ΓΕΡΩΝ ΘΑΔΔΑΙΟΣ, ΟΙ ΛΟΓΙΣΜΟΙ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΖΩΗ ΜΑΣ
Ἂν σὲ κάθε οἰκογένεια ὑπῆρχε ἔστω καὶ ἕνα πρόσωπο ποὺ ὑπηρετοῦσε τὸν Θεὸ μὲ ζῆλο, τί ἁρμονία θὰ ὑπῆρχε στὸν κόσμο! Θυμᾶμαι συχνὰ τὴν ἱστορία κάποιας κοπέλας. Συνήθιζε νὰ ἔρχεται καὶ νὰ συζητᾶμε, τότε ποὺ ἤμουν ἀκόμα στὸ Μοναστήρι τοῦ Τουμᾶν.
Ἦρθε κάποια μέρα στὸ Μοναστήρι μαζὶ μὲ ἕνα ὀργανωμένο γκροὺπ προσκυνητῶν, καὶ μοῦ διαμαρτυρήθηκε λέγοντας: «Δὲν τὸ ἀντέχω πιά! Οἱ ἄνθρωποι εἶναι τόσο ἀγενεῖς μεταξύ τους!». Καὶ κατόπιν μου εἶπε ὅτι θὰ κοίταζε νὰ βρεῖ ἄλλη δουλειά. Τὴν ἀπέτρεψα, λέγοντας ὅτι ἦταν λίγες οἱ δουλειὲς ἐκεῖνο τὸν καιρὸ καὶ τὰ ἐπίπεδά της ἀνεργίας ὑψηλά. Τῆς εἶπα νὰ πάψει νὰ πολεμᾶ τοὺς συναδέλφους της στὴ δουλειά. «Μὰ δὲν μάχομαι κανένα!», ἀπάντησε. Τῆς ἐξήγησα ὅτι μολονότι δὲν μάχεται κανένα σωματικά, ἐντούτοις μὲ τὸ νὰ εἶναι δυσαρεστημένη στὴ θέση της. διεξάγει πόλεμο ἐναντίον τῶν συναδέλφων της μὲ τοὺς λογισμούς της. Ἐκείνη ἀντέτεινε ὅτι.... κάθε ἄλλη ἀντίδραση θὰ ὑπερέβαινε τὰ ὅρια ἀντοχῆς τοῦ καθενός. «Μὰ ἀσφαλῶς καὶ τὰ ὑπερβαίνει», τῆς εἶπα, «ἀλλὰ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ κάνεις μόνη σου. Χρειάζεσαι τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Κανεὶς δὲν γνωρίζει ἂν προσεύχεσαι ἢ ὄχι τὴν ὥρα τῆς δουλειᾶς σου. Κατὰ συνέπεια, ὅταν ἀρχίζουν νὰ σὲ προσβάλλουν, μὴν τοὺς ἀντιγυρίζεις τὶς προσβολὲς οὔτε μὲ λόγια οὔτε μὲ ἀρνητικὲς σκέψεις. Προσπάθησε νὰ μὴν τοὺς προσβάλλεις οὔτε καν μὲ τοὺς λογισμούς σου’ προσευχήσου στὸν Θεὸ νὰ τοὺς στείλει ἕναν ἄγγελο εἰρήνης.
Ζήτησε Τοῦ ἐπίσης νὰ μὴν σὲ ξεχάσει καὶ σένα. Αὐτὸ δὲν θὰ ...
μπορέσεις νὰ τὸ κάνεις ἀμέσως, ἀλλὰ ἂν προσεύχεσαι πάντοτε ἔτσι, θὰ δεῖς πῶς θὰ ἀλλάξουν τὰ πράγματα μὲ τὸν καιρὸ καὶ πῶς θὰ ἀλλάξουν ἐπίσης καὶ οἱ ἄνθρωποι. Κατ’ οὐσία, θὰ ἀλλάξεις κι ἐσύ».
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ δὲν ἤξερα ἂν ἐπρόκειτο νὰ δώσει βάση στὴ συμβουλή μου. Αὐτὸ συνέβη στὸ μοναστήρι τοῦ Τουμᾶν τὸ 1980. Τὸ 1981 μὲ ἔστειλαν στὸ μοναστήρι τῆς Βιτόβνιτσα. Κάποια μέρα στεκόμουν πλάι στὴν κυδωνιά, ὅταν εἶδα ἕνα γκροὺπ προσκυνητῶν νὰ πλησιάζει. Ἦταν κι ἐκείνη μέσα σ’ αὐτὸ τὸ γκροὺπ καὶ μὲ πλησίασε γιὰ νὰ πάρει εὐλογία. Καὶ νὰ τί μου εἶπε:
«Ἂχ πάτερ! Δὲν εἶχα ἰδέα ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι τόσο καλοί!». Τὴ ρώτησα ἂν ἀναφερόταν στοὺς συναδέλφους της στὴ δουλειὰ κι ἐκείνη μου ἀπάντησε θετικά. «Ἄλλαξαν τόσο πολὺ πάτερ, εἶναι ἀπίστευτο! Κανεὶς δὲν μὲ προσβάλλει πλέον, καὶ βλέπω καὶ σὲ μένα ἐπίσης τὴ διαφορά!».
Τὴ ρώτησα ἂν εἶχε εἰρηνεύσει μὲ ὅλους καὶ μοῦ ἀπάντησε ὅτι ὑπῆρχε ἕνα πρόσωπο μονάχα μὲ τὸ ὁποῖο δὲν μποροῦσε νὰ εἰρηνεύσει γιὰ πολὺ καιρό. Κατόπιν, καθὼς διάβαζε τὰ Εὐαγγέλια, ἔφτασε κάποια στιγμὴ στὸ σημεῖο ὅπου ὁ Κύριός μας ζητᾶ νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς ἐχθρούς μας. Καὶ τότε εἶπε στὸν ἑαυτό της:
«Θὰ ἀγαπήσεις αὐτὸ τὸ πρόσωπο εἴτε τὸ θέλεις εἴτε ὄχι, διότι αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς ζητᾶ ὁ Κύριος». Καὶ τώρα, ξέρετε, εἶναι οἱ δύο τους οἱ καλύτεροι φίλοι! Μακάρι νὰ ὑπῆρχε ἔστω καὶ ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος σὲ κάθε ἐπιχείρηση, ἐργοστάσιο ἢ γραφεῖο!
Ἔτσι θὰ ἀνοιγόταν ὁ δρόμος πρὸς τὴν εἰρήνη. Μόνο ἕνας ἄνθρωπος χρειάζεται, ἕνας ἄνθρωπος συνδεδεμένος προσευχητικὰ μὲ τὸν Θεό, καὶ θὰ ἔχουμε παντοῦ εἰρήνη — στὴν οἰκογένεια, στὴ δουλειά, στὴν κυβέρνηση καὶ παντοῦ. Ἡ παρουσία ἑνὸς τέτοιου ἀνθρώπου εἶναι ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ ζοφεροὺς καὶ δυσβάστακτους λογισμούς.
Ἦρθε κάποια μέρα στὸ Μοναστήρι μαζὶ μὲ ἕνα ὀργανωμένο γκροὺπ προσκυνητῶν, καὶ μοῦ διαμαρτυρήθηκε λέγοντας: «Δὲν τὸ ἀντέχω πιά! Οἱ ἄνθρωποι εἶναι τόσο ἀγενεῖς μεταξύ τους!». Καὶ κατόπιν μου εἶπε ὅτι θὰ κοίταζε νὰ βρεῖ ἄλλη δουλειά. Τὴν ἀπέτρεψα, λέγοντας ὅτι ἦταν λίγες οἱ δουλειὲς ἐκεῖνο τὸν καιρὸ καὶ τὰ ἐπίπεδά της ἀνεργίας ὑψηλά. Τῆς εἶπα νὰ πάψει νὰ πολεμᾶ τοὺς συναδέλφους της στὴ δουλειά. «Μὰ δὲν μάχομαι κανένα!», ἀπάντησε. Τῆς ἐξήγησα ὅτι μολονότι δὲν μάχεται κανένα σωματικά, ἐντούτοις μὲ τὸ νὰ εἶναι δυσαρεστημένη στὴ θέση της. διεξάγει πόλεμο ἐναντίον τῶν συναδέλφων της μὲ τοὺς λογισμούς της. Ἐκείνη ἀντέτεινε ὅτι.... κάθε ἄλλη ἀντίδραση θὰ ὑπερέβαινε τὰ ὅρια ἀντοχῆς τοῦ καθενός. «Μὰ ἀσφαλῶς καὶ τὰ ὑπερβαίνει», τῆς εἶπα, «ἀλλὰ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ κάνεις μόνη σου. Χρειάζεσαι τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Κανεὶς δὲν γνωρίζει ἂν προσεύχεσαι ἢ ὄχι τὴν ὥρα τῆς δουλειᾶς σου. Κατὰ συνέπεια, ὅταν ἀρχίζουν νὰ σὲ προσβάλλουν, μὴν τοὺς ἀντιγυρίζεις τὶς προσβολὲς οὔτε μὲ λόγια οὔτε μὲ ἀρνητικὲς σκέψεις. Προσπάθησε νὰ μὴν τοὺς προσβάλλεις οὔτε καν μὲ τοὺς λογισμούς σου’ προσευχήσου στὸν Θεὸ νὰ τοὺς στείλει ἕναν ἄγγελο εἰρήνης.
Ζήτησε Τοῦ ἐπίσης νὰ μὴν σὲ ξεχάσει καὶ σένα. Αὐτὸ δὲν θὰ ...
μπορέσεις νὰ τὸ κάνεις ἀμέσως, ἀλλὰ ἂν προσεύχεσαι πάντοτε ἔτσι, θὰ δεῖς πῶς θὰ ἀλλάξουν τὰ πράγματα μὲ τὸν καιρὸ καὶ πῶς θὰ ἀλλάξουν ἐπίσης καὶ οἱ ἄνθρωποι. Κατ’ οὐσία, θὰ ἀλλάξεις κι ἐσύ».
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ δὲν ἤξερα ἂν ἐπρόκειτο νὰ δώσει βάση στὴ συμβουλή μου. Αὐτὸ συνέβη στὸ μοναστήρι τοῦ Τουμᾶν τὸ 1980. Τὸ 1981 μὲ ἔστειλαν στὸ μοναστήρι τῆς Βιτόβνιτσα. Κάποια μέρα στεκόμουν πλάι στὴν κυδωνιά, ὅταν εἶδα ἕνα γκροὺπ προσκυνητῶν νὰ πλησιάζει. Ἦταν κι ἐκείνη μέσα σ’ αὐτὸ τὸ γκροὺπ καὶ μὲ πλησίασε γιὰ νὰ πάρει εὐλογία. Καὶ νὰ τί μου εἶπε:
«Ἂχ πάτερ! Δὲν εἶχα ἰδέα ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι τόσο καλοί!». Τὴ ρώτησα ἂν ἀναφερόταν στοὺς συναδέλφους της στὴ δουλειὰ κι ἐκείνη μου ἀπάντησε θετικά. «Ἄλλαξαν τόσο πολὺ πάτερ, εἶναι ἀπίστευτο! Κανεὶς δὲν μὲ προσβάλλει πλέον, καὶ βλέπω καὶ σὲ μένα ἐπίσης τὴ διαφορά!».
Τὴ ρώτησα ἂν εἶχε εἰρηνεύσει μὲ ὅλους καὶ μοῦ ἀπάντησε ὅτι ὑπῆρχε ἕνα πρόσωπο μονάχα μὲ τὸ ὁποῖο δὲν μποροῦσε νὰ εἰρηνεύσει γιὰ πολὺ καιρό. Κατόπιν, καθὼς διάβαζε τὰ Εὐαγγέλια, ἔφτασε κάποια στιγμὴ στὸ σημεῖο ὅπου ὁ Κύριός μας ζητᾶ νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς ἐχθρούς μας. Καὶ τότε εἶπε στὸν ἑαυτό της:
«Θὰ ἀγαπήσεις αὐτὸ τὸ πρόσωπο εἴτε τὸ θέλεις εἴτε ὄχι, διότι αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς ζητᾶ ὁ Κύριος». Καὶ τώρα, ξέρετε, εἶναι οἱ δύο τους οἱ καλύτεροι φίλοι! Μακάρι νὰ ὑπῆρχε ἔστω καὶ ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος σὲ κάθε ἐπιχείρηση, ἐργοστάσιο ἢ γραφεῖο!
Ἔτσι θὰ ἀνοιγόταν ὁ δρόμος πρὸς τὴν εἰρήνη. Μόνο ἕνας ἄνθρωπος χρειάζεται, ἕνας ἄνθρωπος συνδεδεμένος προσευχητικὰ μὲ τὸν Θεό, καὶ θὰ ἔχουμε παντοῦ εἰρήνη — στὴν οἰκογένεια, στὴ δουλειά, στὴν κυβέρνηση καὶ παντοῦ. Ἡ παρουσία ἑνὸς τέτοιου ἀνθρώπου εἶναι ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ ζοφεροὺς καὶ δυσβάστακτους λογισμούς.