Η απελευθέρωση της Κόνιτσας 24 Φεβρουαρίου 1913

 



Το ποθούμενο του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού για την Κόνιτσα ήρθε 124 χρόνια μετά το μαρτυρικό του τέλος, σχεδόν τελευταία από όλες τις άλλες πόλεις της Ηπείρου. Είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων το 1430 ή κατ’ άλλους το 1417.

Η γεωγραφική της θέση και η οικονομική της ανάπτυξη, την έκανε να είναι το 1438 σημαντικό πολιτικό, θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο. Οι μπέηδες της Κόνιτσας έπαιζαν σημαντικό ρόλο , εκτιμούσαν την οργάνωση της πόλης, χρησιμοποιούσαν για γλώσσα τους την Ελληνική, έστελναν τα παιδιά τους στα ελληνικά σχολιά και σέβονταν τους χριστιανούς αγίους.

Γνωστή η ρήση από τότε Κόνιτσα κασαμπάς, Γιάννενα χωριό. Το πλιάτσικο όμως και οι καταστροφές κατά καιρούς που προξένησαν οι Οθωμανοί ξεπέρασαν τα όρια.

Για να ελευθερωθεί η πόλη ακολούθησαν αρκετοί αγώνες, τόσο του ελληνικού στρατού όσο και...

των ανταρτικών σωμάτων της πόλης και των γύρω χωριών, που υπέφεραν από τα στίφη των εχθρών που την κατέκλυσαν….

Στα τέλη του 16ου και αρχές του 17ου αι. η παράδοση αναφέρει τον κλέφτη κι αρματωλό Βέργο από τη Μόλιστα να πολεμάει τους Τούρκους στο αρματολίκι Γρεβενών.

Στους αγώνες του 1821 η Κόνιτσα δεν πήρε άμεσα μέρος, αλλά έμμεσα έδωσε σπουδαίους αγωνιστές, το Χρήστο Τσάκα, υπασπιστή του Καραϊσκάκη στη μάχη του Φαλήρου, το Μήτση Λέζη και το Χρήστο Ζούμη από τη Βούρμπιανη, καθώς και το Νικόλαο Κονιτσιώτη.

Αργότερα ο καπετάν Ζέρμας από την Πλαγιά, σύντροφος του Νταβέλη, πήρε μέρος στο Μακεδονικό αγώνα.

Από το 1906 – 1917 ο Σπυρίδων Βλάχος, επίσκοπος Βελλάς και Κονίτσης κινούσε σ’ όλη την επαρχία αντάρτικα σώματα.

Το 1912 εγκαθίσταται στην Κόνιτσα ο Τζαβήτ – Πασάς, που τυράννησε τους Κονιτσιώτες, γιατί είχε πληροφορίες ότι η Κόνιτσα με επικεφαλής το Μητροπολίτη Σπυρίδωνα οργάνωνε την αντίσταση κατά του Τουρκικού στρατού.

Ήρθε με 2.000 πειναλέους στρατιώτες και τοποθέτησε 3 – 4 κανόνια κάτω από την πλατεία κι εκβίαζε τους Κονιτσιώτες Χριστιανούς να του φέρουν τρόφιμα.

Έδρευαν επίσης στην Κόνιτσα περίφημοι μπέηδες με το στρατό τους που έφτανε 4.000. Όλοι τρέφονταν επί 3 μήνες από την πόλη και τα κοντινά χωριά της.

Από το Νοέμβριο του 1912 τα πρώτα ανταρτικά σώματα κάνουν την εμφάνισή τους. Στη Βούρμπιανη συγκροτείται ένοπλο σώμα με 100 γκράδες με εθελοντές Βουρμπιανίτες.

Οι κάτοικοι της Οξυάς εξοπλίζονται και αυτοί με 10 γκράδες.

Ο ηγούμενος της Μονής Ζέρμας Διονύσιος Παπαδάτος, μυημένος από το Σπυρίδωνα, δημιούργησε αντάρτικο σώμα και ξεσήκωσε τη Ζέρμα, σημερινή Πλαγιά και το Κάντσικο, σημερινή Δροσοπηγή.

Η Φούρκα επαναστατεί και κοντά σ’ αυτή το ηρωικό Κεράσοβο με 150 γκράδες που μετέφερε ο αγωγιάτης Κώστας Γαλάνης. Οι Τούρκοι της Κόνιτσας έκαναν 3 εφόδους, αλλά γύρισαν πίσω κατησχυμένοι. Στράφηκαν τότε προς την Στράτσιανη, σημερινό Πύργο, συνέλαβαν 40 αιχμαλώτους, προχώρησαν ως την Οξυά και ξαναγύρισαν αρπάζοντας τα τρόφιμα των χωρικών.

Παράλληλα επαναστάτησαν στις αρχές του χειμώνα του 1912 όλα τα βλαχόφωνα χωριά της λάκκας του Αώου.

Πρώτα – πρώτα το Δίστρατο με αρχηγό το Νικόλα Γούλα, το δάσκαλο Ξενοφώντα και τον παπά – Θανάση, που με 80 γκράδες όπλισαν ισάριθμα παλικάρια.

Ακολούθησαν τ’ Άρματα με αρχηγό τον Γιάννη Γκρόσο, οι Πάδες με το Θανάση Παπόνη και το Παλαιοσέλι. Ενω όλοι μαζί δεν άφησαν τους Τούρκους να περάσουν πάνω από το Ελεύθερο.

Οι Τούρκοι έκαναν δεύτερη επίθεση στις 15 Ιανουαρίου στο Κεράσοβο με πολύ στρατό και το κατέλαβαν. Οι κάτοικοι κατέφυγαν στη Φούρκα και στη Σαμαρίνα. Δύο λόχοι ελληνικού στρατού με αρχηγό το λοχαγό Δημήτριο Παπανικολάου φτάνουν στη Φούρκα. Συσκέφτονται όλοι οι οπλαρχηγοί και αποφασίζουν να βαδίσουν προφυλακτικά προς το Κεράσοβο. Συγκρούστηκαν τελικά και οι Τούρκοι έπαθαν μεγάλες ζημιές, ενώ οι δικοί μας είχαν μόνο ένα τραυματία. Οι Τούρκοι έλαβαν ενισχύσεις ξαναγύρισαν στο Κεράσοβο, λεηλάτησαν όλα τα σπίτια, έβαλαν φωτιά στο χωριό και υποχώρησαν στην Κόνιτσα.

Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1913 φυλακίστηκε ο ένθερμος και ακαταδάμαστος πατριώτης Σπυρίδων Βλάχος σε σπίτι πάνω από την αγορά της πόλης, γιατί υποψιάστηκαν τη μυστική επικοινωνία του με τα Γιάννενα. Ο Τζαβήτ έψαξε να βρει ανθρώπους να στοιχειοθετήσει κατηγορία για την εσχάτη των ποινών, αλλά απέτυχε. Αγανακτισμένος τότε παρέπεμψε το δεσπότη στο στρατοδικείο. Με τις ενέργειες του γραμματέα του Σπυρίδωνα Δόβα και του εθνικού κομιτάτου Κόνιτσας επεμβαίνει ο Διάδοχος Κων/νος που τηλεγράφησε στον Εσάτ – πασά των Ιωαννίνων ότι είναι υπεύθυνος για τη ζωή του Δεσπότη. Ο Εσάτ παρήγγειλε στον Τβαβήτ: “ούτε τρίχα της κεφαλής του Δεσπότη να μη θίξεις”. Την ίδια στιγμή οι Τουρκοκονιτσιώτες που αγαπούσαν τον Σπυρίδωνα επενέβησαν για τη σωτηρία του.

Τις μέρες εκείνες φτάνει διαταγή προελάσεως του Ελληνικού στρατού που βρισκόταν στη Φούρκα.

Ο λοχαγός Παπανικολάου περνάει την Πουρνιά, φτάνει στη Μόλιστα και στις 9 Φεβρουαρίου εγκαθίσταται νικητής. Ο Τζαβήτ ετοίμασε ταραγμένος δύο σώματα και έστειλε ένα προς το Πεκλάρι, σημερινή Πηγη, και τ’ άλλο προς τη Μονή Στομίου, γιατί οι επαναστάτες έλεγαν οι ειδήσεις ότι είχαν φτάσει στη θέση Σουσνίτσα. Αποκρούστηκαν γενναία και καθηλώθηκαν. Ο Τζαβήτ μένεται και ξεκινά εναντίον τους μ’ όλες του τις δυνάμεις 4.000 άνδρες, τα κανόνια και τα πυροβόλα του προς το Κεράσοβο. Έξι ημέρες αμύνεται ο Παπανικολάου με πολύ λιγότερες δυνάμεις.

Την 7η μέρα, 21 Φεβρουαρίου ο Τζαβήτ λαβαίνει την είδηση της πτώσης των Ιωαννίνων και υποχωρεί πανικόβλητος.

Στις 22 Φεβρουαρίου οι Χριστιανοί της Κόνιτσας πλημμυρίζουν από χαρά, αλλά και φοβούνται λεηλασίες και βανδαλισμούς. Ξεθάρρεψαν σιγά – σιγά και βγήκαν στην αγορά. Πολλοί Τούρκοι τράβηξαν προς την Πρεμετή. Ο ίδιος ο Τζαβήτ βλοσυρός με το επιτελείο του κατευθύνθηκε προς το Μπουραζάνι.

Μια έκρηξη τότε ακούστηκε από το ποτάμι. Ο πασάς είχε δώσει εντολή ν’ ανατινάξουν την πέτρινη γέφυρα, εξαιρετικό μνημείο λαϊκής αρχιτεκτονικής. Κάποιοι τσοπαναραίοι με υπόδειξη του δεσπότη είχαν αφαιρέσει τα περισσότερα εκρηκτικά και η ζημιά ήταν μικρή.

Στις 23 Φεβρουαρίου σχηματίστηκε επιτροπή με επικεφαλής το Σπυρίδωνα, η οποία κάλεσε τον Παπανικολάου να καταλάβει την πόλη. Ήδη όμως οι πρώτοι επαναστάτες από τα βλαχόφωνα χωριά κατέβηκαν από τη θέση Κουρί.

Ο Αγησίλαος Παπαχρηστίδης ανέβηκε στο καμπαναριό του Αγ. Νικολάου και χτύπησε χαρμόσυνα την καμπάνα. Ο Γεράσης Γούσιας, διστρατιώτης, έστησε στο καμπαναριό τη σημαία κι ο μητροπολίτης με τους προκρίτους τους υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό και τους μοίρασαν φαγητά και κρασί.

Την άλλη μέρα, Κυριακή της Τυρίνης, 24 Φεβρουαρίου, διαδόθηκε ότι θα ερχόταν ο Ελληνικός στρατός κι όλοι οι κάτοικοι Χριστιανοί και ντόπιοι Μουσουλμάνοι συγκεντρώθηκαν έξω απ’ την πόλη, στον Αη – Γιάννη, με επικεφαλής το Σπυρίδωνα και όλους τους προκρίτους (Χριστιανούς και Μουσουλμάνους) και περίμεναν τον Παπανικολάου.

Μετά το μεσημέρι έφτασε κι οι ζητωκραυγές του κόσμου δόνησαν τις γύρω βουνοκορφές της Τύμφης, του Λαζάρου, της Γκαμήλας, του γέρο – Σμόλικα.

– Χριστός Ανέστη αδέρφια! Καλωσορίσεταν! Φώναζαν οι προαιώνιοι σκλάβοι, καθώς αντίκρυσαν τους φορείς της ελευθερίας των.

Ο γενναίος λοχαγός αντιχαιρετά τα πλήθη δακρυσμένος, αφιππεύει, χαιρετά στρατιωτικά το Μητροπολίτη και ασπάζεται το χέρι του. Και εκείνος τον αγκαλιάζει, τον φιλεί και τον ευλογεί. Εκφωνούνται ενθουσιώδεις λόγοι κι όλοι μαζί κατευθύνονται προς τον Άγιο Νικόλαο και τελούν χαρμόσυνη δοξολογία κι αμέσως παρατίθεται γεύμα στους αξιωματικούς και οπλαρχηγούς. Οι Κονιτσιώτες αγκαλιάζουν και φιλούν τους στρατιώτες κλαίγοντας και τους φιλοξενούν στα σπίτια τους. Οι άρχοντες Φλωραίοι και Μπεκιαραίοι διαθέτουν άφθονα φαγητά.

Καινούρια ζωή ελευθερίας άρχισε τότε στην Κόνιτσα!





Πηγή

https://ellinonfos.gr/i-apeleftherosi-tis-konitsas-24-fevrouariou-1913/