλε τήν ἄφιξί της μέ τό φῶς της πού ξαπλωνόταν στό ἄλλο ἥμισυ τοῦ ὁρίζοντος κι ἔτσι δημιουργήθηκε ἕνα στεφάνι ἀπό φῶς κατά μῆκος ὁλοκλήρου τοῦ ὁρίζοντος. Τό Ἅγιον Ὄρος εὑρισκόταν στό κέντρο. Ὁ ἥλιος δυτικά, ἡ σελήνη ἀνατολικά κρατοῦσαν τό φωτοστέφανο τοῦ Ὄρους τῆς μεταμορφώσεως. Τό φαινόμενο ἦταν ἀπερίγραπτο σέ ὀμορφιά καί μεγαλοπρέπεια. Ὁ Ἄθωνας εἶχε γίνει Θαβώρ κι ἐμεῖς φαινόταν ὅτι εἴμασταν περιτριγυρισμένοι ἀπό τό φωτεινό ξεχείλισμα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ἀνέτειλε, κατόπιν ἡ σελήνη, σκεπάζοντας ὅλο τό βουνό μέ τό ἱλαρό της φῶς. Μπροστά ἀπό τό ἐκκλησάκι τῆς κορυφῆς τοῦ Ἄθωνος ἄναψαν μία μεγάλη φωτιά.
Ἄρχισε ἡ ἀγρυπνία. Τό ἐκκλησάκι ἦταν γεμάτο ἀπό μοναχούς καί προσκυνητάς πού εἶχαν ἔλθει στό πανηγύρι, μεταξύ τῶν ὁποίων καί καλλίφωνοι ἁγιορεῖτες ἱεροψάλτες.
«Δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τό ὄρος τοῦ Κυρίου καί εἰς τόν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν καί θεασώμεθα τήν δόξαν τῆς μεταμορφώσεως…. καί ἐκ τοῦ φωτός προσλάβωμεν φῶς…». Ἡ θαυμαστή ὑμνογραφία τῆς ἑορτῆς μᾶς ἔκανε νά ζοῦμε στήν πραγματικότητα τό ἀνέκφραστο μυστήριο τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου μας.
Κουρασμένος ὅπως ἤμουνα ἀπό τήν ὁδοιπορία, ἀποκοιμήθηκα μία στιγμή, ἀλλά ξύπνησα ἀμέσως, κυριευμένος ἀπό ἕνα παράδοξο αἴσθημα. Τί συνέβαινε; Στά στασίδια οἱ ψάλτες ἔψαλλαν μέ πολύ πόθο, ἀλλά ἐνόμιζε κανείς ὅτι ἡ ψαλμωδία δέν ἐρχόταν ἀπό ὡρισμένο τόπο, ἀπό τούς ψάλτες, ἀλλά γινόταν κάτι τό θαυμαστό, πού εἶναι δύσκολο νά τό ἐξηγήση κανείς. Ἡ ψαλμωδία φαινόταν ὅτι εἶχε ὑλοποιηθῆ καί ὅλα τά πράγματα εἶχαν γίνει ψαλμωδία. Τό ἐκκλησάκι μέ τά πάντα μέσα εἶχε γίνει ψαλμωδία. Ἐγώ ὁ ἴδιος εἶχα μεταμορφωθῆ ὁλόκληρος σέ μιά ἐξαίσια ψαλμωδία καί αἰσθανόμουν ὅτι κολυμβοῦσα σ᾿ ἕνα ἀπέραντο πέλαγος χαρᾶς, μέ τό γεγονός τῆς ἐξ ὁλοκλήρου μεταμορφώσεώς μου, πού ἦταν μία πρωτοφανής καί ἀνεκλάλητος ἐμπειρία. Δέν ὠνειρευόμουν καθόλου. Ἤμουν τελείως ἄγρυπνος καί εἶχα συνείδησι πού εὑρισκόμουν, ἐνῶ ἄφθονα καί ἀσταμάτητα ἔτρεχαν τά δάκρυα ἀπό τά μάτια μου…
Θυμήθηκα τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου πού εἶπε στό Θαβώρ: «Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι» καί ἐπιθυμοῦσα νά μή σταματήση ποτέ αὐτή ἡ μελωδία. Ἡ ἀγρυπνία ἐτελείωσε, οἱ ψάλται ἔπαυσαν νά ψάλλουν, ἀλλά ἡ θαυμάσια ψαλμωδία συνεχίσθηκε μέσα μου, δηλ. τήν αἰσθανόμουν πάντα, ἀλλά ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός ἀναχωροῦσε ἀπό τήν μνήμη μου καί σιγά-σιγά ἀπομακρύνθηκε σάν ἕνα ἑσπερινό φῶς πού τρεμοσβήνει.
Ἡ ἀγρυπνία ἐπέρασε χωρίς νά τό καταλάβω. Ἔξω ἄρχισε νά ξημερώνη. Οἱ δύο ἡλιακοί πλανῆτες ἄλλαξαν τίς τροχιές τους. Τό φεγγάρι ἑτοιμαζόταν νά κρυφθῆ στήν θάλασσα, ἐνῶ ὁ ἥλιος ἀνήγγειλλε τήν ἀνατολή του μέ μία ἡλιακτίδα, ἁπλώνοντας καί τά δύο ἄλλη μιά φορά τόν φωτοστέφανό τους πάνω στό βουνό τῆς μεταμορφώσεως. Φευγαλέες ὁμίχλες ἀνέβαιναν ἀπό τίς κοιλάδες γιά τήν κορυφή τοῦ βουνοῦ, πού σκεπαζόταν μέ φωτεινά σύννεφα, ὅπως τό θαβώρειο φωτοστέφανο, ἐνῶ ἐμεῖς εἴμασταν πάνω ἀπ᾿ αὐτά.
Κατεβήκαμε στήν Παναγία γεμᾶτοι μυστική χαρά, ἐνῶ οἱ ὕμνοι τῆς θεϊκῆς μουσικῆς συνέχισαν νά ἀκούωνται σάν ἀντίλαλοι ἀπό τό μυστικό φῶς τοῦ ἄλλου αἰῶνος.
Ἀπό τότε τό βουνό ἄλλαξε. Πόσες φορές κυττάζω τήν κορυφή του! Μνημονεύω μέ συγκίνησι τήν ἀγρυπνία τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Οἱ ἱεροψάλται πατέρες, ὅταν ἀπό τότε τούς συναντῶ, μοῦ φαίνονται σάν ἀγγελιοφόροι τοῦ ἀκτίστου φωτός.
Αὔγουστος 1983
από το βιβλίο: «Η ΚΛΗΣΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» – Μακαριστοῦ Γέροντος Πετρωνίου Τανάσε Δικαίου Ρουμανικῆς Σκήτης Τ. Προδρόμου Προδρόμου, Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὄρους
Μετάφρασις – Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης