Το θαύμα του Αγίου Νεκταρίου σε χωριό της Ρουμανίας: Βαπτίζει, παντρεύει, κηδεύει τους κατοίκους..


(εἰπώθηκε ἀπὸ Ρουμάνες μοναχὲς στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὴν Κρήτη)
Σὲ ἕνα χωριὸ τῆς Ρουμανίας δὲν ὑπῆρχε ἱερέας, καὶ οἱ κάτοικοι πήγαιναν συχνὰ στὸν Πατριάρχη μὲ τὸ αἴτημα, τὴν πλήρωση τῆς κενῆς θέσης.
Ὅμως ὁ Πατριάρχης δὲν εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ ἱκανοποιήσει τὸ αἴτημα τῶν ἀνθρώπων. Πήγαιναν καὶ ξαναπήγαιναν οἱ κάτοικοι, ἀλλά τίποτε, ὁ Πατριάρχης τοὺς ἔλεγε τὰ ἴδια λόγια:
- Δὲν ἔχω ἱερέα νὰ σᾶς στείλω στὸ χωριό.
Ἐν τῷ μεταξὺ ἄλλοι πέθαιναν ἀδιάβαστοι, ἄλλοι εἶχαν γυναῖκες καὶ παιδιὰ χωρὶς γάμο, τὰ παιδιὰ καὶ οἱ μεγάλοι ἦταν ἀβάπτιστοι. Μία μέρα σταμάτησε ἔξω ἀπὸ τὸν Ναὸ ἕνα αὐτοκίνητο καὶ κατέβηκε ἕνας ἱερέας ὅλο τὸ χωριὸ ἀνάστατο ἦρθε παπὰς φώναζαν. Πῆγαν ἐκεῖ οἱ κάτοικοι, τὸν καλωσόρισαν καὶ τοῦ εἶπαν:
- Πῶς ἦρθες στὸ χωριό ἀφοῦ ὁ πατριάρχης μᾶς εἶχε πεῖ ὅτι δὲν ἔχει παπὰ νὰ μᾶς στείλει;
Τότε ὁ ἱερέας τοὺς εἶπε:
- Αὐτὸ δὲν θέλατε; δὲν θέλατε ἱερέα; Νὰ, ἦρθα.
Ὅλο τὸ χωριὸ χάρηκε στὴν παρουσία τοῦ νέου ἱερέα. Ὁ Ἱερέας ἄρχισε ἀμέσως δουλειὰ πῆγε σὲ ὅλους τοὺς τάφους καὶ ...διάβαζε τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία, βάπτισε καὶ πάντρεψε ὅλους στὸ χωριὸ λειτουργοῦσε τοὺς κοινωνοῦσε. Μιὰ μέρα καλεῖ τούς χωρικοὺς καὶ τοὺς λέγει:
- Θὰ φύγω τελείωσε ἡ ἀποστολή μου.
Τότε τὸ χωριὸ ἀναστατώθηκε...
- Τώρα ποὺ ἦρθε θὰ φύγει;
Ὅμως ὁ ἱερέας δὲν ἄκουγε τοὺς κατοίκους καὶ ἐνέμενε στὴν ἀπόφασή του. Ἀφοῦ οἱ χωρικοὶ κατάλαβαν ὅτι δὲν γινόταν τίποτε τὸν εὐχαρίστησαν γιὰ τὴν προσφορά του καὶ τὸν κατευόδωσαν.
Μετὰ ἀπὸ μέρες πῆγαν στὸν Πατριάρχη νὰ τὸν εὐχαριστήσουν ποὺ τοὺς ἔστειλε παπὰ καὶ νὰ τοῦ ποῦν ὅταν μπορέσει νὰ τοὺς ξαναστείλει κάποιον ἱερέα, ἀλλὰ ὁ πατριάρχης δὲν ἤξερε τίποτε:
- 'Εγὼ δὲν ἔστειλα κανέναν παπὰ γιατί δὲν ἔχω, ὅμως περιμένετε μήπως ὁ πρωτοσύγκελλος σᾶς ἔστειλε κάποιον γιὰ νὰ σᾶς ἐξυπηρετήσει.
Πῆρε τηλέφωνο τὸν πρωτοσύγκελλο ἀλλὰ οὔτε αὐτὸς εἶχε στείλει κανέναν. Ὁ Πατριάρχης τοὺς εἶπε:
- Τί ἔκανε αὐτὸς ὁ ἱερέας στὴν ἐνορία;
Οἱ χωρικοὶ εἶπαν:
- Μᾶς πάντρεψε, μᾶς βάπτισε, μᾶς ἔκανε τὶς κηδεῖες τῶν γονέων, μᾶς ἔκανε ὅτι κάνει ἕνας παπάς.
- Καλὰ, εἶπε ὁ πατριάρχης, δὲν σᾶς ἔδινε χαρτιὰ, δὲν ἔγραφε τὰ μυστήρια;
- Βεβαίως εἶπαν οἱ χωρικοί μᾶς ἔδινε χαρτιὰ καὶ τὰ καταχώρισε στὰ βιβλία τοῦ Ναοῦ.
- Δὲν εἴδατε τί ἔγραφε; καὶ πῶς ὑπέγραφε μὲ τί ὄνομα;
- Ὅλα τὰ στοιχεῖα δέσποτα τὰ ἔγραφε στὰ ρουμανικὰ, πολλὰ γράμματα δὲν ξέρουμε, γιατί τὴν ὑπογραφὴ τὴν ἔβαζε σὲ ἄλλη γλώσσα ποὺ δὲν ἔχουμε ξαναδεῖ.
Ὁ Πατριάρχης παρακάλεσε νὰ πᾶνε νὰ φέρουν τὰ βιβλία γιὰ νὰ δεῖ ποιὸς ἦταν αὐτὸς ὁ κληρικός. Ὅταν τοῦ πῆγαν τὰ βιβλία ὁ πατριάρχης ἔμεινε ἔκθαμβος, δὲν πίστευε στὰ μάτια του, ὄντως ὅλα τὰ στοιχεῖα ἦταν γραμμένα στὰ ρουμανικὰ ἐνῶ τὸ ὄνομά του ἦταν γραμμένο στὰ Ἑλληνικὰ μὲ τὸ ὄνομα τῆς ὑπογραφῆς: