Τὸ Νο 82211 τοῦ Ἄουσβιτς θυμᾶται




Θυμίαμα στη μνήμη της Μαρίας Γλυμιδάκη - Μανωλαράκη

Γράφει η Μαίρη Φραγκάκη
Στα πρώτα μου δημοσιογραφικά βήματα, συνάντησα τη Μαρία για μια συνέντευξη. Την ανακάλυψα μέσα από μια παρουσίαση που της είχε κάνει αυτή εδώ η εφημερίδα και που την ευχαριστώ γι' αυτό.
Από τότε -θάταν το 1978- και μέχρι τώρα που «έφυγε» και για πάντα νομίζω θα μείνουν στη μνήμη μου το κουράγιο, η δύναμη και η αξιοπρέπειά της.
Ένας ελάχιστος φόρος τιμής στη μνήμη της είναι το άρθρο που ακολουθεί. Η ιστορία της όπως μου την είχε διηγηθεί τότε και που δημοσιεύτηκε στον περιοδικό Τύπο με τον τίτλο: «Το Νο 82211 του Άουσβιτς θυμάται».
Στη Μάχη της Κρήτης και σ' όλη τη διάρκεια της κατοχής, πολλές γυναίκες αγωνίστηκαν κι έγιναν ηρωίδες. Οι περισσότερες απ' αυτές είχαν οργανωθεί σε κάποια ομάδα αντίστασης και δρούσαν με σχέδιο. Η Μαρία Γλυμιδάκη -...
Μανωλαράκη δεν έδειχνε πως θα γινόταν τίποτα «απ' όλα αυτά». Ηταν τότε μια 20χρονη όμορφη κοπέλλα, που ζούσε στο χωριό Μούλετε, κοντά στο αεροδρόμιο του Μάλεμε.
Όταν τον Μάη του 1941 οι Γερμανοί, έπεσαν στην Κρήτη από τον ουρανό, ένα σωρό κόσμος -αφανείς ήρωες- αντιστάθηκε αυθόρμητα και πάλεψε με τον εισβολέα, μια πάλη άνιση, που εν τούτοις η ιστορία κατέγραψε ως άκρως αποτελεσματική...
Ούτε και τότε η Μαρία είχε πρόθεση να γίνει ηρωίδα.
Ετοιμαζόταν να φύγει από το χωριό μαζί με την οικογένειά της και άλλους χωριανούς για ασφαλέστερα μέρη, όταν έφτασε το μαντάτο πως ο μικρός της αδελφός είχε σκοτωθεί.
Αυθόρμητα, έτρεξε πίσω να τον βρει κι έτσι αρχίζει η ιστορία της. Ο αδελφός δεν είχε σκοτωθεί, τον βρήκε να παλεύει στην αυλή ενός σπιτιού με έναν Γερμανό στρατιώτη. Αυθόρμητα και πάλι, όρμησε στη μάχη. Άρπαξε το όπλο του Γερμανού και καθώς δεν ήξερε πως να το χειριστεί, τον χτύπησε με το κοντάκι στο κεφάλι -θανάσιμα- άρπαξε τον αδελφό της κι έτρεξε να προλάβει τους άλλους.
Πέρασαν δυο χρόνια ήσυχα. Δηλαδή όσο ήσυχα μπορούν να περάσουν μέσα στην κατοχή, για ένα κορίτσι «ακάτεχο» που μέχρι τότε ετοίμαζε τα προικιά του, «δεν είχε πειράξει ούτε μυρμήγκι» και ξαφνικά βρέθηκε νά 'χει σκοτώσει άνθρωπο.
Εν τω μεταξύ ο άξιος πρόεδρος του χωριού, είχε φροντίσει να κρύψει τα πτώματα των Γερμανών σε ασφαλές μέρος, ενώ στα σήματα της διοίκησής τους που ρωτούσαν για τους απόντες, απαντούσε ότι νεκροί στο χωριό τους δεν υπήρχαν. Κάπου εκεί αρραβωνιάστηκε κι Μαρία με τον μετέπειτα σύζυγό της...
Κι ύστερα ήρθε η προδοσία!
Κάποιος που είχε «προσωπικά» με τον πρόεδρο, κατέδωσε...
Ακολούθησαν συλλήψεις και ανακρίσεις. Ένας απ' όλους «έσπασε». Κι έδειξε τον κοινό τάφο...
Ο πρόεδρος μαζί με άλλους χωριανούς εκτελέστηκαν μετά από φρικτά βασανιστήρια. Η Μαρία, ο αδελφός της κι άλλος ένας χωριανός, οδηγήθηκαν στα Χανιά.
Η ανάκριση, συνδυασμός ξύλου και ψυχολογικού εκβιασμού - «μίλα Μαρία, ο αδελφός σου μίλησε»- κράτησε πολύ. Η Μαρία και ο άντρας της κλαίνε και σήμερα ακόμα καθώς μου διηγούνται: «Ο πρόεδρος μου τό 'χε πει. Κρατήσου Μαρία, μη πεις τίποτα! Κι εγώ δε μίλησα». Ετσι απλά και άδολα η Μαρία «κράτησε». Χωρίς προπαίδεια, χωρίς τον «λόγο της αντρικής τιμής», χωρίς να σκεφτεί τίποτ' άλλο. Δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο κι όπως συμπληρώνει ο άνδρας της, «όλοι θαύμασαν το θάρρος και την αυταπάρνησή της, ακόμα και οι δικαστές της».
Η Μαρία και ο αδελφός της δεν εκτελέστηκαν χάρις στην αμνηστία που είχε στο μεταξύ δώσει η χιτλερική κυβέρνηση σε όσους βρισκόταν «εν αμύνη». Πήραν όμως τον δρόμο της εξορίας λίγες μέρες αργότερα.
Στο αμπάρι ενός πλοίου γιά τον Πειραιά κι από κεί με τραίνο γιά τα στρατόπεδα. Έτσι άρχισε ο Γολγοθάς. Στην αρχή Σερβία, μετά Άουσβιτς και τέλος σ' ένα εργοστάσιο πυρομαχικών στο Βερολίνο.
Μέρες ολόκληρες μπορεί να μιλά γιά όσα πέρασε στους τόπους του χαμού και τελειωμό να μην έχει. Και μέσα στις διηγήσεις αυτές καταλαβαίνει ο ακροατής της αμέσως, πως δεν γλίτωσε μόνο από τύχη. Ένα τρομερό αίσθημα αυτοσυντήρησης, θάρρος, υπομονή, κουράγιο, ελπίδα, σε συνδιασμό με το «γυναικείο ένστικτο» κι ένας «κοινός νους» καθαρός σαν τον αέρα του χωριού της, τη βοήθησαν.
Από την ώρα που το καμουφλαρισμένο φορτηγό την έπαιρνε μαζί με άλλους για το λιμάνι και κατάλαβε πως πήγαινε μακρυά, άρχισε η αντίστασή της. «Άρχισα να χτυπώ με δύναμη τις λαμαρίνες και να φωνάζω παρόλο που οι φρουροί με χτυπούσαν. Οι συγκρατούμενοί μου, όλοι άνδρες, μου λέγανε να ησυχάσω, μα εγώ τόκανα για ν' αντιληφθεί ό κόσμος έξω, ότι μας έπαιρναν και να ειδοποιηθούν οι δικοί μου». Ετσι κι έγινε.
Στον σταθμό των τραίνων είχε την ευκαιρία ν' αποδράσει, όταν την έστειλαν να πάρει τσιγάρα «μα σκέφτηκα τι θα πάθουν οι άλλοι και δεν τόκανα»! Στο σέρβικο στρατόπεδο ξήλωνε την κεντητή κουβέρτα που είχε μαζί της για σκέπασμα και αντάλλασσε τη κλωστή με ψωμί. Στο φοβερό Άουσβιτς κρυβόταν κοντά στα μαγειρεία κι έκλεβε φαγητό. Τέλος στο εργοστάσιο, σκέφτηκε κι αποφάσισε να μη δουλεύει με το ρυθμό που της υπαγόρευαν γιά να καθυστερεί την παραγωγή των πυρομαχικών! Όλα αυτά βεβαίως την έφερναν διαρκώς αντιμέτωπη με βασανισμούς, ξύλο, απομόνωση... Αλλά όταν πέταξε την καραβάνα με τη καυτή «σούπα» στο κεφάλι της δεσμοφύλακος, έγινε αιτία να βελτιωθεί το συσσίτιο των αλλοδαπών αιχμαλώτων.
Όσο μιλά για όλα αυτά η Μαρία, φαίνεται στα μεγάλα δακρυσμένα μάτια της πόσο ζωντανά είναι ακόμα μέσα της αυτά που εμείς βλέπουμε στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Γι' αυτήν η «ορχήστρα», το σπάσιμο της πέτρας μέσα σε διαρκή βροχή, η μυρωδιά των «φούρνων» τα χιλιάδες παραμορφωμένα πτώματα,η καταρράκωση της ανθρώπινης υπόστασης, το πιο τέλεια οργανωμένο ομαδικό έγκλημα στην ανθρώπινη ιστορία, είναι μνήμες ζωντανές:
«Ξυπνούσαμε τη νύχτα και ψάχναμε στα τυφλά γιά φαγητό. Κλέβαμε το φαγητό των άλλων συγκρατουμένων μας γιά να μην πεθάνουμε. Όταν αρρωσταίναμε έπρεπε να περάσουμε γονατιστοί ένα μονοπάτι γεμάτο γυαλιά σπασμένα γιά να πάμε στο ιατρείο. Έτσι, άρρωστοι δεν υπήρχαν. Όταν πάλι γινόταν κάποια «αταξία», μας έβγαζαν όλες έξω στο χιόνι. Εκεί μέναμε επί ώρες γονατιστές κρατώντας βαριές πέτρες στα χέρια. Τα ρούχα μας ήταν χάρτινα κι όταν δεν ήταν αρκετοί οι Εβραίοι για να γεμίσουν οι φούρνοι έπαιρναν στην τύχη συμπλήρωμα από μας».
Στο μυαλό της Μαρίας οι ημερομηνίες, έχουν εξασθενίσει. Δεν θυμάται πόσο έλλειψε και πότε ελευθερώθηκε. Πρόσωπα όμως και γεγονότα, είναι πολύ βαθιά χαραγμένα στο μυαλό της. Μέσα σ' αυτή την τραγική ομοιομορφία των ημερών που έζησε, έχει αποφασίσει σήμερα πως δεν υπήρχαν σύμμαχοι και εχθροί. Υπήρχαν μόνο καλοί και κακοί άνθρωποι. Θυμάται καλοσύνες από εχθρούς και κακία από συγκρατούμενους...
Κάποτε ήρθε η απελευθέρωση. Η Μαρία πήρε το δρόμο του γυρισμού με τα πόδια κι έφτασε μετά από πολλές περιπέτειες στα Χανιά. Στο χωριό της έφτασε όταν ετοίμαζαν το μνημόσυνο γιά κείνη και τον αδελφό της «που δεν γύρισε ακόμα». Την υποδέχτηκαν με τιμές, ο Τύπος της εποχής της αφιέρωσε άρθρα -στα μέτρα της εποχής- και οι αρχές του τόπου είπαν πως τιμά το έθνος. Την έβγαλαν και φωτογραφία για ν' απαθανατίσουν το νούμερο του Άουσβιτς στο χέρι της!
Και μετά... την ξέχασαν. Το επίσημο κράτος δεν ρωτούσε τότε κανένα που πήγε και τι έκανε. Ούτε η ίδια ζήτησε τίποτα. Μάλιστα αποφάσισε να μη μιλήσει «γιατί οι καιροί ήταν πονηροί και δύσκολοι και εύκολα το άσπρο γινόταν μαύρο».
Ωστόσο παντρεύτηκε τον πιστό της αρραβωνιαστικό, έκανε οικογένεια, έγινε «μια απλή γυναίκα που δεν ανακατεύεται μ' αυτά» κι ευτύχισε να διηγείται στα εγγόνια της «ιστορίες της κατοχής». Όμως η Μαρία που έφυγε, δεν είναι ίδια με τη Μαρία που γύρισε, όσο κι αν προσπάθησε γι' αυτό. Η εξορία της άφησε βαθιά σημάδια, ψυχικά και σωματικά: «Υποφέρουν τα πόδια μου από το γονάτισμα στο χιόνι και συχνά παίρνω χάπια για να κοιμηθώ», μου λέει. Και συμπληρώνει βουρκωμένα: «Αυτά που σου είπα παιδί μου, δεν είναι τίποτα μπροστά σ' αυτά που πέρασα. Και πικραίνομαι να βλέπω πως δεν με θυμήθηκε ακόμα κανείς. Όμως ελπίζω πάντα. Κάποτε θα μου το αναγνωρίσουν. Αλλά που να καταλάβετε εσείς»...

Μαίρη Φραγκάκη

Υστερόγραφο: Έτσι γνώρισα τη Μαρία. Αυτή την αγέρωχη δέσποινα που μερικά χρόνια αργότερα -όταν ωρίμασαν οι συνθήκες- μπόρεσε, όπως μπόρεσε, να λάβει «σύνταξη εθνικής αντίστασης» όπως και τόσοι άλλοι. Κι ένα παράσημο. Κι όπως τόσοι αφανείς ήρωες, ξεχάστηκε σιγά σιγά,μέσα στην πόλη της, που μεγάλωνε. Κι «έφυγε» περιμένοντας ότι κάποιος θα την καλούσε κάποτε σε μια λαμπρή, η σεμνή τελετή, αφιερωμένη στα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της, όπως καλούν τόσους άλλους από τα πέρατα της γης κάθε χρόνο. Εκείνη δεν θα το ζητούσε ποτέ.
Αλλά που να καταλάβουμε εμείς...



ναδημοσίευσις
π τν φημερίδα Χανιώτικα Νέα, 9-5-2009.