ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

(ΛΟΥΚΑ ΙΕ΄ 11-32)


Μόνο εάν διαθέτει κανείς πέτρινη καρδιά δεν συγκινείται από την ευαγγελική περικοπή του Ασώτου υιού. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, με την απαράμιλλη θεόπνευστη γραφίδα του, μέσα στο ιερό κείμενο συμπυκνώνει και περιγράφει όλο το Ευαγγελικό μήνυμα.
Ο Άσωτος έζησε ακραίες καταστάσεις. Από την μια την ευλογία του σπιτιού, που όμως δεν είχε εκτιμήσει, παρά όταν το έχασε και το στερήθηκε, και από την άλλη την πίκρα της ξενιτείας που φέρνει η απομάκρυνση από τον «οίκον του Πατρός». Από την μια βίωσε την κακία των «φίλων», την αγριότητα και την βρωμιά των γουρουνιών μαζί με την βασανιστική πείνα, και από την άλλη, αφού πρώτα «εις εαυτόν ελθών» και αφού έλαβε την σωτήρια απόφαση «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου», απόλαυσε την αμέριστη και γλυκιά συγχωρητική πατρική αγάπη. Την αγάπη δηλ. αυτή που λησμονεί τα πάντα, αμέσως μετά την οριστική επιστροφή και που κάνει τα πάντα, ώστε ο υιός να αποκατασταθεί στην δόξα της υιοθεσίας ως πραγματικό και γνήσιο τέκνο. Βίωσε δηλ. και τελειώθηκε στην «φυσιολογική» κατάσταση για την οποία και δημιουργήθηκε εξ’ αρχής ο άνθρωπος. Την αγάπη και την δόξα του Θεού! ...
Αλλ’ αδελφοί μου, αυτή την σωτήρια απόφαση της επιστροφής στο σπίτι του πατέρα, δεν την είχε ανάγκη μόνο εκείνος ο Άσωτος. Την έχουμε ανάγκη εμείς κι εμείς οι ίδιοι, διότι δεν είμαστε τίποτε άλλο, παρά άσωτοι. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Εάν τώρα, δεν έχουμε συναισθανθεί αυτή την πραγματικότητα, τότε η κατάσταση, ομολογουμένως, είναι περισσότερο τραγική απ΄όσο την φανταζόμαστε.
Βεβαίως, θα ισχυριστεί τώρα ενδεχομένως κανείς, ότι εμείς δεν πειράξαμε την περιουσία του πατέρα μας και δεν την δαπανήσαμε «ζώντας ασώτως». Αλλά, μόνο αυτό είναι ασωτία αγαπητοί; Μόνο τα τέκνα των πλουσίων έχουν την «δυνατότητα» να ζουν ασώτως; Ή μόνο στην υλική περιουσία μπορεί να τεθεί λόγος περί ασωτίας; Ένας κατά κόσμο πτωχός, δεν μπορεί να είναι άσωτος υιός; Και φυσικά μπορεί και παραμπορεί, και μάλιστα όταν επεκταθούμε στον λόγο του Θεού που αναφέρεται στα ψυχικά και πνευματικά πλούτη που έχει ο άνθρωπος διά των δωρεών και των ταλάντων που του έχουν χαριστεί, τότε φίλοι μου θα πρέπει εν ταπεινώσει και εκ μέσης καρδίας να αναφωνήσουμε «τις καθαρός από ρύπου»;
Ναι, το μόνο βέβαιο είναι ότι όλοι μας, είτε συνειδητά, είτε ασυνείδητα αρπάζουμε ως άσωτοι «το επιβάλλον μέρος της ουσίας» δηλ. ό,τι η αγαθότης του Θεού μας έχει δωρίσει και «φεύγουμε  εις χώραν μακράν». Μακριά από το θέλημα του Θεού, έστω και αν δεν φύγουμε ποτέ από την οικία του σπιτιού μας. Και είθε να το κατανοήσουμε αυτό, όσο το δυνατόν συντομότερα, ειδάλλως κινδυνεύουμε να έχουμε ακόμα χειρότερο κατάντημα. Να φτάσουμε δηλ. στο βάραθρο του πρεσβυτέρου υιού και να βιώνουμε την καταραμένη υπερηφάνεια και τον πλεγματικό εγωϊσμό των δήθεν τέκνων του Θεού, με ξεχειλισμένη την καρδιά από την ύλη της κακίας, η οποία τελικώς είναι και η χειρότερη μορφή ασωτίας.
Δεν χρειάζεται και πολύ να προσπαθήσουμε. Λίγο εάν εστιάσουμε τον φακό της συνειδήσεώς μας σ’ αυτή την καθημερινότητα, θα επισημάνουμε με μεγάλη ευκολία εκείνα τα παραστρατήματα, που αρκετές φορές υποσυνείδητα, δίχως καλά-καλά να το εννοήσουμε, μας απομακρύνουν από την αγάπη του Θεού. Μας φέρνουν ισχυρούς κραδασμούς και έχουμε το αίσθημα ότι οι σχέσεις μας μαζί Του, δεν είναι αυτές που θα έπρεπε. Όλοι λίγο έως πολύ, εάν προσέξουμε θα αισθανθούμε την δυσωδία των χοίρων (=των παθών και των δαιμόνων) και ως ζωντανοί οργανισμοί (=συνείδηση), θα αηδιάσουμε με τον εαυτόν μας και με την εκούσια εργασία μας στο χοιροστάσιο. Αλλά περισσότερο ακόμα θα οικτίρουμε τον εαυτόν μας διότι κάποιες φορές, αφήνουμε τον «μόσχο τον σιτευτό» και τρέχουμε να γευθούμε από τα ξυλοκέρατα των γουρουνιών δηλ. της αμαρτίας. Όντως, περισσότερο αηδιαστική περιγραφή δεν μπορεί να υπάρξει για το «πριγκιπόπουλο» του ουρανού που καταντά αιχμάλωτο στα νύχια του εχθρού και έρμαιο στην ανυπόφορη ατμόσφαιρα των ποικίλων παθών!
Είναι λοιπόν παραπάνω από βέβαιο ότι όλοι αισθανόμαστε την ανάγκη της επιστροφής προς αυτόν τον Πατέρα μας. Δεν έχει και τόση σημασία εάν το ομολογούμε ή όχι. Το γεγονός είναι ότι η ψυχή μας έχει απόλυτη ανάγκη την αποκατάσταση των ομαλών και ευλογημένων σχέσεων με τον στοργικό μας Πατέρα. Τον Κύριό μας και Θεό μας.
Όσο κι αν ορισμένοι δεν θέλουν να το παραδεχτούν (διότι ίσως ακόμα αντέχουν τη δυσωδία των αγριόχοιρων), όλοι μας, στο βάθος του είναι μας, νοσταλγούμε όσο ο,τιδήποτε άλλο, τον όμορφο και ζεστό και ευωδιαστό και κυρίως φωτεινό πατρικό μας οίκο. Απαξάπαντες έχουμε ανάγκη της «συμφωνίας και των χορών»! Και τούτο, ξέρετε, φίλοι μου, σε καμμία των περιπτώσεων δεν αποτελεί πολυτέλεια και «περιττά έξοδα». Η όμορφη Θεϊκή ατμόσφαιρα, είναι η μόνη φυσιολογική ατμόσφαιρα για τον άνθρωπο (και για το σώμα και την ψυχή). Είναι εκ των ων ουκ άνευ η ατμόσφαιρα του πατρικού μας σπιτιού, τόσο για την ίδια την ζωή μας, όσο και για την ψυχική μας ισορροπία. Ακριβώς αυτή η «στολή η πρώτη» και αυτός ο «μόσχος ο σιτευτός» είναι τα μόνα που μας προσφέρουν την ζωή που ποθούμε, δηλ. τη ζωή του Χριστού! Το δε «δακτύλιον εις την χείρα» αποτελεί τον αναγκαίο αρραβώνα της Βασιλείας των Ουρανών, που οπωσδήποτε θα πρέπει να κατέχουμε. Και τα «υποδήματα εις τους πόδας» τι είναι; Τα υποδήματα αυτά φανερώνουν την διάθεση που πρέπει να έχει ο μετανοημένος υιός στο να προσφέρει αγάπη και μήνυμα ειρήνης και αποκαταστάσεως στους πρώην και γιατί όχι και νυν «ασώτους υιούς»! Ποιος άλλος, αλήθεια, μπορεί να προσφέρει τέτοιο και τόσο πλουτισμό και αυτή την δόξα στον άσωτο, παρά ο ίδιος ο Πατέρας;
Όσο και αν ακούγεται υπερβολικό το «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου», ο λόγος είναι αποκαλυπτικός και κάτι που, όχι μόνο επιβάλλεται όλο και συχνότερα να το σκεπτόμαστε, αλλά θα πρέπει να το κάνουμε ύμνο και τραγούδι! Να γίνει το άσμα που συνειδητά και υποσυνείδητα θα το μελωδεί η καρδιά μας και θα το συνοδεύει η κιθάρα των αγαθών λόγων και των ευλογημένων έργων. Δηλ. των έργων εκείνων που αποδεικνύουν την έμπρακτη μετάνοια. Και έμπρακτη μετάνοια, φυσικά είναι να επιστρέψουμε όχι από διαφορετικό, αλλά από τον ίδιο δρόμο από τον οποίον ανοήτως φύγαμε. Από τον ίδιο ακριβώς δρόμο, διότι εκεί καρτερικά μας περιμένει ο Πατέρας και λαχταρά την ευλογημένη στιγμή που θα πέσουμε στα πόδια του λέγοντας το «Πάτερ ήμαρτον» (μέσω του πνευματικού μας), και κυρίως που ο ίδιος θα πέσει (διά της συγχωρητικής ευχής του πνευματικού μας) «επί τον τράχηλον ημών»!
Αδελφοί μου, ο δρόμος είναι πλέον ορθάνοιχτος. Ουδένα κοπάδι αγριόχοιρων (δαιμόνων) και ουδεμία παρέα (φίλων) δύνανται να φράξουν την σωτήρια επιστροφή μας. Τα τυχόν εμπόδια που ίσως υπολογίζουμε, βρίσκονται κυρίως στον χώρο της φαντασίας μας. Ο Θεόπνευστος λόγος ηχεί ως αποκαλυπτική σάλπιγγα στα ώτα όλων ημών των συγχρόνων ασώτων υιών. Μη φοβού, «εγώ έμπροσθέν σου πορεύσομαι και όρη ομαλιώ, θύρας χαλκάς συντρίψω» (Ησαίας ΜΕ’ 2).
Οπωσδήποτε κάθε φορά, αλλά κυρίως τώρα, την ευλογημένη περίοδο του Τριωδίου, περίοδο περισυλλογής και εσωτερικής καθάρσεως και ειλικρινούς εξομολογήσεως, ας κάνουμε την ευλογημένη κίνηση της αγαπητικής επιστροφής μας προς τον Πατέρα.
Τα πάντα είναι έτοιμα και με λαχτάρα μας περιμένουν. Αρκεί να πούμε το ναι και να συντονίσουμε τα βήματά μας, στους χτύπους της αγάπης του Θεού.
Και ας μη λησμονούμε.
Άγιος, δεν είναι ο αναμάρτητος, αλλ’ αυτός που αγωνίζεται.
Ο «πίπτων και εγειρόμενος».
Αυτός που πέφτει χίλιες φορές, αλλά σηκώνεται χίλιες-μία.
Αυτός που τελικά βιώνει το «Αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου».
Αμήν.               
                       

π. Ιωήλ
Κόνιτσα.
Email: p.ioil@freemail.gr