Την Κυριακή σκέφτηκα να στολίσω το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Πάντα το στόλιζα από νωρίς για να το «χορτάσω» . Έτσι λοιπόν , γυρνώντας από τη δουλειά και έχοντας χρόνο , σταμάτησα σ’ ένα super- market , γνωστής αλυσίδας.
Πάρκαρα το υπέροχο μπλε Chevrolet μου , που με πολύ κόπο , δάκρυα και ιδρώτα εξόφλησα τις δόσεις του πριν λίγους μήνες, και μπήκα μέσα για να αγοράσω στολίδια.
Είχα από μέρες βάλει στο μάτι κάτι υπέροχες γυάλινες μπάλες , χρώματος κόκκινο – χρυσό και ένα τεράστιο κόκκινο αστέρι
Ένα τηλεφώνημα όμως και το κακό σήμα που...
είχα μέσα στο super – market, με ανάγκασε να βγω στον προαύλιο χώρο του για να μπορέσω να συνομιλήσω.Δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε ή πια αόρατη δύναμη με έκανε και κοίταξα το σκουπιδοτενεκέ που βρισκόταν έξω από το κατάστημα , γιατί πραγματικά τόσο αφηρημένη που ήμουν με τη συνομιλία που είχα με μια φίλη μου , αν δεν κοιτούσα πολύ προσεκτικά , δεν θα καταλάβαινα ότι ανάμεσα στον σωρό από κούτες και σκουπίδια υπήρχε ένας άνθρωπος.
Χωμένη κυριολεκτικά μέσα στον κάδο , ήταν μια μαυροφορεμένη , αδύνατη σιλουέτα που έψαχνε για φαγητό.
Δεν ξέρω πόσα λεπτά ή ώρα πέρασε που έμεινα καθηλωμένη στη θέση μου χωρίς να μπορώ να αντιδράσω , αλλά φαντάζομαι αρκετή , όταν αυτή η σιλουέτα των 82 χειμώνων σήκωσε το πρόσωπό της και με κοίταξε με ένα βλέμμα θλίψης , απογοήτευσης και , όσο περίεργο θα σας φανεί το επόμενο ουσιαστικό που θα χρησιμοποιήσω , περηφάνιας.
Και σας μιλάω ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω πως έγινε και ενώ αυτή ήταν μέσα στα σκουπίδια , εγώ να νιώσω ντροπή.
Η φωνή της φίλης μου , με έβγαλε από το λήθαργο… Το σοκ μου ήταν τόσο μεγάλο που το έκλεισα απότομα χωρίς να εξηγήσω.
Μπήκα κυριολεκτικά τρέχοντας μέσα στο super- market , γέμισα γρήγορα τις τσάντες , πλήρωσα και κατευθύνθηκα στο μέρος όπου είχα δει τη γιαγιούλα.
-«Να πάρε γιαγιά .Δεν είναι τίποτε . Λίγο γάλα , μακαρόνια και κάποια άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Έτσι για το καλό των ημερών» , είπα κοιτώντας με αμηχανία το έδαφος.
Και εκεί στο έδαφος , είδα μια γυναίκα 82 χρόνων να γονατίζει κλαίγοντας και να μου φιλάει το χέρι.
Μου έπεσαν κυριολεκτικά οι τσάντες από τα χέρια. Γονάτισα γεμάτη ντροπή και αμηχανία και την αγκάλιασα.
Καθίσαμε μαζί μία ώρα περίπου μιλώντας και αυτή την ώρα η γιαγιά αυτή μου δίδαξε ένα πολύ σημαντικό μάθημα:
«Να εκτιμάς και να νιώθεις ευγνωμοσύνη γι’ αυτά που έχεις. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι , όχι τόσο μακριά από εσένα , που θα παρακαλούσαν να έχουν τα μισά από όσα έχεις».
Γυρνώντας στο σπίτι , στόλισα το δέντρο και άναψα το τζάκι.
Και εκεί καθισμένη στον καναπέ μου , είδα ότι οι παλιές ξεθωριασμένες μπάλες που κρέμονταν από το δέντρο μου , φάνταζαν πολύ πιο όμορφες από τις καινούργιες κατακόκκινες που θα αγόραζα.