Αρετές και πάθη μέσα στην οικογένεια (Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος)




 Τὸ πρῶτο λοιπὸν πάθος, ἡ κενοδοξία ἢ καλύτερα ὁ ἐγωισμός, εἶναι ἡ πηγὴ καὶ ρίζα ὅλης της μεταπτωτικῆς διαστροφῆς καὶ ἁμαρτίας. Ἡ κενοδοξία τυφλώνει τὸ νοῦ καὶ ἐκδιώκει τὸ φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ρίχνει τὸν ἄνθρωπο σὲ φοβερὰ λάθη, γιατί λειτουργεῖ μέσα μας σὰν θανατηφόρα μέθη, ποὺ σπρώχνει στὸ βάραθρο τῆς ἀποτυχίας. Ἡ κενοδοξία ἀγνοεῖ καὶ ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβει τὴν πραγματικότητα καὶ ζεῖ σὲ κόσμους ψεύτικους, φτιαγμένους μὲ τὴν ἀρρωστημένη ἐγωπαθῆ φαντασία.

Αὐτὸ τὸ ὀλέθριο πάθος θεραπεύεται μέσα στὸ χῶρο τῆς οἰκογένειας καὶ τῆς ἀνοχῆς, ὑπομονῆς καὶ συμβολῆς τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου. Ὅταν δὲν ἀρκεῖται κανεὶς στὶς δικές του κρίσεις καὶ ἀποφάσεις, ἀλλὰ ταπεινώνεται καὶ δέχεται τὶς ἀπόψεις τῶν ἄλλων καὶ ὑπακούει κόβοντας καὶ θυσιάζοντας τὸ δικό του θέλημα, τότε ἀρχίζει ἔτσι νὰ βγαίνει ἀπὸ τὰ στενὰ καὶ ἀσφυκτικὰ δεσμὰ τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ νὰ πλανιέται μέσα στὸν ἐλεύθερο χῶρο τῆς ταπεινώσεως.

Ἡ ταπείνωση εἶναι τὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ συμβαδίζει πάντοτε μὲ μόνιμο σύντροφο τὴν πραότητα. Αὐτὲς οἱ δύο ἀρετὲς, ἡ ταπείνωση καὶ ἡ πραότητα εἶναι οἱ ἀπαραίτητοι στύλοι ποὺ συγκρατοῦν ὁλόκληρο τὸ οἰκοδόμημα τῆς οἰκογένειας, ποὺ...

πρέπει νὰ ἀντέξει στὶς ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικὲς θύελλες καὶ πιέσεις. Μέσα στὸν κύκλο τῆς οἰκογένειας, ὅπου οἱ σωματικὲς καὶ οἱ πνευματικὲς ἡλικίες εἶναι ποικίλες καὶ διέρχονται ἰδιόμορφες ἀλλοιώσεις, ἡ πραότητα ἀποτελεῖ τὴ συνδετικὴ ὕλη ποὺ συγκροτεῖ καὶ συνέχει τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας καὶ τὰ ὁδηγεῖ ἤρεμα καὶ σταθερὰ στὴν καθολικὴ καὶ τελείωση καὶ ὡριμότητα.

Δεύτερο πάθος καταστρεπτικό, ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὸ προηγούμενο καὶ τὸ ἀκολουθεῖ ὅπως ἡ σκιὰ τὸ σῶμα, εἶναι ἡ φιλαυτία. Ἡ ἄλογη φιλία τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ λατρεία τοῦ ἐγώ, ποὺ ἀπαιτεῖ νὰ περιστρέφει τὰ πάντα γύρω ἀπὸ τὴ δική μας ἀρέσκεια καὶ προτίμηση. Ἡ φιλαυτία εἶναι ὁ ἄκρατος ἀτομισμὸς σὲ ὅλη τὴν ἔκτασή του, ποὺ διαλύει κάθε κοινωνικότητα καὶ δεσμὸ λόγω τῆς ἀδυναμίας νὰ ἀρνηθεῖ κανεὶς τὸν ἑαυτό του.

Ἡ φιλαυτία γεννᾶ τὴν ἀνταρσία καὶ τὴν ἰδιορρυθμία καὶ γινόμαστε δυστυχῶς μάρτυρες καθημερινῶν οἰκογενειακῶν ναυαγίων, πού, ἐὰν θελήσουμε νὰ δοῦμε τὶς αἰτίες, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι αὐτὲς δὲν εἶναι ἄλλες ἀπὸ τὸν ἀτομισμό, τὴ φιλαυτία καὶ τὴν ἰδιορρυθμία, εἴτε τῶν συζύγων μεταξύ τους, εἴτε τῶν παιδιῶν στὶς σχέσεις μαζί τους. Ὅταν “μέτρον παντων” τῶν κινήσεων καὶ τῶν αἰσθημάτων μας εἶναι τὸ ἄτομό μας, ἡ ἀρέσκεια καὶ ἡ ἀνάπαυσή μας, τότε καταλαβαίνουμε πολὺ καλὰ τὸ λόγο τῶν πολλῶν διαζυγίων ποὺ δημιουργεῖ ἐρείπια καὶ τραύματα μὲ μόνες τὶς καθιερωμένες πλέον προφάσεις “αὐτὸ δὲν μοῦ ἀρέσει, δὲν μὲ ἐκφράζει, δὲν μὲ καταλαβαίνει, δὲν ταιριάζουμε”. Ἡ φιλαυτία μᾶς κάνει σκληροὺς καὶ ἀνάλγητους οὐσιαστικὰ τυφλοὺς καὶ ἀναίσθητους, γιατί προκειμένου νὰ ἱκανοποιήσει τὸν ἑαυτὸ τῆς ἀδιαφορεῖ γιὰ ὁτιδήποτε ἄλλο ἤθελε συμβεῖ, γιὰ οἱαδήποτε τραύματα καὶ ἐρείπια καὶ ἂν δημιουργηθοῦν στὰ ὑπόλοιπα μέλη τῆς οἰκογένειας καὶ κυρίως στὰ παιδιά.

Φάρμακο κατὰ τῆς φιλαυτίας ὁρίζουν οἱ ἅγιοι πατέρες τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπηἈγάπη ποὺ δίδει τὴ ζωογόνο δύναμη νὰ ἀποθάνει τὸ “ἐγὼ” γιὰ νὰ ζήσει τὸ “ἐσὺ» μέσα στὴν κοινωνία τοῦ “ἐμείς”. Ἡ ἀγάπη “οὐ λογίζεται τὰ ἐαυτής” καὶ ἔχει διδάσκαλό της τὸ Χριστό, ποὺ παρέδωσε “ἑαυτὸν ὑπὲρ τῆς κόσμου ζωής” καὶ ἔτσι ἀνέστησε τὴν ’Ἐκκλησία.

Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ κένωση τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἡ ἀνασυγκρότηση τοῦ προσώπου μας, γιατί αὐτὴ εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν ὑγιὴς κίνηση τῆς ψυχῆς. Γιὰ νὰ μπορέσομε ὅμως νὰ “κενώσωμεν ἐαυτούς” καὶ νὰ γίνομε πλήρεις ζωῆς, τότε ἡ ἀγάπη πρέπει νὰ στραφεῖ πρῶτα πρὸς τὸ Θεὸ καὶ δὶ’ Αὐτοῦ στὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κτίση ὁλόκληρη. Γι’ αὐτὸ ἐπιβάλλεται ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ στὰ μέλη τῆς οἰκογενείας, ὥστε νὰ καταλάβουν καλὰ ποιὸ τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ἀγάπης, πῶς ξεκινᾶ καὶ ποῦ καταλήγει, ποιὰ εἶναι ἡ σωστὴ τροχιὰ καὶ πορεία της, ὥστε νὰ εἶναι ἁγνὴ καὶ ἀπαλλαγμένη ἀρρωστημένων συναισθημάτων καὶ ἀτομικῶν κριτηρίων.

Τὸ τρίτο πάθος, ποὺ σὰν ἰσχυρὸς κρίκος ἑνώνεται μὲ τὴν προηγούμενη ἁλυσίδα, εἶναι κατὰ τοὺς Πατέρες ἡ φιληδονία.

Ἡ φιληδονία στὴ γενική της μορφὴ σὰν ἄρνηση κάθε εἴδους φιλοπονίας, κόπου καὶ στερήσεως γιὰ τὸ καλὸ τῶν ἄλλων, ἀλλὰ καὶ σὰν ἀπολυτοποίηση καὶ θεοποίηση τῆς ἡδονῆς. Οἱ ρίζες της βρίσκονται στὴν ψυχικὴ ἀσθένεια τῆς πτώσεως καὶ τὸ σκοτισμὸ τοῦ μακράν του Θεοῦ νοῦ, μὲ προεκτάσεις καὶ ἐπιδράσεις στὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι “ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος” καὶ “μέλος Χριστοῦ”.

Ἡ φιληδονία ἔχει σὰν πρωταρχικὸ σκοπὸ καὶ νόημα τοῦ γάμου καὶ τῆς ζωῆς ὁλόκληρης τὴν ἡδονὴ καὶ βάσει αὐτῆς ρυθμίζει τὴν ὅλη συμπεριφορά. Στερεῖ τὴν προσωπικὴ κοινωνία καὶ σχέση καὶ κατεβάζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ πρόσωπο σὲ ἀντικείμενο, γιατί στέκεται στὴν ἐξωτερικὴ ὄψη καὶ ὄχι στὸ βάθος, γι’ αὐτὸ καὶ ἔχει ἔντονο τὸ στοιχεῖο τοῦ ἀνικανοποίητου καὶ τῆς παροδικότητας. Ἐὰν ἡ φιληδονία κυριαρχήσει στὸν ἄνθρωπο, τότε πραγματικὰ τὸν κάνει δοῦλο καὶ αἰχμάλωτό της καὶ τὸν σπρώχνει σὲ δρόμους ἔξω ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τῆς Ἐκκλησίας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κτυπᾶ θανάσιμα τὸν οἰκογενειακὸ δεσμὸ τῆς πραγματικῆς ἀγάπης καὶ νὰ διαλύει ὅ,τι καλὸ καὶ εὐγενὲς ὑπάρχει. Ἀντίδοτο σ’ αὐτὴ τὴν ἀσθένεια εἶναι ἡ φιλοπονία. Ἡ προθυμία πρὸς κάθε ἀγώνα καὶ ἀρετή, ἐφ’ ὅσον πλέον εἶναι κανόνας, ὅτι «τὰ καλὰ κόπῳ κτῶνται καὶ πόνῳ κατορθούνται». Ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία μας, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ «τὴν ὀρθὴν κρίσιν τῶν νοημάτων», κατὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή.

Ἡ φιλοπονία, ἡ ἄσκηση, ἀλλὰ πρὸ πάντων ἡ ἀγάπη καὶ ὁ θεῖος ἔρωτας μεταμορφώνει τὸν ἐμπαθὴ ἄνθρωπο, ἁγιάζει τὶς ψυχικὲς καὶ σωματικὲς κινήσεις καὶ ἔτσι ἐλευθερώνεται ὁ ἡγεμόνας νοῦς, ὥστε νὰ κρίνει ὀρθὰ τὰ πράγματα, νὰ ὁδηγεῖ τὸ σῶμα στὸν ἁγιασμὸ καὶ στὴ σωφροσύνη καὶ νὰ κρατᾶ τὸν ἄνθρωπο στὸ ὕψος τῆς «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργίας του καὶ τῆς «καθ’ ὁμοίωσιν» πο­ρείας καὶ σκοποῦ.

Αὐτοὶ, λοιπὸν, οἱ τρεῖς γίγαντες τῶν παθῶν πολεμοῦν κάθε ἄνθρωπο, τόσο μέσα στὸ χῶρο τοῦ μοναχισμοῦ ὅσο καὶ μέσα στὸ χῶρο τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογενείας, μὲ διαφορετικὰ ὄπλα καὶ μεθόδους, ἀλλὰ μὲ ἕνα καὶ μοναδικὸ σκοπό, τὴν ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπου νὰ βρεῖ μέσα ἀπὸ τὸν τρόπο καὶ τόπο τῆς ζωῆς του τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴ σωτηρία του.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος προτρέπει: «Ἐκκλησίαν ποίησόν σου τὴν οἰκίαν». Ἐκκλησία σὰν τόπο καὶ ναὸ τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦ καθημερινοῦ προγράμματος τῆς οἰκογενειακῆς προσευχῆς, ὅπου ὅλοι μαζὶ ἐνώπιον τοῦ οὐρανίου Πατρὸς στέκονται καὶ ἐκζητοῦν τὸ θεῖον ἔλεος καὶ τὴ συνεκτικὴ καὶ θεοποιὸ ἀγάπη, μετανοοῦντες γιὰ τὰ καθημερινὰ ἀνθρώπινα λάθη καὶ δε­χόμενοι τὶς εὐεργετικὲς ἐπιδράσεις τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἐκκλησία ἀκόμη καὶ σὰν τόπο πνευματικῆς θεραπείας ἐκ τῶν παθῶν, ὅπως ἀκριβῶς λειτουργεῖ μέσα στὴν Ὀρθοδοξία ἕνα ἀληθινὸ κοινόβιο μοναστήρι. Ἡ συμβίωση, ἡ συγκατοίκηση, ἡ συζυγία καὶ ἡ ἐν γένει κοινωνία τῆς κατ’ οἶκον ἐκκλησίας, δηλαδὴ τῆς οἰκογενείας λειαίνει τὶς προεξοχὲς τοῦ χαρακτήρα, πλα­ταίνει τὸ στενό τῆς καρδιᾶς καὶ διδάσκει, ὅτι χωρὶς τὴν ἐν Χριστῷ ἀγάπη καὶ προκοπὴ καὶ ἡ οἰκογενειακὴ ζωὴ εὔκολα κινδυνεύει νὰ διαλυθεῖ ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμή.

«Παλαίστρα καὶ στάδιον καὶ γυμναστήριον» ἀκόμη, ὑπὸ τοῦ ἰδίου Πατρός, χαρακτηρίζεται ἡ οἰκογένεια, γιατί πράγματι εἶναι πολὺς καὶ μακρὺς ὁ δρόμος καὶ τὰ ἐμπόδια, οἱ πειρασμοὶ καὶ οἱ θλίψεις δυσβάστακτες στὴν πορεία τῆς οἰκογενείας, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ στηρίζονται ἐπὶ τὴν ἀσάλευτον πέτραν τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, ὥστε νὰ μὴν τὴν καταποντίσουν τὰ κύματα.

«Το μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστι, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν». Ὁ Κύριος ἐκένωσε ἑαυτὸν καὶ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ προσέλαβε τὴν Ἐκκλησία καὶ ἔκτοτε «τρέφει καὶ θάλπει αὐτήν» ὡς νυμφίος οὐράνιος καὶ παραμένει κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε Ἐκκλησία ἄνευ Χριστοῦ εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει, ἀλλὰ οὔτε καὶ ὁ Χριστὸς ἄνευ τῆς Ἐκκλησίας δίδει τὰ θεουργικὰ μυ­στήριά Του στὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι καὶ στὴν οἰκογένεια, κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς τὸν ἄλλο, οὔτε σὰν σῶμα μπορεῖ νὰ συγκροτηθεῖ, ἐὰν κεφαλὴ τῆς οἰκογενείας δὲν εἶναι ὁ Χριστός.

Πρέπει νὰ τονισθεῖ, ἐπίσης, ὅτι τὸ κατ’ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Κυρίου γιὰ κάθε ἕναν ξεχωριστά, εἶναι ἡ σωτηρία καὶ θέωσή μας. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς καὶ τὸ τέρμα ὅλης τῆς ζωῆς μας. Ἑπομένως, καὶ ἡ οἰκογένεια καὶ ὁ μοναχισμὸς δὲν εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλὰ μέσα σωτηρίας. Ἡ οἰκογένεια εἶναι ἕνας τρόπος σω­τηρίας, ποὺ δὲν πρέπει νὰ ἀπολυτοποιήσει τὸν ἑαυτόν της, ἀλλὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸν Κύριο. Ὅλα τὰ σχήματα τῆς ζωῆς εἶναι ἐφήμερα καὶ παροδικὰ καὶ ἀξιολογοῦνται μὲ τὸ κατὰ πόσον μᾶς ὁδηγοῦν ἢ ὄχι στὴν αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν ἡ οἰκογένεια δὲν ὁδηγεῖ στὸ Χριστό, τότε τὰ ἀποτελέσματά της εἶναι πρόσκαιρα, εἶναι ἀδύνατα καὶ καταδικασμένα σὲ θάνατο, ὅπως καὶ ἡ ἴδια σὰν τρόπος ζωῆς τοῦ παρόντος αἰῶνος.

Ἡ οἰκογένεια τότε θεωρεῖται ὅτι καὶ ἐπέτυχε τὸ σκοπό της, ὄχι μὲ τὶς κοσμικὲς ἐπιτυχίες τῶν μελῶν της, ὄχι μὲ τὴ μέχρι τέλους διατήρηση τῆς συνοχῆς της ἔστω, ἀλλὰ μὲ τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴ θέωση τῶν μελῶν της.

Κάθε ἄλλη ἀξιολόγηση τῆς οἰκογένειας μὲ κριτήρια ἀνθρώπινα καὶ ἐνδοκοσμικὰ ἀδικεῖ καὶ περιορίζει ἀσφυκτικὰ τὶς δυνάμεις καὶ δυνατότητές της.

Τελειώνω μὲ ἕνα λόγο ἑνὸς συγχρόνου ὁσίου ἁγιορείτου ἀσκητοῦ: «Ὅταν μάθωμε νὰ ὑπερβαίνουμε τὸ ἐγώ μας, γινόμαστε ἀληθινὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς μας. Ὅταν γίνομε ἀληθινὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς μας μὲ τὴν ὑπέρβαση τοῦ ἐγώ μας, τότε θὰ γίνωμε πραγματικὰ μέλη τῆς οἰκογένειας ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος, τοῦ Ἀδάμ, καὶ τότε θὰ μποροῦμε νὰ προσευχώμαστε στὸν Θεὸν ὑπὲρ ὄλου τοῦ κόσμου. Αὐτὸ, ὅμως, δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ ἐνοίκηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν καρδιά μας. Δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο, ὅτι πίσω ἀπὸ τοὺς τρεῖς μεγίστους Ἱεράρχες τῆς ’Εκκλησίας μας ὑπάρχουν ἁγίες μητέρες, ἅγιοι πα­τέρες καὶ ἁγίες οἰκογένειες. Ἐὰν θέλωμε νὰ διορθωθεῖ ὁ κόσμος, ἂς διορθώσωμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὶς οἰκογένειές μας”.

Μ’ αὐτὰ τὰ πτωχά, εὐχόμεθα ὁ πα­νάγαθος Κύριος νὰ εὐλογεῖ ὅλους καὶ νὰ συνέχει καὶ συγκροτεῖ τὶς οἰκογένειές μας μὲ τὴ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἀμήν.

 

(Πηγή: pemptousia.gr)

https://alopsis.gr