Ο Αντρέι Ταρκόβσκι ήταν ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους μιας ολόκληρης γενιάς προικισμένων με ιδιαίτερο ταλέντο δημιουργών, οι οποίοι έκαναν την εμφάνισή τους στην κινηματογραφική τέχνη στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Φέτος, στις 4 Απριλίου, συμπληρώθηκαν 80 χρόνια από τη γέννησή του.
Παρά τις πάμπολλες δυσκολίες που σχετίζονταν με την ιδεολογία της εποχής, ο Αντρέι Ταρκόβσκι κατάφερε να γυρίσει «επτά και μισή» (επτά καλλιτεχνικές μεγάλου μήκους, μία μικρού μήκους και ένα ντοκιμαντέρ) ταινίες, ακριβώς όπως τις είχε σχεδιάσει. Κατ’ αυτό τον τρόπο μπόρεσε να εκφράσει όχι μόνο τα θαυμάσια ψυχικά του χαρίσματα, αλλά και να αλλάξει τον ρου του παγκόσμιου... κινηματογράφου. Όπως έλεγε ο ίδιος, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του γύριζε μόνο μια ταινία – για τον άνθρωπο, για την αναζήτηση της αλήθειας, την αναζήτηση του ιδανικού. Ο Ταρκόφσκι, ο οποίος είχε δάσκαλο τον γνωστό σοβιετικό σκηνοθέτη Μιχαήλ Ρομ, ήταν ο σημαντικότερος εκπρόσωπος μιας ολόκληρης γενιάς ταλαντούχων δημιουργών που εμφανίστηκαν στον κινηματογραφικό χώρο στις αρχές της δεκαετίας του ’60, προβάλλοντας τα δικά του θέματα και τους προβληματισμούς, τη δική του οπτική του κόσμου.
Το ντεμπούτο του σκηνοθέτη στην ΕΣΣΔ έγινε με «Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν», τα οποίο κέρδισαν τον «Χρυσό λέοντα» στη Βενετία. Κατόπιν εμφανίστηκαν οι ταινίες «Αντρέι Ριουμπλιόφ», «Σολάρις», «Ο καθρέφτης» και «Ο παράνομος». Όταν αναγκάστηκε να εκπατριστεί δημιούργησε ακόμη τρεις – τη «Νοσταλγία», τη «Θυσία» και ένα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους μαζί με τον Τονίνο Γκουέρα, τον «Καιρό των ταξιδιών». Προκειμένου να γίνει αντιληπτό με ποιο τρόπο γινόταν δεκτός ο Ταρκόβσκι στην πατρίδα του, ας παρατεθεί τυπικά ένα γεγονός: Η ταινία του «Ο παράνομος» κυκλοφόρησε το 1980 μόνο σε 196 αντίγραφα. Σε ολόκληρη τη Μόσχα διανεμήθηκαν τρία, αλλά στην πρωτεύουσα τους πρώτους μήνες παρακολούθησαν την ταινία δύο εκατ. θεατές.
Μετά την πρόσκληση στις αρχές της δεκαετίας του ’80 να γυρίσει ταινία στην Ιταλία, ο Αντρέι Ταρκόβσκι δεν ξαναγύρισε στη Ρωσία. Η «Νοσταλγία», πάνω στο σενάριο της οποίας ο Ταρκόβσκι συνεργάστηκε με τον Τονίνο Γκουέρα, σε γενικές γραμμές δεν είχε πολιτικό περιεχόμενο, ωστόσο προκάλεσε υποψίες. Έτσι, όταν στον σκηνοθέτη προτάθηκε να συνεχίσει τη δουλειά του στο εξωτερικό, αυτός συμφώνησε. Η ΕΣΣΔ του ζητούσε επίμονα να επιστρέψει αλλά ο Ταρκόβσκι αρνήθηκε και γι’ αυτό, ανακηρύχθηκε προδότης.
Ο πολωνός σκηνοθέτης Κριστόφ Ζανούσι, ενθυμούμενος το ταξίδι με τον Ταρκόβσκι στην Αμερική, διηγήθηκε ότι σε μια συνάντηση με το κοινό ένας νεαρός Αμερικάνος ρώτησε τον Αντρέι: «Τι πρέπει να κάνω για να είμαι ευτυχισμένος;». Ο Ταρκόβσκι του είπε: «Αρχικά πρέπει να αναρωτηθείτε – γιατί ζείτε στον κόσμο αυτό. Ποιο είναι το νόημα της ζωής σας; Γιατί εμφανιστήκατε στη γη συγκεκριμένα αυτό τον καιρό; Για ποιο ρόλο είστε προορισμένος; Ξεκαθαρίστε τα όλα αυτά, και η ευτυχία – είτε θα έρθει, είτε όχι».
Ο Ναούμ Κλέιμαν, διευθυντής του Κρατικού Μουσείου Κινηματογράφου στη Μόσχα, υποστηρίζει ότι ο Ταρκόβσκι εμφανίστηκε ως σκηνοθέτης στην ιδανικότερη εποχή για κάτι τέτοιο, το 1962: «Ήταν ένα σταυροδρόμι για την ιστορία μας. Η περίοδος σχετικής ελευθερίας της εποχής του Χρουσιόφ, είτε θα συνεχιζόταν, είτε θα σταματούσε. Στη διάρκεια αυτής της μεταστροφής εμφανίστηκε και ο Ταρκόβσκι με τα ερωτήματά του. Ως γνωστόν, στην ισπανική γλώσσα το ερωτηματικό μπαίνει και πριν και μετά την πρόταση. Υπό αυτή την έννοια ο Ταρκόβσκι είναι μια πολύ χαρακτηριστική προσωπικότητα: Θέτει πάντοτε ένα ερώτημα στην αρχή της συζήτησης και μας αφήνει με ακόμη ένα ερώτημα στο τέλος, και αυτό το ερώτημα απευθύνεται στον καθένα από τους θεατές, και σε όλους μαζί».
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης τόνιζε ότι το βασικό νόημα των ταινιών του με υπαρξιακό περιεχόμενο, είναι οι ηθικές αναζητήσεις. «Ανεβαίνοντας ένα νέο σκαλοπάτι στη γνώση, πρέπει το άλλο πόδι να πατήσει σε ένα νέο σκαλοπάτι της ηθικής», υποδείκνυε ο Ταρκόβσκι. «Με την ταινία μου («Σολάρις»), ήθελα να δείξω ότι το ηθικό σθένος, η ηθική καθαρότητα, διαποτίζει ολόκληρη την ύπαρξή μας και εκδηλώνεται ακόμη και σε τομείς οι οποίοι με την πρώτη ματιά δεν σχετίζονται με την ηθική, για παράδειγμα, στη εξερεύνηση του διαστήματος, στη μελέτη της πλάσης γύρω μας και ούτω καθεξής».
Ο Νικολάι Μπουρλιάεφ, εθνικός καλλιτέχνης της Ρωσίας, ο οποίος έχει συμμετάσχει σε ταινίες του Αντρέι Ταρκόφσκι, αναφέρει για εκείνον ότι ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος που έψαχνε τον Θεό και βάδιζε προς τον Θεό: «Αυτό γινόταν αντιληπτό σε κάθε ταινία του». Η ηθοποιός Νατάλια Μπονταρτσούκ, η οποία θεωρεί τον Ταρκόβσκι δάσκαλό της, είπε γι’ αυτόν: «Ο Ταρκόβσκι εξακολουθεί να βαστά τη σημαία της τέχνης, της παντοτινής τέχνης. Όλες οι ταινίες του Αντρέι, ανεξάρτητα από το ποια εποχή αφορά το περιεχόμενό τους, είναι προσανατολισμένες στο μέλλον, στην αιωνιότητα, στο Θεό».
Πριν από χρόνια σε μια συνέντευξη η ελληνίδα συμφοιτήτρια του κορυφαίου σκηνοθέτη, κα Μαρία Μπέικου, έτσι χαρακτήρισε τον Ταρκόφσκι: «Ηταν ένας απολύτως συνηθισμένος άνθρωπος και πολύ κοκέτης. Του άρεσε να ντύνεται όμορφα,έδινε τεράστια σημασία στην εμφάνισή του. Είχε μια μόνιμη νευρικότητα αλλά με ωραίες κινήσεις. Ηταν εκδηλωτικός, διηγούνταν καλά ό,τι του συνέβαινε και ήθελε να είναι αρεστός σε όλους». Επίσης ο Ταρκόφσκι αγαπούσε πολύ την Ελλάδα, ανέφερε η φίλη του. «Είχε μελετήσει την αρχαία Ελλάδα και ήθελε συνεχώς να μαθαίνει για τη σύγχρονη. Το μεγάλο όνειρό του ήταν να επισκεφθεί κάποτε την Ελλάδα, αλλά δεν τα κατάφερε ποτέ...».
Ο Ταρκόφσκι πέθανε από καρκίνο στη Γαλλία τον Δεκέμβριο του 1986 και έχει ταφεί στο νεκροταφείο Σεντ-Ζενεβέβ-ντε-Μπουά στα προάστια του Παρισιού. Στην επιτύμβια πλάκα του Αντρέι Ταρκόβσκι χαράχτηκε η επιγραφή: «Στον άνθρωπο, ο οποίος είδε έναν άγγελο». Όταν επισκέπτεσαι τον τάφο του, νομίζεις ότι μοιάζει με σκηνή από ταινία. Μερικές γλάστρες με λουλούδια είναι τοποθετημένες σ’ αυτό το ορθογώνιο κομμάτι της μαύρης γης, ένα δέντρο κλίνει προς την ταφόπλακα και ρίχνει ομοιόμορφα τα κιτρινισμένα φύλλα του στον τάφο, λευκά μαργαριτάρια στολίζουν τον σταυρό. Τα πετράδια αυτά τα είχε φέρει ο Σεργκέι Παραντζάνοφ, σπουδαίος σοβιετικός κινηματογραφικός σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Στην επιτύμβια πλάκα ενός άλλου σκηνοθέτη, του Ιάπωνα Γιασουντζίρο Όντζου, είχε επίσης χαραχτεί μια επιγραφή με την οποία αυτός ήθελε να διατηρηθεί η μνήμη του. Ήταν ένα ιερογλυφικό, το οποίο μπορεί να μεταφραστεί σαν «Τίποτα». Τις δυο επιγραφές, θα έλεγε κανείς, τις χωρίζει ένας ωκεανός – και με την κυριολεκτική έννοια (ο Όντζου είναι θαμμένος στην Ιαπωνία, στο νεκροταφείο που βρίσκεται δίπλα από τον σιδηροδρομικό σταθμό Κιτακαμακούρα), αλλά και με την μεταφορική – τη μεταφυσική. Ενώ παράλληλα, οι ταινίες τους, η παρουσίαση της πραγματικότητας μέσα από αυτές, είναι αληθινά πολύ συγγενικές. Ακόμα και ο Βιμ Βέντερς, ο μεγάλος δημιουργός του «Road movie», αφιέρωσε στον Ταρκόβσκι και στον Όντζου (μαζί και στον Γάλλο Φρανσουά Τριουφό) την ταινία του «Ο ουρανός πάνω από το Βερολίνο», τονίζοντας ότι αυτούς τους σκηνοθέτες ένωνε η προσοχή στη «διαρκή αλήθεια, η οποία ήταν παρούσα από την πρώτη ως την τελευταία κινηματογραφική εικόνα».
Όπως πίστευε ο Ταρκόβσκι, ο κινηματογράφος πρέπει να προσφέρει τη δική του συνδρομή στην πορεία βελτίωσης της ζωής των ανθρώπων στη γη. Όλες οι ταινίες του, αποδεικνύουν την αφοσίωσή του στην ιδέα αυτή.http://rbth.gr