Γέροντας Γρηγόριος: Ἡ πιὸ συνεπὴς κυβέρνηση

Μᾶς προανήγγειλαν πὼς ἄθεοι εἶναι· δὲν πιστεύουν στὸν Χριστό, δὲν πιστεύουν στὴν ἁγία Τριάδα, δὲν ἀναγνωρίζουν τὴν Παναγία, δὲν δέχονται τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, τοὺς Μάρτυρες καὶ τοὺς Ἁγίους. Αὐτὸ τὸ τήρησαν ἐπακριβῶς. Καὶ τὸ τηροῦν ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας. Ὅ,τι μυρίζει λιβάνι καὶ κερί, προμελετημένα τὸ μάχονται. Μάχονται τὴν Ἐκκλησία καὶ προσπαθοῦν αὐτὸν τὸν «μπελὰ» νὰ τὸν διώξουν ἀπὸ τὸν δρόμο τους. Μάχονται λυσσαλέα νὰ μὴν ὑπάρχη σταυρός, νὰ μὴ χτυποῦν καμπάνες, νὰ μὴν ἀνάβη καντήλι. Τὶς ἐρημιὲς καὶ τ᾽ ἀκρογιάλια νὰ μὴ τὰ στολίζουν ἐκκλησιδάκια, ἀλλὰ μπαράκια καὶ καφετέριες. Καὶ τὸ ράσο, τὸ φλάμπουρο τῆς πίστης καὶ τοῦ Γένους, νὰ μὴν ἀνεμίζη στοὺς δρόμους. Ἀφήνουν τὰ χωριά μας χωρὶς παπᾶ, γιατὶ δὲν φτάνουν τὰ λεφτά! Τί νὰ θέλουν τὰ γεροντάκια, οἱ ἀπόμαχοι τῆς ζωῆς; Δάσκαλο καὶ πρόεδρο; Παπᾶ γυρεύουν, λειτουργιὰ ν᾽ ἀκούσουν, καμπάνα νὰ χτυπήση.
Εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα νὰ ζῆς σ᾽ ἕνα ὀρεινὸ χωριὸ καὶ νὰ μὴν ἀκοῦς μηδὲ ψάλτη μηδὲ παπᾶ. Γιὰ ὅλα ἔχουν χρήματα. Γιὰ νὰ βοηθήσουν ἕνα παπᾶ νὰ μείνη στὸ φτωχὸ χωριό, ἔχουν ἀνεπάρκεια, ἔχουν δυστυχία. Τοὺς τρώει ἡ ἀνέχεια καὶ ἡ κακομοιριά.
Βρέθηκα παραμονὲς ἑορτῶν στὸν νομάρχη τοῦ Καρπενησίου. Οἱ πρόεδροι, πού, δόξα τῷ Θεῷ, ὑπῆρχαν ἀκόμη τότε στὰ ὀρεινὰ χωριά, κατέβηκαν στὸν νομάρχη νὰ ζητήσουν παπᾶ.
– Δὲν θέλετε –τοὺς λέγει– δάσκαλο;
– Τὰ γράμματα ποὺ θὰ μᾶς πῆ ὁ δάσκαλος τὰ ξέρουμε. Τὰ γράμματα ποὺ θὰ μᾶς πῆ ὁ παπᾶς ζητοῦμε καὶ ἀναζητοῦμε στὰ χωριά μας. Ἡ παρουσία τοῦ παπᾶ στὸ ἐρημωμένο χωριό μας εἶναι ἡ παρηγοριά μας, ἡ παραμυθία μας, εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι ρωτᾶνε «Τί λὲς κι ἐσύ, παπᾶ;»
Τόσο ἀφορεσμὸς ἔπεσε στὸ ἑλληνικὸ κράτος ποὺ δὲν...
μπορεῖ νὰ δώση ἕνα μικρὸ μισθὸ στὸν ἐφημέριο; Θὰ γυρίσουμε πίσω στὰ χρόνια τοῦ μεσοπολέμου κι ἀκόμα πιὸ πέρα καὶ θὰ κάνουμε τὸν παπᾶ στὸ χωριὸ καὶ ράφτη καὶ παπουτσῆ καὶ σαμαρᾶ καὶ πεταλωτή, γιὰ νὰ συντηρήση τὴν οἰκογένειά του; Τί μᾶς ἔμελλε νὰ πάθουμε καὶ ἀκόμα δυστυχῶς δὲν τὸ ἐννοήσαμε. Δὲν πίστεψε ὁ λαὸς ὅτι οἱ ἄρχοντες εἶναι ἄθεοι. Νόμισαν ὅτι αὐτὰ ποὺ λέγαν ἦταν λουκουμόσκονη, ποὺ θὰ τὴν φυσήξουν καὶ θὰ τὴν πάρη ὁ ἄνεμος. Δυστυχῶς, καίτοι μᾶς τὸ διαβεβαίωσαν ὅτι Θεὸ δὲν πιστεύουν, δύο φορὲς τοὺς ψηφίσαμε.
Τί στρίβεις, παπποῦ, τὸ μουστάκι σου στὸ καφενεῖο καὶ βρίζεις τοὺς Συριζαίους; Ἐσὺ δὲν τοὺς ψήφισες; Τί βαστᾶς, γιαγιά, τὸ ροῒ ἀδειανὸ καὶ δὲν ἔχεις λάδι ν᾽ ἀνάψης τὸ καντήλι καὶ καταριέσαι τοὺς Συριζαίους; Γιατί, νέε μου, ὅταν σὲ ρωτῶ «Τί δουλειὰ κάνεις;», μὲ διπλωμένη γλῶσσα μοῦ λές «Ἄνεργος»; Ὡραία λέξη, ἐλπιδοφόρα γιὰ τὸ μέλλον τῆς πατρίδας μας.
– Εἶσαι παντρεμένος;
– Ὄχι· συζῶ μὲ μιὰ κοπέλα.
– Γιατί δὲν παντρεύεσαι;
– Δὲν ἔχω δουλειά.

Γιὰ τὴν ἁμαρτία ὅλα οἰκονομοῦνται! Ἐσὺ παλιὰ ξήλωνες τὰ πεζοδρόμια, ἂν κάτι ψήφιζε ἡ κυβέρνηση ποὺ ἦταν ἀσύμφορο γιὰ τὴν ζωή σου. Τώρα ποὺ βλέπεις τὸν Χριστὸ νὰ χλευάζεται, νὰ μαστιγώνεται, νὰ σταυρώνεται, σιωπᾶς; Ἐμπαίκτης τοῦ Χριστοῦ γίνεσαι κι ἐσὺ μαζὶ μὲ τοὺς κυβερνῶντες. Ψηφίζουν νόμους ποὺ βλασφημοῦν τὴν φύση, ποὺ ἀρνοῦνται τὸ κατὰ φύσιν καὶ δέχονται τὸ παρὰ φύσιν, κι ἐσὺ ρέγχεις καὶ δὲν φοβᾶσαι τὸ μέλλον σου. Γιὰ κρίση καὶ ἀνταπόδοση πῶς νὰ μιλήσουμε; Πῶς νὰ φθάση στ᾽ αὐτιά σου αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὑπάρχει ἐσχάτη ἡμέρα, ἐν ᾗ ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ;
Παλιὰ ἔδιναν βοήθημα στὶς πολύτεκνες γυναῖκες. Τώρα βοηθοῦν τὶς γυναῖκες ποὺ δὲν ἔχουν ἄνδρες καὶ ἔχουν παιδιά.
«Σκοντάψαμε» λένε οἱ παλιακοὶ ἄνθρωποι. Γιὰ νὰ δοῦμε, θὰ τὰ καταφέρετε νὰ σηκωθῆτε; Λέγαν οἱ παλιοὶ στὸ χωριό μου: «Δὲν φτάνει ποὺ δὲν βλέπουμε, μᾶς λένε καὶ τύφλα». Ἀνέτοιμη ἡ Ἐκκλησία, ὅπως πάντοτε, νὰ ἀντιμετωπίση τὸ σφυροδρέπανο τῶν Συριζαίων.
Εἴδαμε ἀκόμη καὶ τὴν πολιτική τους εἰλικρίνεια. Ὑποσχέθηκαν ὅτι δὲν θὰ ὑπογράψουν τὰ εὐρωπαϊκὰ μνημόνια. Ὄχι μόνον τὰ ὑπέγραψαν, ἀλλὰ καὶ πόσα ἄλλα κακὰ καὶ καταστρεπτικὰ καὶ ἀνήκουστα ἐπραγμάτωσαν καὶ τῷ ὄντι, ἀδελφοί μου, ἀσέλγησαν ἐπάνω σ᾽ αὐτὸν τὸν ἅγιο τόπο. Λὲς καὶ ἀνέλαβαν νὰ σκορπίσουν τὴν φτώχεια, τὸ ἀδιέξοδο τῆς ζωῆς. Μόνον τὸ «πάρε» ξέρουνε πολὺ καλά· τὸ «δῶσε» ποτέ.
Ἐγὼ τὸν κόπο μου τὸν θέλω στὴν τσέπη μου καὶ θέλω νὰ τὸν διαθέσω ὅπου ἐγὼ βούλομαι. Μὲ πλαστικὸ χρῆμα θὰ ἀνάβω τὸ κερὶ στὴν ἐκκλησία; Μὲ πλαστικὸ χρῆμα θὰ δίνω ἐλεημοσύνη; Τόσο ἀνέντιμος εἶμαι γιὰ τοὺς κρατοῦντες καὶ τόσο ἐπιζήμιος γιὰ τὸ κράτος; Καλύτερα νὰ πεθάνω παρὰ νὰ ζῶ. Μαῦρα χρήματα εἶναι μόνον αὐτὰ ποὺ κλέβονται ἀπὸ τὸ δημόσιο. Ἐκεῖνα ποὺ βγαίνουν μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου εἶναι ὑπὲρ τὸ χιόνι λευκότερα καὶ καθαρώτερα. Οἱ μισθοὶ εἶναι χρήματα ποὺ τὰ ἔχει κρατήσει τὸ κράτος, καὶ τὰ ἀσφάλισαν οἱ ἄνθρωποι στοῦ κράτους τὴν ἀρχὴ καὶ τὴν ἐξουσία καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη, γιὰ νὰ ἔχουνε σήμερα νὰ φᾶνε καθάριο ψωμί.
Φοβᾶστε νὰ μιλήσετε; Τὴν ταφή σας γιορτάζουνε καὶ πανηγυρίζουν κάθε μέρα. Στὸν τάφο σας στήνουν χορὸ καὶ τρῶνε καὶ πίνουν καὶ τραγουδᾶνε: «Τοὺς πατάξαμε, τοὺς ἀφανίσαμε, τοὺς ἁρμέξαμε». Ἁρμεκτήρια ἠλεκτρονικὰ στήθηκαν παντοῦ. Γιὰ ἀγελάδια βρὲ μᾶς περάσατε;
Εἶδα ἀνθρώπους στὸν δρόμο ἐντελῶς ἀνυποψίαστα να ἀνοίγουν τοὺς κάδους τῶν σκουπιδιῶν νὰ πάρουν κάτι νὰ φᾶνε. Τρομερό, τρομερό, ἀβάσταχτο, ἀπίστευτο! Μὰ πρὸ καιροῦ εἶχε μαγαζὶ στὴν ὁδὸ Παπατρέχα καὶ σήμερα περιμένει νὰ σιτιστῆ ἀπὸ τοὺς σκουπιδοτενεκέδες; Ζοῦμε τὶς μεγαλύτερες ἀντιθέσεις. Τοῦ Ἕλληνα γιὰ τὸ κάτι τι τοῦ παίρνουν τὸ σπίτι καὶ μὲ χρήματα τῆς χιλιοκαταραμένης εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης νοικιάζουν σπίτια στοὺς τάχατες πρόσφυγες. Πῶς θὰ βοηθήσουμε τὴν προσφυγιά; Νὰ τοὺς βοηθήσουν οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους νὰ παραμείνουν στὸν τόπο τους, ἐκεῖ ποὺ τοὺς φύτεψε ὀ Θεός, νὰ μείνουν στὸ σπίτι τους, στὸ χωράφι τους, στὴν δουλειά τους.
Γιατί, μεγάλε, ξερριζώνεις τοὺς λαοὺς καὶ μετὰ τάχατες τοὺς περιθάλπεις;
Κάτω κάθε ἠθικὴ ἀξία, κάθε σύμβολο τῆς πίστεως, κάθε σύμβολο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους καὶ κάθε ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Ὄχι ἥρωες, ὄχι ἐθνικὲς ἑορτές. Ὅλα αὐτὰ δίδονται στὰ παιδιὰ διεστραμμένα καὶ εὐώνυμα. Ἀπάνω τὸ ψέμα, ἡ εἰρωνία καὶ ἡ τρομοκρατία. Ποτὲ δὲν ὑπῆρξε δημοκρατία στὸν κόσμο. Πάντα τυραννία, δουλεία, μαύρη σκλαβιά. Μέχρι δώδεκα χρονῶ δὲν ἤξερα ὅτι τὸ σπίτι ἔχει κλειδί. Πίστευα ὅτι τὸ κλειδὶ εἶναι στὰ μαγαζιά· στὸ σπίτι πατᾶς τὴν πετούγια καὶ ἀνοίγει ἡ πόρτα. Τώρα, μπαρώσατε τὶς ἐκκλησιές, μπαρώσατε τὰ σπίτια σας, περάστε περάτη στὴν πόρτα σας. Οἱ ληστοπεράτες εἶναι μπροστὰ ἀπὸ κάθε πόρτα. Ἔχουν πολλὰ ὀνόματα. Προσέχετε σὲ ποιὸν ἀνοίγετε. Ἔλεγαν οἱ παλιοί: «Μέρες θὰ περπατᾶς, γιὰ νὰ βρῆς ἕνα χριστιανό». Καὶ ἦρθε αὐτὴ ἡ μαύρη ὥρα, ποὺ νὰ μὴν ἐρχότανε ποτέ. Φώναζαν οἱ παλιοὶ στοὺς τόπους τῆς συγκέντρωσης: «Χριστιανοί, χριστιανοί» καὶ γύριζαν ὅλοι τὸ κεφάλι. ΤώΑρα… κανείς. Ὅλοι τὸ σκύβουν νὰ μὴ φανοῦν χριστιανοί.
Μνήσθητι, Κύριε, τοῦ Γένους, τοῦ Ἔθνους μας καὶ τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν. Καὶ ἀπέλασον τοὺς ἀπίστους μακράν, ἐκεῖ ποὺ δὲν κατοικεῖ ἄνθρωπος, ἐκεῖ ποὺ δὲν ἐπισκοπεῖ οὔτε ὁ Θεός. Ἀμήν.
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης
http://www.pentapostagma.gr/2017/05