Κάποτε παρουσιάστηκε στὸν Κολοκοτρώνη κάποιος ποὺ εἶχε τὴν ἀνάγκη του. Νόμισε πὼς δὲ θὰ τὸ θυμηθῇ ὁ Στρατηγός, καὶ φοροῦσε τὸν ὁλόχρυσο ντουλαμᾶ τοῦ ἀδερφοῦ τοῦ Στρατηγοῦ, ποὺ τὸν εἶχε σκοτώσει πρὶν ἀπὸ τὸ Εἰκοσιένα βαλμένος ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὁ Κολοκοτρώνης γνώρισε ἀμέσως τὸ φόρεμα, κι’ ἀναστέναξε ἥσυχα, ἐνῷ τὴν ἴδια στιγμὴ ἔδινε τὸ λόγο του στὸ φονιᾶ νὰ κάμῃ τὸ ζήτημά του. Ἔτυχε ὅμως ὁ Γέρος νἆναι στὸ τραπέζι, καὶ τὸν κράτησε νὰ φᾶνε. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ ...
ἐρχότανε στὸ σπίτι του τὸν καλοδεχότανε καὶ τονὲ δειπνοῦσε.Ἡ μάννα ὅμως τοῦ Κολοκοτρώνη δὲ βαστοῦσε βλέποντας τὸ φόρεμα τοῦ παιδιοῦ της, κ’ εἶπε στὸ Στρατηγὸ μὲ πόνο βαθύ:— Παιδί μου, καὶ στὸ τραπέζι μας θὰ τονὲ βάνῃς τὸ φονιᾶ τοῦ παιδιοῦ μου;
— Σώπα, μάννα! εἶπε ὁ Στρατηγός. Αὐτὸ εἶναι τὸ καλύτερο μνημόσυνο ποὺ κάνουμε τοῦ σκοτωμένου…
Βαγγέλη Μιλλεούνη, Ιστορικά Ανέκδοτα, εκδ. Γρηγόρη,
https://proskynitis.blogspot.com/2021/03/blog-post_186.html