Η Παραβολή του Καλού Σαμαρείτου



Κυριακή H΄ Λουκά – Η Παραβολή του Καλού Σαμαρείτου ( Του μακαριστού Αρχιμ. Μάρκου Κ. Μανώλη)


ΚΥΡΙΑΚΗ Η´ ΛΟΥΚΑ (Κεφ. Ι´, 25–37)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΟΥ*
(Ὁ Χριστιανὸς καὶ ὁ πλησίον)
Κεντρικὸν θέμα τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἦτο ἡ ἀγάπη. Ἐκεῖνο δὲ τὸ ὁποῖον ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου προσθέτει καὶ ὅλως ὑπογραμμίζει εἶναι ἡ ἄνευ ὁρίων καὶ πρὸς πάντα ἄνθρωπον ἐκδήλωσις τῆς ἀγάπης.
Ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου διασώζεται μόνον ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴν Λουκᾶν. Ὁ τρίτος Εὐαγγελιστὴς ἔχει διηγήσεις, αἱ ὁποῖαι δὲν διασώζονται ἀπὸ τοὺς ἄλλους Εὐαγγελιστάς, περιστρέφονται δὲ αὐταί, γύρω ἀπὸ τὸ ἑξῆς κυρίως θέμα: Τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς πτωχούς, τοὺς πάσχοντας, τοὺς περιφρονημένους, τὰς ἁμαρτωλὰς γυναῖκας, πρὸς ὅλους δηλαδὴ ἐκείνους, διὰ τοὺς ὁποίους κάθε ἀξιοπρεπὴς καὶ γνώστης τοῦ Νόμου Ἰουδαῖος ἠσθάνετο ἀποστροφὴν καὶ ἀπέφευγε τὴν σχέσιν καὶ συναναστροφὴν ἐκ φόβου μιάνσεως.
Ἕνας τέτοιος Νομικὸς (=θεολόγος), ποὺ εἶχε συνείδησιν τῆς ὑπεροχῆς του ἔναντι τοῦ πτωχοῦ καὶ ἀγραμμάτου ὄχλου καὶ ἀρεσκόμενος εἰς θεολογικὰς συζητήσεις ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Χριστόν, διὰ νὰ τὸν πειράξη καὶ... λέγει “διδάσκαλε τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;”. Ὁ Χριστός, ἂν καὶ ἀντιλαμβάνεται τὰς προθέσεις τοῦ συνομιλητοῦ του, πιάνει τὴν εὐκαιρίανδιὰ νὰ διδάξη μίαν ἐκ τῶν ὡραιοτέρων παραβολῶν του.

Διὰ τῆς συζητήσεως προκαλεῖ τὸν συνομιλητήν του νὰ ἀπαριθμήση τὰς δύο βασικὰς ἐντολὰς τῆςΠαλαιᾶς Διαθήκης, τὰς ἀναφερομένας εἰς τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον.
Ὁ Κύριος δὲν ἀνταποκρίνεται εἰς τὸ πάθος τοῦ Νομικοῦ διὰ συζήτησιν, ἀλλ᾽ ὑποδεικνύει τὴν ἀνάγκην τῆς ἐφαρμογῆς, τῆς πράξεως(«τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ» στ. 28, «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως» στ. 37)θέλοντας νὰ φανερώση τὸ ἀνωφελὲς τῆς θεολογικῆς γνώσεως, ποὺ δὲν συνοδεύεται μὲ ἀνάλογον πρᾶξιν.
Θέλων ὁ νομικὸς νὰ δικαιώση τὸν ἑαυτόν του διὰ τὴν ὑποβολὴν πολὺ γνωστῆς (κοινῆς) ἐρωτήσεως, ποὺ τὴν ἀπάντησιν αὐτῆς ὅλοι γνωρίζουν, καὶ νὰ τονίση ὅτι ὑφίσταται, παρὰ ταῦτα, θεωρητικὸν πρόβλημα πρὸς συζήτησιν, ἐρωτᾶ: «καὶ τὶς ἐστί μου πλησίον;». Θέλει δηλαδὴ νὰ μάθη ποία εἶναι ἡ ἄποψις τοῦ Χριστοῦ περὶ τοῦ πλησίον ἐν μέσῳ τόσων ἄλλων ἀπόψεων τῆς ἐποχῆς του. Ὁ Χριστὸς διὰ τῆς ἀκολουθούσης παραβολῆς στρέφει πρὸς ἄλλην κατεύθυνσιν τὴν σκέψιν τοῦ συνομιλητοῦ ἀντιστρέφων ἐν τέλει τὴν ἐρώτησιν τοῦ Νομικοῦ.
30-32:  Ἕνας ἄνθρωπος, λέγει ἡ παραβολή, κατέβαινε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχὼ καὶ ἔπεσε εἰς τὰ χέρια ληστῶν. Τὸν ἔγδυσαν, τὸν ἐκτύπησαν, τὸν ἐπλήγωσαν ὁ λόκληρον, τοῦ ἀφήρεσαν ὅ,τι εἶχε, τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένον καὶ ἐξαφανίσθησαν.
Κατὰ σύμπτωσιν κάποιος ἱερεὺς διερχόμενος ἐκ τῆς αὐτῆς ὁδοῦ εἶδε τὸν τραυματίαν καὶ τὸν προσπέρασε, χωρὶς νὰ τοῦ δώση καμμίαν βοήθειαν. Μετ᾽ ὀλίγον δὲ καὶ κάποιος Λευΐτης (=νεωκόρος ἢ διάκονος), ὅταν ἔφθασε εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο, ἐπλησίασε τὸν πληγωμένον, τὸν εἶδε, ἀλλὰ τὸν προσπέρασε ἀσυγκίνητος.
Ἕνας Σαμαρείτης ὅμως, ποὺ ἦλθε εἰς τὸ μέρος αὐτό, τὸν εἶδε καὶ τὸν ἐλυπήθη. Ἀνέμιξε λοιπὸν κρασὶ καὶ λάδι καὶ ἔβαλε εἰς τὰς πληγάς, τὰς ἔδεσε καὶ ἀφοῦ τὸν ἔβαλε ἐπάνω εἰς τὸ ζῶον του, τὸν ἔφερε εἰς τὸ πανδοχεῖον καὶ τὸν ἐφρόντισε ὁ ἴδιος. Ἔδωσε εἰς τὸν πανδοχέα δύο δηνάρια καὶ τοῦ εἶπε· περιποιήσου τὸν ἄνθρωπο καὶ ἂν ξοδέψης περισσότερα, εἰς τὴν ἐπιστροφὴ θὰ σοῦ τὰ δώσω ἐγώ.
Ἐν συνεχείᾳ ἀκολουθεῖ ἀμέσως τὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν νομικὸν «ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς νομίζεις ὅτι ἐφάνη πραγματικὸς πλησίον καὶ ἀδελφὸς διὰ τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, ποὺ εἶχε πέσει εἰς τὰ χέρια τῶν ληστῶν». Ἔτσι ὁ Χριστὸς ἀντιστρέφει ριζικῶς τὴν ἐρώτησιν τοῦ νομικοῦ. Αὐτὸς εἶχε ἐρωτήσει: Ποιὸς πρέπει νὰ θεωρῆται ὡς πλησίον, δηλαδὴ ποῖον τὸ ἀντικείμενον τῆς ἀγάπης. Ὁ Χριστὸς ἐρωτᾶ: Ποῖος ἐνήργησε ὡς πλησίον, δηλαδὴ ποῖον τὸ ὑποκείμενον τῆς ἀγάπης. Ὁ νομικὸς ξεκινᾶ ἀπὸ τὸ πρόβλημα τῆς ἐκτάσεως τῆς ἐννοίας τοῦ πλησίον καὶ τῶν ὁρίων τῆς ἀγάπης. Ὁ Χριστὸς παρατηρεῖ, ἐὰν ὁ κάθε πάσχων ἄνθρωπος τεθῆ ὡς κριτήριον τῶν ὁρίων τῆς ἐννοίας τοῦ πλησίον, τότε κανένα ὅριον δὲν ὑπάρχει καὶ κανεὶς περιορισμὸς εἰς τὴν ἐντολὴν τῆς ἀγάπης.
Ὁ Νομικὸς κατόπιν τῆς ἐρωτήσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἀναγκάζεται νὰ ὁμολογήση ὅτι ὡς πραγματικὸς πλησίον ἐφέρθη αὐτός, ποὺ ἔκαμε πρᾶξιν εὐσπλαγχνίας καὶ ἀγάπης πρὸς ἐκεῖνον, ἀποφεύγων ἔτσι διὰ τῆς ἐκφράσεως αὐτῆς νὰ ἀναφέρη τὸ ὄνομα τοῦ Σαμαρείτου.
Καὶ ὁ Χριστὸς κάμνει τὴν ἀποστομωτικὴν ὑπόδειξιν: Πήγαινε καὶ σὺ καὶ πράττε ὅμοια μὲ αὐτόν. Κάνε τὸ καλὸν μὲ ἀγάπην πρὸς ὅλους, εἴτε Ἰουδαῖοι εἶναι, εἴτε Σαμαρεῖται, εἴτε φίλοι, εἴτε ἐχθροί.
Ἂς ἴδωμεν τώρα καὶ τὸ βαθύτερον νόημα τῆς παραβολῆς καὶ ἂς γνωρίσωμεν τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν χειραγωγίαν τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Ἄνθρωπος εἶναι ὁ Ἀδάμ, Ἱερουσαλὴμ δὲ ἡ ἐπουράνιος πολιτεία καὶ ἡ σύνεσις, Ἱεριχὼ ὁ κόσμος. Ὅσον λοιπὸν ὁ Ἀδάμ, πρὶν ἀπὸ τὴν παρακοήν, εἶχε τὸ φρόνημα τῶν οὐρανῶν καὶ ἀγγελικὴ ζωή, εἶχε ἀνεμπόδιστον εἴσοδον εἰς τὴν ἐπουράνιον πόλιν Ἱερουσαλήμ. Καὶ κατοικῶν καὶ ζῶν μέσα εἰς τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, τίποτε δὲν τὸν ἐνικοῦσε οὔτε ἐτραυμάτιζε. Ὅταν ὅμως παρήκουσε εἰς τὸν Θεὸν καὶ δὲν ἐφύλαξε τὰς ἐντολάς του, ἀλλὰ παρεσύρθη ἀπὸ τὸ Σατανᾶ (φίδι), τότε κατέβη εἰς τὴν Ἱεριχώ, δηλαδὴ εἰς τὴν γῆν καὶ ἠσχολήθη μὲ τὰ ἔργα τῆς γῆς. Διότι Ἱερουσαλὴμ σημαίνει ἀνάβασις, ἐνῶ Ἱεριχὼ κατακλυσμός. Κατέβη λοι πὸν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, ἀπὸ τὴν ζωὴν δηλαδὴ τῶν οὐ ρα νῶν εἰς τὴν ζωὴν ὅπου ἐπικρατεῖ ἡ ἀπάτη τοῦ διαβόλου. Διότι, ὅταν κανεὶς φυλάττη τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, τότε ζῆ εἰς τοὺς οὐρανούς, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «Ἡμῶν δὲ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλ. 3, 20). Ἡμῶν τῶν πιστῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου ἡ πατρίς μας καὶ ἡ πολιτεία μας, τὸ πολίτευμά μας καὶ ἡ συμπεριφορά μας εἶναι ὅπως τῶν ἀγγέλων, εἰς τοὺς οὐρανούς. Κατέβη, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν δόξαν εἰς τὴν ἀδοξίαν, ἀπὸ τὸν παράδεισον τῆς τρυφῆς εἰς τὴν γῆν μὲ τὰ ἀγκάθια, ἀπὸ τὴν ζωὴν εἰς τὸν θάνατον. «Ἐνῶ γάρ, λέγει, φάγεσθε ἐκ τοῦ ξύλου, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γεν. 2, 17). Ὅταν δηλαδὴ φάγετε ἀπὸ τὸ δένδρον, θὰ σᾶς κυριαρχήση ὁ θάνατος, δηλαδὴ ἡ ἁμαρτία.
Διότι ἡ ἁμαρτία, ἡ παρακοὴ εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι θάνατος τῆς ψυχῆς. Κατέβη ἀπὸ τὴν δικαιοσύνην τοῦ Παραδείσου, ἀπὸ τὴν ἁγιωσύνην τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἦλθε εἰς τὴν Ἱεριχώ, δηλαδὴ εἰς τὸ βάραθρον τῆς παρακοῆς, εἰς τὸν θάνατον τῆς ἁμαρτίας. Καὶ πίπτει εἰς τὰ χέρια τῶν ληστῶν, δηλαδὴ εἰς τὸν διάβολον καὶ τὰς δυνάμεις του. Ὁδὸς εἶναι ἡ ζωὴ αὐτή, ὅπου ἐβάδισε ὁ Ἀδὰμ καὶ ἔπεσε εἰς τὰ χέρια τῶν ληστῶν καὶ τὸν ἀπεγύμνωσαν.
Καὶ ποίαν στολὴν τοῦ ἔβγαλαν; Τὴν στολὴν τῆς ὑπακοῆς, τὴν φιλίαν μὲ τοὺς ἀγγέλους, τὴν ἀθάνατον δόξαν, τὴν συναναστροφὴν μὲ τὸν Χριστόν, τὴν παραδείσιαν χαράν, τὴν ἐπουράνιον ζωήν. Αὐτὴν τὴν στολὴν τοῦ ἔβγαλαν. Καὶ τοῦ ἐπροξένησαν πληγάς, δηλαδὴ ἁμαρτίας, πορνείας, μοιχείας, εἰδωλολατρίας, μαγείας, φόνους, φθόνους, φιλονικίας, θυμὸν καὶ ὅλην τὴν ὑπόλοιπον σειρὰν τῶν κακῶν (Γαλ. 5, 20). Αὐτὰ τὰ ἔργα πληγώνουν τὸν ἄνθρωπον, αὐτὰ προξενοῦν τὴν δυσωδίαν καὶ τὴν φθοράν. Καὶ ὅτι εἶναι ἀκριβῶς αὐτό, μάθε ἀπὸ τὸν Δαβίδ πώς ἀπεικονίζων τὰς πληγὰς τοῦ Ἀδὰμ εἰς τὸν ἑαυτόν του τὰς ἀποκαλεῖ μώλωπας καὶ λέγει «Προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου ἀπὸ προσώπου τῆς ἀφροσύνης μου» (Ψαλμ.37, 6). Δηλαδὴ τὰ ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν μου τραύματα ἐβρώμησαν καὶ ἐσάπησαν ἕνεκα τῆς ἀφροσύνης, τὴν ὁποίαν ἔδειξα ἁμαρτήσας, καὶ ἀνθρωπίνως δὲν ὑπάρχει ἐλπὶς νὰ ἰατρευθοῦν. Κάθε ἁμαρτία προκαλεῖ μώλωπα καὶ τραῦμα. Ἐτραυματίσθη λοιπὸν ἀπὸ τὴν παρακοήν, ἐκτυπήθη ἀπὸ τὰς ἀνομίας, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης «Ἐπλήγην ὡσεὶ χόρτος, καὶ ἐξηράνθη ἡ καρδία μου, ὅτι ἐπελαθόμην τοῦ φαγεῖν τὸν ἄρτον μου» (Ψαλμ. 101, 5). Ἐκτυπήθην καὶ ἐπληγώθην σὰν τὸν χόρτον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἔπεσε καυστικωτάτη ἡ ἡλιακὴ ἀκτίς, καὶ ἐξηράνθη σὰν ἐκεῖνον ἐξαντληθεῖσα πλήρως ἡ καρδία μου, διότι ἀπὸ τῆς πολλῆς θλίψεως κατελήφθην ἀπὸ τόσην ἀνορεξίαν, ὥστε ἐλησμόνησα νὰ φάγω τὸν ἄρτον μου, νὰ διαφυλάξω δηλαδὴ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἄφησαν δὲ μισοπεθαμένον, ὄχι διότι δὲν ἠθέλησαν νὰ τὸν σκοτώσουν, ἀλλὰ δὲν ἐπέτρεψε ὁ Θεός. «Οὐ βούλομαι γάρ, λέγει, τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὡς τὴν μετάνοιαν» (Ἰεζεκιὴλ 33, 11). Καὶ ποῦ τὸν ἀφήνουν; Εἰς τὸν δρόμον, δηλαδὴ εἰς τὴν ζωὴν αὐτήν. Δρόμος λέγεται αὐτὴ ἡ ζωή, ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι περνοῦν ἀπὸ αὐτήν. Καὶ ὅταν ἔφθασε εἰς τὸν δρόμον ὁ ἱερεὺς καὶ τὸν εἶδε τὸν προσπέρασε. Ἱερέα ὀνομάζει τὸν μακάριον Μωυσέα καὶ τὸν Ἀαρών. Εἰς αὐτὸ μαρτυρεῖ καὶ ὁ Δαβίδ, ὅταν λέγη «Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν ἐν τοῖς ἱερεῦσιν αὐτοῦ, καὶ Σαμουὴλ ἐν τοῖς ἐπικαλουμένοις τὸ ὄνομα αὐτοῦ» (Ψαλμ. 98, 6). Ὁ Μωυσῆς καὶ Ἀαρών, οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἄνδρες, ἦσαν μεταξὺ τῶν ἱερέων του, καὶ ὁμοίως ὁ Ἅγιος Σαμουὴλ ἦτο μεταξὺ ἐκείνων, ποὺ ἐπεκαλοῦντο τὸ ὄνομά του. Εἶναι αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἀξιοθαύμαστος Μωυσῆς, ποὺ ἐδοξάσθη, ποὺ μὲ τὴν δεκαπλῆ μάστιγά του ἐκτύπησε τοὺς Αἰγυπτίους, αὐτὸς ποὺ ἔσχισε καὶ ἀπεξήρανε τὴν Ἐρυθρὰν Θάλασσαν καὶ ἐπέρασε δι᾽ αὐτῆς τὸν λαόν, αὐτὸς ποὺ ἐγλύκανε τὸ ὕδωρ εἰς τὸ Μαρρὰ καὶ ποὺ ὡμίλησε μὲ τὸν Θεὸν πίσω ἀπὸ τὸ σύννεφον· αὐτὸς ποὺ ἔκαμε πολλὰ ἀξιοθαύμαστα· αὐτὸς βαδίζων τὸν δρόμον τῆς ζωῆς καὶ ἀφοῦ εἶδε τὸν ἄνθρωπον πληγωμένον εἰς τὴν γῆν, τὸν προσπέρασε, χωρὶς νὰ τὸν σηκώση. Ὁμοίως καὶ ὁ Λευΐτης, ἡ τάξις τῶν Προφητῶν. Διατὶ αὐτοί, ποὺ ἦλθαν κατόπιν ἀπὸ τὸν Μωυσέα, ἀφοῦ ἐβάδισαν τὸν ἴδιον δρόμον καὶ συνήντησαν πληγωμένον τὸν ἄνθρωπον, δὲν τὸν ἐσήκωσαν; Οὔτε ὁ Μωυσῆς μὲ τὰ θαύματά του οὔτε οἱ Προφῆται μὲ τὰ σημεῖα τους, κανεὶς δὲν τὸν ἐλύτρωσε ἀπὸ τὸν θάνατον, κανεὶς δὲν ἔκλεισε τὸ τραῦ μα τῆς ἁμαρτίας. Διατὶ οἱ ἴδιοι ἦσαν τῆς ἁμαρτίας δεσμῶται. Μολονότι μὲ τὴν σεμνὴν ζωήν τους ἔγιναν φίλοι τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ὅμως ἦσαν ὁμόσαρκοι μὲ τὸν Ἀδὰμ καὶ προήρχοντο ἀπὸ τὴν νεκρὰν ρίζαν, δὲν ἠμποροῦσαν, κλάδοι αὐ τοί, νὰ ἀποσπάσουν τὴν ρίζαν τῆς ἁμαρτίας.
Κάποιος ὅμως Σαμαρείτης, λέγει, μὲ ἔργα ὄχι τυχαῖα, προαίρεσιν εὔσπλαγχνον, φίλος τῶν ὁμοδούλων του, ὅταν ἦλθε εἰς τὸ μέρος αὐτὸ καὶ τὸν εἶδε πληγωμένον, τὸν ἐλυπήθη, τοῦ ἔβαλε λάδι καὶ κρασὶ καὶ ἔδεσε τὰς πληγάς του, τὰς ἁμαρτίας του. Τὸ πρόσωπον καὶ τὴν μορφὴν τοῦ Σαμαρείτου λαμβάνει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός.
Ἀλλὰ θὰ εἰπῆ κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀκροατάς. Διατὶ ἀποκαλεῖς τὸν Κύριον Σαμαρείτην; Ναί, Σαμαρείτην τὸν λέγω, ὄχι διὰ τὴν φύσιν τῆς θεότητός Του, ἀλλὰ διὰ τὸν σπλαγχνικόν του τρόπον. Ὁ Σαμαρείτης μὲ τὴν φύσιν τοῦ σώματός του ἦτο ὅμοιος μὲ τοὺς ἄλλους, κατὰ τὴν σπλαγχνικήν του ὅμως προαίρεσιν δὲν ἦτο ὅμοιος· ἐφάνη ἀνώτερός των. Ἔτσι καὶ ὁ Κύριος. Παρουσιάσθη σὰν ἄνθρωπος μὲ τὴν σωματικήν του μορφήν, ὅμοιος μὲ τοὺς Προφήτας καὶ τοὺς Πατριάρχας κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴν Μαρίαν. Μὲ τὴν δύναμιν ὅμως τῆς θεότητός Του ἐστάθη ἀπὸ ὅλους ἀνώτερος. Ἴσος μ᾽ αὐτοὺς εἰς τὸ ἀνθρώπινον σχῆμα, ὄχι ὅμως ἴσος εἰς τὴν ὑπερκόσμιον δόξαν. Ἐκεῖνοι, ἀπὸ ἀδιαφορίαν καὶ σκληρότητα προσπέρασαν ἀσπλάγχνως τὸν πληγωμένον. Ὁ Σαμαρείτης ὅμως ἐφάνη πλέον εὔσπλαγχνος, καὶ εὐσεβὴς καὶ ἐλεήμων. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστός. Οἱ Πατριάρχαι καὶ οἱ Προφῆται (ἀδιαφόρησαν;) διὰ τὸν ἄνθρωπον, ποὺ ἐξέπεσε λόγῳ τῆς παρακοῆς. Ἐκεῖνος μόνον ἐφάνη εὔσπλαγχνος καὶ ἐλεήμων, κατὰ τὸν λόγον τοῦ Προφήτου «οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος» (Ψαλμ. 102, 8) καὶ πάλιν «Ὅτι, σὺ Κύριε, εὔσπλαγχνος». Καὶ ὅπως ὁ Σαμαρείτης δὲν ἦτο ἀπὸ τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ προήρχετο ἀπὸ ἄλλην χώραν, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἦτο ἀπὸ τὴν γῆν, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν οὐρανόν. Ἦλθε εἰς τὴν γῆν· «Θεὸς ὤν, ἄνθρωπος γέγονε δι᾽ ἡμᾶς· Δεσπότης ὢν τὴν τοῦ δούλου μορφὴν ἐνεδύσατο». Ἦτο Θεὸς καὶ ἔγινε ἄνθρωπος πρὸς χάριν μας. Ἦτο Κύριος καὶ ἐντύθη τὴν μορφὴν τοῦ δούλου. Μᾶς εὐσπλαγχνίσθη, ἀπὸ τὸν οὐρανὸν κατέβη εἰς τὴν γῆν, εἶδε τὸν ἄνθρωπον ριγμένον, ληστευμένον, πληγωμένον ἀπὸ τὰς πορνείας, εἰδωλολατρίας, μοιχείας, φόνους· εἶδε καὶ εὐσπλαγχνίσθη τὸ πλάσμα του καὶ τοῦ ἔβαλε κρασὶ καὶ λάδι, ἀφοῦ δηλαδὴ ἀνέμειξε τὰ δύο ἔκαμε ἀλοιφὴ καὶ τὰ ἔβαλε εἰς τὸν ἄνθρωπον. Τί σημαίνει ἆραγε, ἀφοῦ ἀνέμειξε κρασὶ καὶ λάδι; Ἀφοῦ συνεδύασε τὴν θείαν φύσιν μὲ τὴν ἀνθρωπίνην, ἀφοῦ συνταίριασε τὴν εὐσπλαγχνίαν μὲ τὴν σωτηρίαν, ἔσωσε τὸν ἄνθρωπον. Ἀφοῦ ἀνέμειξε κρασὶ καὶ λάδι, ἀφοῦ ἕνωσε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μὲ τὸ αἷμα του, ἔδωσε εἰς τὸν ἄνθρωπον ζωήν. Διότι μόλις ἔσταξε τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου μας ἀπὸ τὴν πλευράν του, ἐξεπλύθησαν ἀπὸ τὸ χειρόγραφον αἱ ἁμαρτίαι μας.
Τί σημαίνει τώρα· ἔδεσε τὰς πληγάς του; Τοῦτο· ἔδεσε τὸν διάβολον καὶ ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπον. Ἔδεσε τὸ σκάφος καὶ ἐζωοποίησε τοὺς ναυαγούς, ἐδέσμευσε καὶ ὑπέταξε τὰς δυνάμεις τοῦ πονηροῦ. Καὶ ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπον.
Ἂν θέλης νὰ τὸ νοήσης καὶ διαφορετικὰ ἄκου. Ἀφοῦ ἀνέμειξε λάδι καὶ οἶνο. Σὰν λάδι προσκομίζει τὸν παρακλητικόν, παρηγορητικὸν λόγον καὶ προσθέτει σὰν στυπτικὸ κρασὶ τὴν διδασκαλίαν, ποὺ συγκεντρώνει τὴν σκορπισμένην σκέψιν κατὰ τὸν λόγον τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «Ἔλεγξον, ἐπιτίμησον, παρακάλεσον» (Β´ Τιμ. 4, 2).
Καὶ τὸν ἀνέβασε εἰς τὸ ἴδιον του ζῶον, ἔλαβε δηλαδὴ ὁ Χριστὸς τὴν σάρκα ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους τῆς θεότητός του καὶ τὴν ἀνέβασε ἀπὸ τὴν γῆν εἰς τὸν οὐρανόν, εἰς τὸ μεγάλο καὶ θαυμαστὸν καὶ ἁπλόχωρον πανδοχεῖον, εἰς αὐτὴν τὴν Ἐκκλησίαν.
Τὴν Χρυσοστομικὴν αὐτὴν ἑρμηνείαν τῆς παραβολῆς τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου ἀκολουθεῖ καὶ ἡ ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἰδοὺ δύο σχετικὰ τροπάρια εἰς τῆς Παρακλητικῆς:
Ὡς ὁ περιπεσὼν εἰς τοὺς ληστάς, καὶ τετραυματισμένος, οὕτω κἀγὼ περιέπεσα, ἐξ ἐμῶν ἁμαρτιῶν, καὶ τετραυματισμένη ὑπάρχει μου ἡ ψυχή· πρὸς τίνα καταφύγω ὁ ὑπεύθυνος ἐγώ, εἰμὴ πρὸς σὲ τὸν εὔσπλαγχνον, τῶν ψυχῶν τὸν ἰατρόν; Ἐπίχεε ἐπ᾽ ἐμὲ ὁ Θεός, τὸ μέγα σου ἔλεος.
Τοῖς τῶν ἐμῶν λογισμῶν, λησταῖς περιπεσών, ἐσυλήθην ὁ τάλας τὸν νοῦν, καὶ δεινῶς πληγωθείς, ὅλην μου τὴν ψυχὴν τετραυμάτισμαι, καὶ ἔνθεν κεῖμαι γυμνὸς ἀρετῶν, ἐν τῇ τοῦ βίου ὁδῷ. Ἱερεὺς δὲ ἰδών με τῷ μώλωπι ὀδυνώμενον, διὰ τὸ ἀνίατον παρορῶν οὐκ ἐπιβλέπει. Λευΐτης δὲ πάλιν μὴ φέρων τὴν ψυχοφθόρον ἀλγηδόνα, καὶ αὐτὸς κατιδὼν ἀντιπαρῆλθε μοι. Σὺ δὲ ὁ εὐδοκήσας οὐκ ἐκ Σαμαρείας, ἀλλ᾽ ἐκ Μαρίας σαρκωθῆναι, Χριστὲ ὁ Θεός, τῇ φιλανθρωπίᾳ Σου, παράσχου μοι τὴν ἴασιν, ἐπιχέ- ων ἐπ᾽ ἐμέ, τὸ μέγα Σου ἔλεος.
Λησταῖς λογισμοῖς, περιπεσὼν ὁ Ἀδάμ, ἐκλάπη τὸν νοῦν, τραυματισθεὶς τὴν ψυχήν, καὶ ἔκειτο γυμνὸς ἀντιλήψεως· οὔτε ἱερεὺς ὁ πρὸ τοῦ νόμου προσέσχεν αὐτῷ· οὔτε Λευΐτης μετὰ νόμον ἐπεῖδεν αὐτόν· εἰμὴ σὺ ὁ παραγενόμενος Θεός, οὐκ ἐκ Σαμαρείας, ἀλλ᾽ ἐκ τῆς Θεοτόκου, Κύριε δόξα σοι.
Τῷ τοῖς λησταῖς περιπεσόντι,ὡμοιώθην ἐγώ, Δέσποτα τῶν ἁπάντων, τοῖς πταίσμασί μου περιπεσών,καὶ ὑπ᾽ αὐτῶν ἀνηλεῶς κατετρώθην· ἀλλὰ μὴ ἐγκαταλίπης με ἀνιάτρευτον, ὁ οὐκ ἐκ Σαμαρείας, ἀλλ᾽ἐκ τῆς ἀχράντου Παρθένου παραγενόμενος· Ἰησοῦ τὸ σωτήριονὄνομα, ἐλέησόν με.
Ἀποσφαλέντες ἐκ παραβάσεως τῆς πρώην, ἐν Παραδείσῳ τρυφῆς καὶ ἀπολαύσεως, κατήχθημεν εἰς ἀτιμοτάτην ζωήν· τῶν ἀρετῶν γὰρ τὴν πρέπουσαν ἐπαινετὴν διαγωγήν, ἐκδυθέντες τοῖς πταίσμασιν, ὡς λησταῖς περιεπέσομεν· ἡμιθανεῖς δὲ τυγχάνομεν, ἐξαμαρτήσαντες τῶν σωτηρίων σου διδαγμάτων. Ἀλλὰ σὲ ἱκετεύομεν, τὸν ἐκ Μαρίας ἐπιφανέντα, καὶ ἀπαθῶς πάθεσι, προσομιλήσαντα Δεσπότην. Κατάδησον ἡμῶν, τοὺς ἐκ τῆς ἁμαρτίας ἐπιγενομένους μώλωπας, καὶ τὸν ἀνείκαστόν σου οἶκτον ἐπίχεον ἡμῖν, τὴν σὴν θεραπευτικὴν ἐπιμέλειαν, ὡς φιλάνθρωπος.
Τὴν τετραυματισμένην μου ψυχήν, καὶ τεταπεινωμένην, ἐπίσκεψαι Κύριε, ἰατρὲ τῶν νοσούντων, καὶ τῶν ἀπηλπισμένων λιμὴν ἀχείμαστε· σὺ γὰρ εἶ ὁ ἐλθὼν Λυτρωτὴς τοῦ Κόσμου, ἐγεῖραι ἐκ φθορᾶς τὸν παραπεσόντα, καμὲ προσ πίπτοντα ἀνάστησον, διὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.
Ἐξοστρακισθεὶς τῆς εὐθείας ὁδοῦ σου, ὑπὸ παθῶν ὁ δύστηνος κατεκρημνίσθην εἰς βάραθρον. Λευΐτης δὲ σὺν Ἱερεῖ ἀθροισθέντες, ἀπηξίωσαν, Σὺ δὲ Χριστέ με ἠλέησας, καὶ τῷ ὅπλῳ τῷ τοῦ Σταυροῦ, τῆς ἁμαρτίας τὸ ἔγγραφον διαρρήξας, τῇ ἀπαθείᾳ ἐλάμπρυνας, καὶ τῷ Πατρὶ σύνεδρόν με πεποίηκας· ὅθεν κραυγάζω. Ἀκατάληπτε Κύριε, δόξα Σοι.
Ἐξ Ἱερουσαλὴμ κατέβην ἀπολισθήσας, τῶν ἐν αὐτῇ τοῖς ἔθνεσιν, γραφέντων ἐνταλμάτων Σου· εἰς Ἱεριχὼ δὲ πορευόμενος, τῇ πρὸς μιμήσει ὁρμῇ, τῶν ἐν αὐτῇ πάλαι διὰ κακίαν, ὑπὸ σοῦ πρὸς φόνον ἐκδοθέντων τῷ λαῷ σου, διὰ τῆς παρακοῆς, ψυχοφθόροις ἐνέτυχον πάθεσιν, ὡς λησταῖς· ὑφ᾽ ὧν πλη- γέντα, καὶ παραβραχὺ θανατωθέντα, ὁ τοῖς ἥλοις καὶ τῇ λόγχῃ, τὸ σῶμα τραυματισθεὶς ἑκουσίως, διὰ ἁμαρτίας ἀνθρώπων, καὶ τὴν κοινὴν τελέσας διὰ Σταυροῦ σωτηρίαν ἐν Ἱερουσαλήμ, ἴασαί με Κύριε, καὶ σῶσον με.
Ταῖς ληστρικαῖς ἐφόδοις, περιπεσοῦσα ψυχή μου, δεινῶς τετραυμάτισμαι, ἐξ οἰκείων πταισμάτων, παραδοθεῖσα ἀνοήτοις ἐχθροῖς· ἀλλ᾽ ὡς ἔχουσα καιρόν, ἐν κατανύξει βόησον. Ἐλπὶς ἀπηλπισμένων, ζωὴ ἀπεγνωσμένων, Σωτὴρ ἀνάστησον, καὶ σῶσον με.
Πανδοχέως δὲ τύπον ἐπέχει, λέγει ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος, πᾶς Ἀπόστολος καὶ Διδάσκαλος καὶ Ἀρχιερεὺς εἰς τοὺς ὁποίους ἔδωκεν ὁ Κύριος δύο δηνάρια, τὴν Παλαιὰν καὶ Καινὴν Διαθήκην λέγων: περιποιήσου τοῦτον τὸν ἄνθρωπον, καὶ ἂν ἐξοδεύσης κάτι ἀκόμη, ἐγὼ θὰ ἐπιστρέψω καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσω.
«Ἐννοεῖ τοῦτο», ἑρμηνεύει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος. Φρόντισε διὰ τὸν λαόν, ποὺ προέρχεται μάλιστα ἀπὸ τὰ ἔθνη, καὶ τὸν ἐμπιστεύθην εἰς σὲ μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Ἐπειδὴ εἶναι ἄρρωστοι οἱ ἄνθρωποι, τραυματισμένοι ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας, θεράπευσέ τους, θέτων ἐπάνω σὰν ἔμπλαστρον τοὺς προφητικοὺς λόγους καὶ τὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα ἀποκαθιστῶν τὴν ὑγείαν τους μὲ τὰς νουθεσίας καὶ τὰς παρακλήσεις τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Και νῆς Διαθήκης καὶ πείθων αὐτοὺς νὰ στέκωνται μακρὰν τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ ἀφήσουν τὴν πλάνην τοῦ διαβόλου.
Ἐὰν ὅμως καὶ ἔτσι μείνουν ἀδιόρθωτοι πεῖσε αὐτοὺς μὲ τοὺς αὐστη- ροὺς λόγους σου. Γίνε τὸ πρότυπον καὶ τὸ παράδειγμά τους, μὲ τοὺς λόγους, μὲ τὰ ἔργα σου, τὴν συμπεριφοράν, τὴν πίστιν, τὴν ἀγάπην, τὴν σεμνότητα, διὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὰ ἴχνη σου καὶ νὰ μιμηθοῦν τὴν ἐνάρετον ζωήν σου. Καὶ ἂν κάμης τοῦτο, ἂν ἀπὸ λόγου σου κάμνης κάποιαν προσθήκην λόγων ἢ ἔργων, ἂν δαπανήσης κάτι ἀκόμη, θὰ σοῦ τὰ δώσω εἰς τὴν ἐπιστροφήν, δηλαδὴ εἰς τὴν Δευτέραν Παρουσίαν μου θὰ σοῦ ἀνταποδώσω μισθὸν ἄξιον τῶν κόπων σου. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὸ θάρρος τῶν ὑποσχέσεων αὐτῶν λέγει: «Ἐγὼ ἥδιστα ὑπὲρ Χριστοῦ δαπανήσω καὶ ἐκδαπανηθήσομαι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν» (Β´ Κορ. ιβ´ 15). Ἐγὼ δέ, σὰν πατέρας σας ποὺ εἶμαι, μὲ ὅλην μου τὴν εὐχαρίστησιν θὰ δα- πανήσω διὰ σᾶς χρήματα, ἀλλὰ καὶ θὰ δαπανηθῶ ὁλόκληρος διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν σας, ἐννοῶν τὴν διδασκαλίαν του πρὸς τοὺς εἰδωλολάτρας καὶ τὴν διακονίαν τοῦ λόγου. Διατὶ αὐτὸς εἶναι, λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ποὺ οἰκοδομεῖ καὶ στηρίζει τὰς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὰς πνευματικὰς ὑπο- δείξεις του θεραπεύει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ διανέμων εἰς τὸν καθένα τὸ ὠφέλιμον, ὁδηγεῖ τὰς ψυχὰς εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν. «Τοῖς πᾶσι γάρ, λέγει, γέγονα τὰ πάντα, ἵνα τοὺς πάντας σώσω». Αὐτὸς εἶναι τῆς Ἐκκλησίας ὁ καλὸς πανδοχεύς, ὅλους τοὺς δέχεται καὶ ὅλους τοὺς φροντίζει· δὲν ἀπομακρύνει τὸν πόρνον, δὲν ἀπεχθάνεται τὸν εἰδωλολάτρην, κανένα ἄλλον ἀσεβῆ καὶ ἀκάθαρτον δὲν ἀποδιώκει, τοὺς δέχεται ὅλους. Σὰν ἰατρὸς πλένει τὰς πληγάς, τὰς καθαρίζει καὶ τὰς σφογγίζει μὲ λουτρὸν ἀναγεννήσεως.
Προσφέρει τοὺς στυπτικοὺς λόγους, ὅπως τὸ κρασί, διὰ νὰ μὴ παρασυρώμεθα ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας τῆς ἀγνοίας μας ἢ τὰς κακίας μας. Καὶ πάλιν μᾶς θεραπεύει μὲ παράκλησιν, σὰν μὲ λάδι ἀλείφων τὰς ψυχάς μας. Μᾶς λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος• «Παρακαλοῦμεν δὲ ὑμᾶς ἀδελφοί, διὰ τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ, παραστῆσαι τὰ σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον, τὴν λογικὴν λατρείαν ὑμῶν» (Ρώμ. 12, 1).
Σᾶς παρακαλῶ λοιπὸν ἀδελφοὶ καὶ σᾶς ἐξορκίζω ἐν ὀνόματι τῆς στοργῆς καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας, ποὺ δεικνύει εἰς ἡμᾶς ὁ Θεὸς νὰ καταστήσετε καὶ νὰ παρουσιάσετε, σὰν ἄλλοι ἱερεῖς μὲ θυσιαστήριον, τὸν ἑαυτόν σας, τὰ σώματά σας, θυσίαν ζωντανήν, ἁγίαν εὐάρεστον εἰς τὸν Θεόν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἔτσι τὴν πράγματι ὀρθὴν καὶ πνευματικὴν λατρείαν ἀξίαν τοῦ λογικοῦ σας. Ὅ σοι λοιπὸν εἴμεθα μαθηταὶ τοῦ Ἀπ. Παύλου, ἂς φυλάξωμεν τὰς ἐντολὰς τοῦ Χριστοῦ· διὰ νὰ μὴ ἐκπέσωμεν τῆς ἐπουρανίου Ἱερουσαλήμ, τὴν πόλιν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Καὶ εἴθε μὲ θεραπευμένα τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας, ὑγιεῖς καὶ τέλειοι εἰς τὴν πίστιν νὰ παρουσιασθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, σῶοι καὶ θαρραλέοι, χωρὶς νὰ μειονεκτοῦμε εἰς κανένα ἀγαθὸν ἔργον καὶ νὰ ἀπολαύσωμεν τὴν ἀγαθὴν ὑπόσχεσιν εἰς τοὺς οὐρανοὺς μὲ τὴν χάριν καὶ φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Μαζὶ μὲ Ἐκεῖνον, εἰς τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιον Πνεῦμα ἂς εἶναι ἡ δόξα τώρα καὶ πάντοτε καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Δὲν πρέπει νὰ λησμονῶμεν, εὐσεβεῖς χριστιανοί, ὅτι ὁ Χριστὸς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ὡς Μεσσίας ὡς μεσίτης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων· τὴν μεσιτείαν δὲ αὐτὴν πραγματοποιεῖ ὁ Χριστὸς ὡς ὁ «πλησίον» τοῦ ἀνθρώπου, προσφερόμενος ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ προσκαλῶν αὐτὸν νὰ ἀπαρνηθῆ καὶ νὰ θυσιάση τὴν ἀτομικότητά του, διὰ νὰ εἰσέλθη εἰς τὴν κοινωνίαν τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ εὕρη τὴν ἀληθῆ προσωπικότητά του.
Ἡ ἔλευσις τοῦ Χριστοῦ ὡς πλησίον καὶ ἡ ὑπ᾽ αὐτοῦ οἰκείωσις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως προσκαλοῦν τοὺς πιστοὺς νὰ προσεγγίσουν τοὺς συνανθρώπους των μετὰ τῆς αὐτῆς ἀγάπης, μὲ τὴν ὁποία θὰ προσήγγιζον αὐτὸν τὸν Μεσσίαν Χριστόν. «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ ὅσον ἐποι- ήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε… ἐφ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25, 40–45).
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁμιλῶν περὶ τῶν πτωχῶν καὶ θεωρῶν εἰς τὸ πρόσ ωπον αὐτῶν τὸν ἴδιον τὸν Χριστὸν λέγει τὰ ἑξῆς: «Ἕως ἐστὶ καιρός, Χριστὸν ἐπισκεψώμεθα, Χριστὸν θεραπεύσωμεν, Χριστὸν θρέψωμεν, Χριστὸν ἐνδύσωμεν, Χριστὸν συναγάγωμεν, Χριστὸν τιμήσωμεν…» (Περὶ φιλοπτωχείας P.G. 35, 909). Ὁ δὲ ἀββᾶς Ἀπολλὼς ἀναφερόμενος εἰς τὸν τρόπον ὑποδοχῆς τῶν μοναχῶν παρατηρεῖ «ὅτι δεῖ ἐρχομένους τοὺς ἀδελφοὺς προσκυνεῖν· οὐ γὰρ αὐτούς, ἀλλὰ τὸν Θεὸν προσκυνοῦμεν· εἶδες γάρ, φησί, τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες Κύριον τὸν Θεόν σου» Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων (P.G. 65, 136 καὶ Πρβλ. Γεν. 18, 2).  (Ὁποία ἀντίθεσις μὲ τὸ τοῦ ἀθέου Σάρτρ: «ὁ πλησίον ἡ κόλασις»)
Ἡ πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπη πρέπει πάντοτε νὰ ἔχη συγκεκριμένον πρόσωπον. Πλησίον διὰ τὸν Χριστιανὸν εἶναι ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος καὶ ὄχι ἡ ἀφηρημένη ἔννοια τοῦ ἀνθρώπου ἢ τῆς ἀνθρωπότητος. Ἡ δὲ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν, ὡς ἀγάπη πρὸς τὸ ἀρχέτυπον, καθιστᾶ πραγματικὴν καὶ τὴν ἀγάπην πρὸς τὴν εἰκόνα του, τὸν ἄνθρωπον. Ὅπως γράφει κάποιος «ἐν ὀνόματι τοῦ μεγαλείου τοῦ ὑπερανθρώπου, ἐν ὀνόματι τῆς εὐτυχίας τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ ἀπωτέρου μέλλοντος, ἐν ὀνόματι τῆς παγκοσμίου ὑλιστικῆς καὶ ἀθέου ἐπαναστάσεως, ἐν ὀνόματι τῆς ἀπεριορίστου ἐλευθερίας τοῦ ἑνὸς ἢ τῆς ἀπεριορίστου ἰσότητος πάντων, γίνεται ἐπιτρεπτὸν νὰ βασανίζεται ἢ νὰ φονεύεται ὁ ἄνθρωπος ἢ ἡ ἀνθρωπίνη ὁμάς, νὰ μεταβάλλεται κάθε ὕπαρξις εἰς ἁπλοῦν μέσον πρὸς ἐξυπηρέτησιν μεγάλου «ἰδεώδους» ἢ ὑψηλοῦ σκοποῦ. Τὰ πάντα γίνονται ἐπιτρεπτὰ ἐν ὀνόματι τῆς ἀπεριορίστου ἐλευθερίας τοῦ ὑπερανθρώπου (ἄκρατος ἀτομοκρατία) ἢ ἐν ὀνόματι τῆς ἀπεριορίστου ἰσότητος τῆς ἀνθρωπότητος (ἄκρατος κολλεκτιβισμός)». Ἀγαπῶν ὁ πιστὸς τὸν συνάνθρωπόν του ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ δὲν προβαίνει εἰς διακρίσεις, ἀλλ᾽ ἀγαπᾶ ἀδιακρίτως. Ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος γράφει: Σημεῖον τῆς καθαρότητος τῆς καρδίας εἶναι «ὅταν πάντας ἀνθρώπους καλοὺς θεωρῆ καὶ οὐ φαίνηταί τις αὐτῷ ἀκάθαρτος καὶ βέβηλος» (Λόγος 85, σελ. 341).
Ἡ ἀναγνώρισις τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἰσότητος τῶν ἀνθρώπων ἔχει πραγματικὸν νόημα καὶ περιεχόμενον μόνον ἐν Χριστῷ. Βεβαίως καὶ οἱ μὴ ἐξαρτῶντες τὴν ζωήν των ἐκ τοῦ Χριστοῦ ὁμιλοῦν σήμερον κατʼ ἐπίδρασιν τῆς μακρᾶς χριστιανικῆς παραδόσεως περὶ ἐλευθερίας, ἰσότητος καὶ ἀδελφοσύνης τῶν ἀνθρώπων. Ὅλα αὐτὰ ὅμως προβαλλόμενα ἄνευ τοῦ θεμελίου τῆς πίστεως εἰς τὸν Χριστὸν παραμένουν μετέωρα. Τὸ πρῶτον ἄρθρον τῆς Γαλλικῆς διακηρύξεως τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ πολίτου λέγει ὅτι «οἱ ἄνθρωποι γεννῶνται καὶ παραμένουν ἐλεύθεροι καὶ ἴσοι κατὰ τὰ δικαιώματα».
Τὰ αὐτὰ περίπου ἐπαναλαμβάνονται εἰς τὸ πρῶτον ἄρθρον τῆς Διακηρύξεως τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Ὀργανισμοῦ Ἡνωμένων Ἐθνῶν, ὡς καὶ εἰς τὰ συνθήματα τῶν διαφόρων κοινωνικῶν μεταρρυθμιστῶν. Ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν γεννῶνται ἴσοι οὔτε ἐξ ἴσου ἐλεύθεροι εἰς τὰ διάφορα σημεῖα τῆς γῆς. Πῶς λοιπὸν θὰ ἠδύναντο νὰ παραμείνουν ἴσοι καὶ ἐλεύθεροι;
Μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων διακρίνομεν σοφοὺς καὶ ἀγραμμάτους, ὑγι - εῖς καὶ ἀσθενεῖς, ρωμαλέους καὶ ἀδυνάτους, εὐφυεῖς καὶ ἠλιθίους, ἱκανοὺς καὶ ἀνικάνους, πολίτας ἀνεπτυγμένων καὶ πολίτας ὑπαναπτύκτων χωρῶν, πολίτας φιλελευθέρων καὶ πολίτας τυραννικῶν καθεστώτων κ.ο.κ. Πῶς λοιπὸν εἶναι δυνατὸν θὰ θεωρηθοῦν οὗτοι ἴσοι ἐπὶ τῇ βάσει ἐνδοκοσμικῶν κριτηρίων; Μόνον ἐντός τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπου καταργεῖται οἱαδήποτε ἀνθρωπίνη καύ χησις καὶ ἐκτιμᾶται ὁ ἄνθρωπος ἐκ τῆς ἀξίας, τὴν ὁποίαν λαμβάνει ἐκ Θεοῦ (Α´ Κόρ. 1, 29–30), εἶναι δυνατὴ ἡ τοιαύτη θεώρησις τοῦ ἀν θρώπου. Ὁ χριστιανὸς ὡς ἄνθρωπος καὶ ὡς μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ θεωρῆ τὸν ἑαυτόν του ξένον πρὸς τὰς ἐπιτυχίας ἢ τὰς ἀποτυχίας, τὰς ἀρετὰς ἢ τὰς ἁμαρτίας τῶν ἄλλων.
Ἡ ἀγάπη τοῦ χριστιανοῦ δὲν ἀναφέρεται μόνον πρὸς τοὺς πιστούς, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἀπίστους. Κατὰ τὸν Ἱερὸν Χρυσόστομον: ἐὰν οἱ χριστιανοὶ ἦσαν πράγματι πιστοί, δὲν θὰ ὑπῆρχαν ἄπιστοι εἰς τὸν κόσμον. Οἱ χριστιανοὶ ἔχουν θείαν ἀποστο λὴν ἐντὸς τοῦ κόσμου. Θὰ ἠδυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι ἡ θέσις τῶν χρι στιανῶν ἐντὸς τοῦ κόσμου εἶναι ἀνάλογος πρὸς τὴν θέσιν τῶν ἱερέων ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως οἱ ἱερεῖς εἶναι ὑπεύθυνοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν πιστῶν, οὕτω καὶ οἱ πιστοί, ὡς «βασίλειον ἱεράτευμα» (Α´ Πετρ. 2, 5 καὶ 9) εἶναι ὑπεύθυνοι ἔναντι τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ κόσμου. Τὸ ἔργον τοῦ Χριστοῦ ὡς μεσίτου μεταξὺ Θε οῦ καὶ ἀνθρώπων συνεχίζεται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι τὸ σῶμα Του. Λησμονῶν ὁ πιστὸς τὴν φανέρωσιν τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἀδελφοῦ του, λησμονεῖ κατ᾽ οὐσίαν τὴν φανέρωσιν τοῦ Χριστοῦ ὡς μεσίτου μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων.
* Ὁμιλία εἰς τὴν αἴθουσαν τῆς Π.Ο.Ε, Κάνιγγος 10,  (8.11.76).
Ορθόδοξος Τύπος