Από τον βίο του αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου: Η αρετή της αγάπης και της φιλοξενίας προς τους αδελφούς!




 Ο μέγας Θεοδόσιος την ανέχεια των φτωχών τη νικούσε με την παροχή των αναγκαίων, αν και αυτά που μπορούσε να δώσει ήταν λιγότερα από όσα ήθελε˙ όπως ακριβώς και όσα θα ήθελε να δώσει ήταν πάντοτε λιγότερα από τη πλουσιοπάροχη δωρεά του Πνεύματος,1 όπως θα φανεί από τα παρακάτω.

Ενώ λοιπόν είχε τόση συμπόνια για όλους γενικά εκείνους που υπέφεραν από τη φτώχεια, έδειχνε ακόμη περισσότερη προς όσους υπέφεραν περισσότερο, καθώς, μαζί με τη φτώχεια, τους βασάνιζε και κάποια αρρώστια ή αναπηρία, ή ακόμη και η ιερά νόσος, δηλαδή η επιληψία, το πιο βαρύ από όλα. Έτσι λοιπόν γινόταν μάτι για τους τυφλούς, πόδι για τους κουτσούς, ρούχο για τους γυμνούς, βοηθός, δούλος. Για τους πάντες γινόταν τα πάντα,2 λόγω της πολλής του φιλανθρωπίας: έπλυνε αίματα, καθάριζε τραύματα, φιλούσε στα χείλη τους λεπρούς, και έτσι, με πολύ σοφό τρόπο, τους παρηγορούσε και τους έπειθε να υπομένουν με ηρεμία τη συμφορά τους. Αν, επομένως, κάποιοσ τον ονομάσει λιμάνι, για όλους, όπως επίσης ιατρείο, καταφύγιο και ταμείο για όλους, θα μιλήσει σωστά και σύμφωνα με την αλήθεια. Γιατί όλοι δέχονταν από αυτόν τη φροντίδα που ...

είχαν ανάγκη˙ αν έψαχνες εκεί για κανέναν παραμελημένο ή αφρόντιστο λόγω της φτώχειας και την ασημότητά του, δεχόταν κανείς περισσότερη φροντίδα, αφού και ο Χριστός κρύβεται στους άσημους και, ό,τι κάνουμε σε εκείνους, φανερά θεωρεί ότι το κάνουμε σε αυτόν.3 Έτσι λοιπόν, εκεί κανέναν δεν έδιωχναν, κανένας δεν έμενε χωρίς να τον προσέξουν και να του δείξουν ευσπλαχνία.4 Οι αδελφοί μάλιστα που είχαν το σχετικό διακόνημα θυμούνται ότι κάποτε έστρωσαν περισσότερο από εκατό τραπέζια σε μια μέρα. Τέτοια λοιπόν ήταν η ανθρώπινη πηγή της ευσπλαχνίας του Θεού; Ήταν πάρα πολύ, ή μάλλον άπειρα ανώτερη, όπως θα φανερώσει η συνέχεια της διήγησης.
Ο Θεός έστειλε κάποτε παιδαγωγική τιμωρία στη γη˙ συγκεκριμένα, έστειλε πείνα. Και η πείνα αυτή δεν κράτησε για λίγο, ούτε μάστιζε μόνο ορισμένους, αλλά ήταν κοινή για όλους. Έτσι λοιπόν οι άνθρωποι υπέφεραν πληρώνοντας για τις αμαρτίες τους, αφού και ο προφήτης Μιχαίας,5 λέει ότι αυτά τα φαινόμενα είναι καρπός των κακών πράξεων. Στο μεταξύ έφτασε και η γιορτή των Βαΐων, κατά την οποία ήρθαν στη μονή πλήθη φτωχών και χωρικών για την πανήγυρη, επειδή το είχαν έθιμο, αλλά περισσότερο επειδή τότε τους ανάγκαζε και η πείνα. Οι αδελφοί λοιπόν τον υπηρετούσαν στην ετοιμασία του φαγητού τα έχασαν βλέποντας τόσο πλήθος και προσπάθησαν να μοιράσουν την τροφή με το ζύγι, ώστε με αυτή την οικονομία και την ακρίβεια να φτάσει για περισσότερους. Η μερίδα μάλιστα που όρισαν ήταν περίπου μία λίτρα.
Όταν πέρασε από εκεί ο μέγας Θεοδόσιος, είδε τι γινόταν, και ότι οι πύλες πιέζονταν από το πολύ πλήθος. Καθώς λοιπόν και αυτός ήταν μαθημένος να φρονεί όπως ο Ιώβ και να λέει: «Κανείς ξένος δεν έμενε έξω, και η πόρτα μου ήταν ανοιχτή για κάθε οδοιπόρο»,6 πρόσταξε να ανοίξουν διάπλατα τις πύλες, ώστε να περάσουν μέσα όλοι όσοι ήθελαν, και στη συνέχεια να στρώσουν τα συνηθισμένα τραπέζια για ανθρώπους που ήταν πολύ δύσκολο να τους μετρήσεις, πόσο μάλλον να τους χορτάσεις. Οι αδελφοί ωστόσο που ήταν να υπηρετήσουν σε αυτό το έργο, όσο έβλεπαν μόνο το πλήθος, έμεναν να δυσπιστούν και να μην κάνουν κάτι, γιατί η εντολή φαινόταν απραγματοποίητη. Όταν όμως σκέφτηκαν την αρετή και τη χάρη του αγίου που τους έδωσε την εντολή, άφησαν τους ανθρώπινους λογισμούς και είδαν το θέμα πνευματικά. Άνοιξαν λοιπόν αμέσως τις πύλες και υποδέχονταν με χαρά όσους έμπαιναν. Έπειτα καταπιάστηκαν με το στρώσιμο των τραπεζιών και παρέθεταν πρόσχαρα από ό,τι είχαν.
Τι έκανε λοιπόν ο παντοδύναμος Θεός; Του ήταν και τώρα αρκετά λίγα τρόφιμα για να θρέψει πολλά πλήθη, όπως ακριβώς παλιά έθρεψε με πέντε ψωμιά πέντε χιλιάδες ανθρώπους.7 Και ενώ οι άνθρωποι γέμιζαν το στομάχι τους, οι αποθήκες βρίσκονταν ακόμη πιο γεμάτες από ψωμιά˙ αυτοί νόμιζαν ότι θα τελειώσουν όλα, αλλά οι αποθήκες ήταν γεμάτες, έχοντας περισσότερα από όσα είχαν πριν, σαν να είχαν γίνει γι’ αυτές, με την προσευχή του αγίου, πολύ γόνιμα χωράφια τα στομάχια των φτωχών! Έτσι λοιπόν αντάμειψε ο Θεός τον άγιο για την καλή του πρόθεση, όπως και για την καλοσύνη του προς τους φτωχούς. Όχι μόνο δηλαδή του έδινε από ψηλά άφθονα αγαθά σαν βροχή, επειδή και ο άγιος είχε άφθονη καλοσύνη, αλλά και έκανε να τον θαυμάζουν παντού και να μιλούν γι’ αυτόν, σύμφωνα με την υπόσχεσή Του, η οποία είναι αδιάψευστη. Γιατί έχει υποσχεθεί ότι θα δοξάζει όσους ξέρουν να τον δοξάζουν8 με τα έργα τους.

Και άλλοτε πάλι ήταν γιορτή, και μάλιστα γιορτή της Παρθένου και Θεοτόκου. Σε αυτήν την πολύ επίσημη μέρα συγκεντρώθηκε τόσο πολύ πλήθος, ώστε οι αδελφοί που είχαν οριστεί για την υποδοχή δεν επαρκούσαν να βάζουν στο τραπέζι όσους έρχονταν, πόσο μάλλον να τους χορηγούν τροφή αρκετή για να χορτάσουν. Έτσι αναγκάστηκαν να βάζουν σε κάθε τραπέζι ένα μόνο ψωμί. Ο Κύριος όμως που και προηγουμένως είχε γεμίσει τις αποθήκες, αυτός, με το ανεξάντλητο και πλουσιοπάροχο δεξί του χέρι, το οποίο ανοίγει και τρέφει όλα του τα δημιουργήματα9 γέμισε και τότε τα τραπέζια, ή μάλλον τα στομάχια, έτσι ώστε, ενώ οι χιλιάδες συγκεντρωμένοι χόρτασαν με το παραπάνω, τόσα ήταν τα κοφίνια με τα περισσεύματα, ώστε αυτοί που έφαγαν πήραν πολλά και για τα σπίτια τους, και με τα υπόλοιπα οι αδελφοί που υπηρετούσαν έστρωσαν τραπέζι και πολλές άλλες φορές.
Αλλά και κατά τα εγκαίνια του ναού της μονής του μεγάλου Θεοδοσίου, βλέποντας να συρρέουν προσκυνητές ακόμη και από την Αίγυπτο, ποιος δεν θα πίστευε ότι, για να πιεί νερό το τόσο πλήθος, θα άδειαζαν και τα πηγάδια; Και όμως, έφαγαν και χόρτασαν, και τα περισσεύματα έφτασαν για να φάνε και όσοι ήρθαν μετά από αυτούς.
Ποιός λοιπόν, βλέποντας και τώρα να γίνονται αυτά στην έρημο, δεν θα πειστεί αμέσως ότι ο Θεός, ο οποίος παλιά στην έρημο, με τη μεσολάβηση του Μωυσή, έβρεξε παράδοξη τροφή στους Εβραίους,10 ο ίδιος και τώρα, μέσω του Θεοδοσίου – ο οποίος ζει, όπως πιστεύουμε, μέσα στη χάρη του Χριστού -, πραγματοποιεί τούτο το μεγάλο και παράδοξο θαύμα και χορηγεί πλουσιοπάροχα τροφή σε τόσους ανθρώπους; Γι’ αυτό και θα δεις πολλούς να σπεύδουν να πάνε σε αυτόν τον τόπο, πιστεύοντας ότι πραγματικά είναι ο ίδιος εκείνος τόπος, όπου ο Σωτήρας ευλόγησε παλιά τα πέντε ψωμιά και έθρεψε χορταστικά τόσες χιλιάδες ανθρώπους.11

Υποσημειώσεις.
1. Δηλαδή, τα υλικά αγαθά που κάθε φορά του χορηγούσε το άγιο Πνεύμα ξεπερνούσαν κάθε προσδοκία του.
2. Πρβ. Α’ Κορ. 9, 22
3. Πρβ. Ματθ. 25, 40
4. Στο κείμενο: ουδείς παροπτέως και σπλάγχνων φιλανθρωπίνων άξιος. Διόρθωση: ουδείς παραπτέος και σπλάγχνων φιλανθρώπων ανάξιος (PG 114, 497A).
5. Μιχ. 7, 13.
6. Ιώβ 31, 32
7. Ματθ. 14, 16-21.Μάρκ. 6, 37-44. Λουκ. 9, 13-17. Ιω. 6, 5-13.
8. Α’ Βασ’. 2, 30.
9. Πρβ. Ψαλμ. 103, 28. 144,16.
10. Εξ. 16, 4-14. Πρβ. Ψαλμ. 104, 40
11. Ματθ. 14, 16-21. Μάρκ. 6, 37-44. Λουκ. 9, 13-17. Ιω. 6, 5-13

Από το βιβλίο: Ευεργετινός: «Ήτοι Συναγωγή των θεοφθόγγων ρημάτων και διδασκαλιών των θεοφόρων και αγίων πατέρων, από πάσης γραφής θεοπνεύστου συναθροισθείσα.»

Τόμος 3-ος. μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση): Δ. Χρισταφακόπουλος

Εκδόσεις, Το Περιβόλι της Παναγίας, 2001

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

http://www.orp.gr