Χριστούγεννα
Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο
(Κωστής Παλαμάς)
Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι’ εγώ σαν διαμαντάκι
κι’ από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι’ εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ‘μουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Χριστούγεννα (Τέλλος Άγρας)
Όξω πέφτει αδιάκοπα και πυκνό το χιόνι,
κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπή η νυχτιά.
Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι,
μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά.
Τρέμει στα εικονίσματα το καντήλι πλάγι
και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπή εμορφιά.
Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστός κι οι Μάγοι
και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!
Κι οι ποιμένες, που έρχονται γύρω από τη στάνη
κι η μητέρα του Χριστού στο Χριστό μπροστά.
Το μικρό το εικόνισμα όλ’ αυτά τα φτάνει,
μαζεμένα όλα μαζί και σφιχτά-σφιχτά.
Πέφτει ακόμη αδιάκοπο κι άφθονο το χιόνι,
όλα ξημερώνονται μ’ άσπρη φορεσιά
στον αγέρα αντιλαλούν του σημάντρου οι στόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει η εκκλησιά.
Χριστούγεννα (Α. Κυριαζής)
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα,
τώρα Χριστός γεννιέται
κι οπόχει μάνα κίνησε
κι όλον τον κόσμο αρνιέται.
Στο παραγώνι του τζακιού
μια θέση που ήταν άδεια,
ευκές και γέλια γιόμισε
και στρώθηκε με χάδια.
Κ’ η Παναγιά απ’ το κόνισμα
σα σπιτικιά χαιρόταν
σα μάνα καλωσόριζε
σαν στον καιρό της, όταν…
Είδα χτες το βράδυ στ’ όνειρό μου
(Τέλλος ‘Αγρας)
Είδα χτες το βράδυ στ’ όνειρό μου,
το γεννημένο μας Χριστό,
τα βόδια επάνω του εφυσούσαν,
όλο το χνώτο τους ζεστό.
Το μέτωπό του ήταν σαν ήλιος,
και μέσα η φάτνη η φτωχική,
άστραφτε πιο καλά από μέρα,
με κάποια λάμψη μαγική.
Στα πόδια του έσκυβαν οι Μάγοι,
κι’ έμοιαζε τ’ άστρο από ψηλά,
πως θα καθίσει σαν κορώνα,
στης Παναγίτσας τα μαλλιά.
Βοσκοί πολλοί και βοσκοπούλες,
τον προσκυνούσαν ταπεινά,
ξανθόμαλλοι άγγελοι εστεκόνταν,
κι’ έψελναν γύρω του «ωσαννά».
Μα κι’ από αγγέλους κι’ από μάγους,
δεν ζήλεψα άλλο πιο πολύ,
όσο της Μάνας Του το στόμα,
και το ζεστό – ζεστό φιλί.