Ἡ σημασία τῆς ἐξαγόρευσης


Ἀπό τό Γεροντικό
Ἐπισκεφθήκαμε κάποτε ἕναν ἀπό τούς πατέρες καί τόν ρωτήσαμε:
- Ἄν κάποιος, πού πειράζεται ἀπό ἕναν λογισμό καί βλέπει ὅτι νικιέται, διαβάζει συχνά-πυκνά ὅσα εἶπαν οἱ πατέρες γιά τό λογισμό αὐτό καί προσπαθεῖ νά τά ἐφαρμόσει, χωρίς ὅμως νά τό κατορθώνει ἀπόλυτα, τί εἶναι προτιμότερο, νά φανερώσει σέ κάποιον ἀπό τούς πατέρες τό λογισμό του ἤ νά προσπαθήσει μόνος του νά ἐφαρμόσει ὅσα διάβασε καί νά περιοριστεῖ στήν πληροφορία τῆς δικῆς του συνειδήσεως;
- Ἔχει ὑποχρέωση, ἀπάντησε ὁ γέροντας, νά φανερώσει τό λογισμό του σέ ἄνθρωπο πού θά μπορέσει νά τόν ὠφελήσει, καί νά μή βασιστεῖ μόνο στόν ἑαυτό του. Γιατί δέν μπορεῖ κανείς νά βοηθήσει τόν ἑαυτό του, ὅταν μάλιστα ταλαιπωρεῖται ἀπό τά πάθη.
Νά τί συνέβη σέ μένα ὅταν ἤμουνα νέος:
Εἶχα ἕνα ψυχικό πάθος πού μέ νικοῦσε. Ἀκούγοντας, λοιπόν, ὅτι ὁ ἀββᾶς Ζήνων εἶχε θεραπεύσει πολλούς, πού ἦταν σέ παρόμοια κατάσταση, ἀποφάσισα νά πάω καί νά τοῦ μιλήσω. Ὁ σατανᾶς ὅμως μέ ἐμπόδιζε, βάζοντάς μου τή σκέψη: «Ἀφοῦ ξέρεις τί πρέπει νά κάνεις, ἐφάρμοσε ὅσα διαβάζεις, γιατί νά πᾶς καί νά ἐνοχλήσεις τό γέροντα;» Κάθε φορά πού ἀποφάσιζα, ὡστόσο, νά ἐπισκεφθῶ τό γέροντα καί νά τοῦ μιλήσω, ὁ πόλεμος τοῦ πάθους ὑποχωροῦσε, μέ τέχνασμα τοῦ πονηροῦ, γιά νά μήν πάω. Καί ὅταν ἔπαιρνα τήν ἀπόφαση νά μήν πάω, κυριευόμουνα πάλι ἀπό τό πάθος. Σ᾿ αὐτή τήν παγίδα μ᾿ ἔριχνε πολύ καιρό ὁ ἐχθρός, πού δέν ἤθελε νά φανερώσω τό πάθος στό γέροντα. Ἀλλά καί πολλές φορές, πού πῆγα ἀποφασισμένος νά τοῦ πῶ τό λογισμό μου, ὁ ἐχθρός δέν μέ ἄφηνε, γεννώντας μέσα στήν καρδιά μου ντροπή καί λέγοντάς μου μυστικά:
«Ἀφοῦ ξέρεις πῶς πρέπει νά θεραπευθεῖς, τί χρειάζεται νά μιλήσεις σέ κάποιον σχετικά; Ἄλλωστε ἐσύ δέν ἀδιαφορεῖς γιά τόν ἑαυτό σου. Ξέρεις τί εἶπαν οἱ Πατέρες». Αὐτά μοῦ ἔβαζε στό νοῦ ὁ ἀντίπαλος, γιά νά μή φανερώσω τό πάθος στό γιατρό καί θεραπευθῶ.
Ὁ γέροντας, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἐνῷ καταλάβαινε ὅτι εἶχα λογισμούς, δέν μοῦ ἔκανε παρατήρηση, περιμένοντας νά τούς φανερώσω ὁ ἴδιος. Μέ δίδασκε μόνο γιά τόν σωστό τρόπο ζωῆς, καί μέ ἄφηνε νά φύγω.
Κάποτε ὅμως, γεμάτος θλίψη, εἶπα μέσα μου:
«Ὡς πότε, ταλαίπωρη ψυχή μου, δέν θά ...
θέλεις νά γιατρευτεῖς; Ἄλλοι ἔρχονται στό γέροντα ἀπό μακριά καί θεραπεύονται, κι ἐσύ δέν ντρέπεσαι, νά ἔχεις κοντά σου τό γιατρό καί νά μή γίνεσαι καλά;»
Ζεστάθηκε ἔτσι ἡ καρδιά μου καί εἶπα μέσα μου:
«Ἄς πάω στό γέροντα, κι ἄν δέν βρῶ κανέναν (ἄλλον) ἐκεῖ, θά καταλάβω πώς εἶναι θέλημα Θεοῦ νά τοῦ ἀποκαλύψω τό λογισμό μου». Πράγματι, πῆγα καί δέν βρῆκα κανέναν.
Ὁ γέροντας, ὅπως συνήθιζε, μέ νουθέτησε γύρω ἀπό τή σωτηρία τῆς ψυχῆς καί γιά τό πῶς θά καθαρθεῖ κανείς ἀπό τούς ρυπαρούς λογισμούς. Ἐγώ ἀπό ντροπή δέν τοῦ φανέρωσα πάλι τίποτα, κι ἑτοιμαζόμουνα νά φύγω. Σηκώθηκε, ἔκανε εὐχή καί μέ ξεπροβόδιζε, βαδίζοντας μπροστά μου, ὡς τήν ἐξώπορτα.
Τόν ἀκολουθοῦσα ἀπό κοντά, ἐνῶ μέ βασάνιζαν οἱ λογισμοί: Νά μιλήσω ἤ νά μή μιλήσω στό γέροντα;
Ἐκεῖνος στράφηκε, εἶδε πόσο βασανιζόμουν ἀπό τούς λογισμούς, μέ χτύπησε στό στῆθος καί μοῦ εἶπε:
«Τί ἔχεις; Ἄνθρωπος εἶμαι κι ἐγώ!».
Μόλις εἶπε αὐτά τά λόγια, νόμισα πώς ἡ καρδιά μου ἀνοίχτηκε.
Πέφτω μέ τό πρόσωπο στά πόδια του, παρακαλώντάς τον μέ δάκρυα:
«Ἐλέησέ με!».
«Τί ἔχεις;», μοῦ λέει ὁ γέροντας.
«Δέν ξέρεις τί ἔχω;», ἀποκρίθηκα.
«Ἐσύ πρέπει νά τό πεῖς!», εἶπε ἐκεῖνος.
Τότε λοιπόν, μέ πολλή ντροπή, τοῦ ἐξομολογήθηκα τό πάθος μου. Καί μοῦ λέει:
«Γιατί ντρεπόσουνα νά μοῦ τό πεῖς τόσον καιρό; Δέν εἶμαι κι ἐγώ ἄνθρωπος; Θέλεις, λοιπόν, νά σοῦ φανερώσω αὐτό πού ξέρω; Δέν ἔχεις ἤδη τρία χρόνια, πού ἔρχεσαι ἐδῶ μ᾿ αὐτούς τούς λογισμούς, καί δέν τούς ἀναφέρεις;»
Τό ὁμολόγησα, κι ἔπεσα πάλι μπροστά του, παρακαλώντας τον:
«Ἐλέησέ με, γιά τόν Κύριο!»
«Πήγαινε», μοῦ εἶπε, «μήν παραμελεῖς τήν προσευχή σου καί μήν κατακρίνεις κανέναν».
Πῆγα πράγματι στό κελί μου καί ἀφοσιώθηκα μέ ἐπιμέλεια στήν προσευχή μου.
Μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ καί τίς εὐχές τοῦ γέροντα, ποτέ πιά δέν ἐνοχλήθηκα ἀπό τό πάθος ἐκεῖνο.