Του μακαριστού μητροπολίτου Πρεβέζης κυρού Μελετίου
Μοῦ γράφει ὁ κ. Ἀθαν. Κόλλιας:Τά λόγια τους μοῦ ἄρεσαν. Ζήτησα συγγνώμη καί ἐρώτησα.
-Ποῦ εἶναι τό μοναστήρι αὐτό;
-Στήν Σύμη.
-Καί πῶς πᾶνε ἐκεῖ;
-Τό πρωΐ θά πάρετε ἀπό ἐδῶ τό καραβάκι. Θά πᾶτε. Καί τό βράδυ θά σᾶς φέρει πάλι ἐδῶ.
-Κρῖμα! Πολύ θά τό ἤθελα. Ἀλλά αὔριο πρωΐ φεύγουμε γιά τήν Ἀθήνα.
-Ἄ, δέν πειράζει. Ἄν θέλεις, βάλε κάτι μέσα σέ ἕνα μπουκαλάκι, πέταξέ το στήν θάλασσα, καί παρακάλεσε τόν ἅγιο Ταξιάρχη νά τό πάει στό μοναστήρι του. Καί θά τό πάει.
- Θά στείλω!
Μά ἀμέσως παρενέβη ἡ σύζυγός μου. Εἶπε αὐστηρά:...
-Νά μήν στείλεις. Θά πᾶνε τά λεφτά χαμένα.
-Θά στείλω! Καί ἄς πᾶνε χαμένα.
Ἦταν νύχτα. Ἐφύγαμε γιά ὕπνο. Καί στό δρόμο ἀλλάξαμε γνώμη.
-Δέν πᾶμε αὔριο γιά λίγες ἡμέρες στήν Κῶ;
Ἐπήγαμε καί ἐμείναμε ἐκεῖ μιά ὁλόκληρη ἑβδομάδα. Καί ἐξέχασα ἐντελῶς τόν Ταξιάρχη καί τό μπουκάλι. Τό θυμήθηκα, ὅταν πηγαίναμε γιά τό καράβι, νά γυρίσωμε στήν Ἀθήνα.
Λέω λοιπόν στήν Ἑλένη:
-Προχώρει σύ. Ἐγώ θά πάω μιά στιγμή νά πάρω ἕνα πεπονάκι καί λίγα σταφύλια γιά τό δρόμο. Δεκαπενταύγουστος εἶναι. Τί θά φᾶμε;
Δέν ἤθελε. Ἀλλά ἐγώ δέν τήν ἄκουσα.
Γύρισα βιαστικά στό σπίτι πού ἐμείναμε καί ζήτησα ἀπό τήν οἰκοδέσποινα ἕνα μπουκαλάκι. Μοῦ ἔδωκε. Ἐπῆρα καί λίγα φροῦτα ἀπό τό μανάβη (πεπόνι καί σταφύλια) καί μπήκαμε στό βαπόρι γιά Ἀθήνα.
Ἄκουσα τά σχολιανά μου. Ἀλλά ἔκαμα τόν κουφό. Καί ἐπέρασε.
Στόν δρόμο, κοιτούσαμε τά παράλια καί ξεχαστήκαμε. Τό βράδυ κοιμηθήκαμε. Καί ξυπνήσαμε στό Σούνιο. Μοῦ λέγει ἡ γυναίκα μου.
-Δέν φέρνεις τά φροῦτα νά φᾶμε κάτι; Θά φθάσωμε στό σπίτι στίς 11.00.
Ἄνοιξε τήν τσάντα καί βρῆκε μέσα τό μπουκάλι.
-Ὥστε τό πῆρες!
-Τό πῆρα. Ἀλλά δέν τό ἔρριξα γιά νά μήν πᾶνε τά λεφτά μας χαμένα.
Μετά ἀπό λίγο βγήκαμε στό κατάστρωμα. Εὑρῆκα μία πρόφαση καί κατέβηκα πάλι κάτω. Ἐπῆρα τό μπουκαλάκι. Ἔβγαλα 50 δρχ. (χαρτονόμισμα τότε· 150 € σημερινά). Τό δίπλωσα σέ λίγο χαρτί. Καί τό ἔβαλα μέσα στό μπουκάλι. Ἀλλά δέν εἶχε φελλό. Ψάχνω στό καράβι νά βρῶ. Πουθενά φελλός. Βούλωσα τό μπουκάλι μέ χαρτί ἐφημερίδας. Τό ἔδεσα καί μέ μιά κλωστή. Καί τό ἐπέταξα στήν θάλασσα· καί εἶπα:
-Ἄν τό θέλει ὁ ταξιάρχης νά πάει, θά πάει.
Στήν Ἑλένη δέν εἶπα τίποτε.
Πέρασαν ἀπό τότε Αὔγουστος, Σεπτέμβριος, Ὀκτώβριος, Νοέμβριος. Στά τέλη τοῦ Νοέμβρη ἐπῆγα στό χωριό μου. Ἐκεῖ ξαναθυμήθηκα τό μπουκαλάκι.
-Βρέ, τί νά ἔγινε;
Στίς 12 Δεκεμβρίου γύρισα.
Ὅταν μπῆκα στό σπίτι ἡ γυναίκα μου μέ περίμενε μέ ἕνα γράμμα στό χέρι. Ἦταν ἀπό τή Μονή τοῦ Πανορμίτη στή Σύμη. Γράμμα τοῦ ἡγουμένου. Καί ἀπόδειξη γιά 50 δρχ. Τά ἔδειξα στή γυναίκα μου μέ τά λόγια.
-Βλέπεις, ἄπιστε Θωμᾶ; Τό ἔρριξα. Καί τά λεφτά σου δέν πῆγαν χαμένα.
-Ἴσως ὁ ταξιάρχης δέν μέ ἄφησε νά ρίξω τό μπουκαλάκι στή θάλασσα τότε πού ἤμαστε κοντά (δηλαδή στήν Ρόδο ἤ στήν Κῶ), ἀλλά στό μακρινό Σούνιο, γιά νά στερεώσει τήν πίστη τῆς κυρίας μου.
* * *
Πόσα τέτοια συμβαίνουν.
Μεγάλα τά ἔργα τοῦ Ἁγίου.
Μεγάλα τά τῆς πίστεως κατορθώματα.