Μπουμπουλίνα 1821





 «Ἔχασα τὸν σύζυγό μου. Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ὁ πρεσβύτερος υἱός μου ἔπεσε μὲ τὰ ὅπλα ἀνὰ χεῖρας. Εὐλογητὸς ὁ Θεός: Ὁ δεύτερος καὶ μόνος υἱός μου, δεκατετραετὴς τὴν ἡλικίαν, μάχεται μετὰ τῶν Ἑλλήνων καὶ πιθανῶς νὰ εὕρη ἔνδοξον θάνατον. Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ὑπὸ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ θὰ ρεύση ἐπίσης τὸ αἷμα μου. Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ἀλλὰ θὰ....

νικήσωμεν ἤ θὰ παύσωμεν μὲν ζῶντες, ἀλλὰ θὰ ἔχωμεν τὴν παρήγορον ἰδέαν, ὅτι ἐν τῷ κόσμῳ δὲν ἀφήσαμεν ὄπισθεν ἡμῶν δούλους τοὺς Ἕλληνας».