« Κάποτε, πρίν πολλά χρόνια, ἡ Πρεσβυτέρα μου πῆγε στή λαϊκή ἀγορά, σέρνοντας μέ τό ἕνα χέρι τό καροτσάκι καί μέ τό ἄλλο χέρι κρατώντας ἕνα κομποσχοινάκι ἔλεγε ἀπό μέσα της τήν Εὐχή. Καί ξαφνικά τήν πλησίασε μία ἀγριεμένη γυναῖκα καί ἄρχισε νά τῆς φωνάζη δυνατά:
Καί μέ τά μάτια γουρλωμένα συνέχισε:
—Γιατί τά ἔχεις μαζί μου; Τί σοῦ ἔκανα; Μέ καῖς…, μέ καῖς! Τό ξέρεις;
—Ἐγώ!;, τῆς ἀπαντᾶ ἡ Πρεσβυτέρα. Οὔτε κἄν σέ ξέρω, ἀδελφούλα μου!
Καί πράγματι, δέν τήν ἤξερε! Καί ἐκείνη τῆς γύρισε τήν πλάτη καί ἀγριεμένη ἔφυγε βρίζοντας…
Ὁ Θεός νά τή λυπηθῆ! ».