Μέρα Φλεβάρη μέρωσε, μέρα Φλεβάρη εφάνη,
μέσα στη ζάλη του χιονιά, στου Υμηττού τη ράχη,
μια νύφη σ’ άσπρο φόρεμα, μία πανώρια κόρη.
Κι έπεσε η νύχτα στα βουνά κι η νύχτα μες στους κάμπους
κι έμεινε η κόρη αγέρωχη, μονάχη στο σκοτάδι.
Επέρασε κι ο κυρ-Βοριάς κι εσκίρτησε κι εστάθη.
‒ Για δες περίσσεια ομορφιά, για δες περίσσεια χάρη,
για δες αρχόντισσα κυρά σα νύφη μέσα στ’ άσπρα!...
Θε να φυσήξω αποβραδιού, τον κόσμο να παγώσω,
να μη σου λιώσει, αφέντρα μου, ο ήλιος το κορμί σου.
Κι η κόρη εσείστηκε μεμιάς, ετίναξε τους ώμους
και του Βοριά κουβέντιασε και του Βοριά του κρένει:
‒ Βοριά μου, τι πολυαργείς και στέκεις και θωρείς με;
Τράβα γοργά τη στράτα σου, δρασκέλισε τα όρη,
τι έχεις χώρες να διαβείς, τι έχεις βουνά ν’ ασπρίσεις.
Ας με χαρούνε του Υμηττού ’πόψε τα νυχτοπούλια,
και το φεγγάρι ας με χαρεί και τ’ ουρανού τα νέφια
κι ας βγει ο ήλιος το πρωί κι ας λιώσει το κορμί μου.
Εγώ είμαι η βλάχα, κυρ-Βοριά, η βλάχα του Μετσόβου.
Μένα με ξέρουν τα βουνά, με ξέρουν τα λαγκάδια,
με ξέρει η νύχτα η παγερή και τα θεριά του λόγγου.
Στους ώμους μου εβάσταξα της λευτεριάς τα πάθη
κι ανέστησα κι ανάθρεψα αμέτρητους λεβέντες.
Δε με τρομάζει, κυρ-Βοριά, ουδέ το φως του ήλιου.
Φως είμαι και του λόγου μου και φέγγω στους αιώνες.
Δημήτρης Μαντζουρης.