ΕΝΟΨΕΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Υπό
Σπ. Κ. Τσιτσίγκου, MA, DD, PhD
«Τοιούδε μόχθου
τέρμα μη τι προσδόκα,
πριν αν θεών τις διάδοχος των
σων
πόνων φανή» (Αισχύλος).
Τη «λευκή νύχτα» τών
Χριστουγέννων, κι’ ενώ «πλήθος στρατιάς»
Αγγέλων θα ψάλλει το «Δόξα εν υψίστοις
Θεώ», ένα αμέτρητο πλήθος άστεγων της πατρίδας μας θα λιμοκτονεί μέσα σε
υπόνομους, τρώγλες, παραπήγματα κ.λπ. Πού είναι, λοιπόν, ο «μεθ’ ημών Θεός» (Eμμανουήλ); Ενανθρώπησε;
Ήλθε στη γη; Χάρη στον Ωχαδελφισμό τών «πιστών» Του, το άγιο Όνομά Του θα «βλασφημείται εν τοις έθνεσι» (Ησ. 52,
5)! Aυτοί, με καρδιά πιο αφιλό-ξενη κι’ απ’ εκείνη τών ά-λογων ζώων (βους και
ονάριο) προς τον νεογέννητο Χριστό, θα λατρέψουν, για άλλη μια φορά, τον Καταναλωτισμό
τους, περνώντας και μια βόλτα, έτσι «για το καλό» κι’ απ’ τους ναούς σαν «καλοί
Χριστιανοί». Όταν, όμως, όλο το Ευ-αγγέλιο επικεντρώνει την πνευματική εργασία
στη φιλ-ανθρωπία, ορίζοντας μάλιστα απ’ αυτήν και το μισθό τού καθενός, πώς δεν
θα είμαστε αναπολόγητοι; «Εφ' όσον ουκ
εποιήσατε ενί τούτων τών ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε» (Ματθ. 25, 45).
Δεν χωρά αμφιβολία ότι το
μεγαλύτερο ίσως από...
τα πιο καυτά προβλήματα, που απασχολεί ―ολοένα και
περισσότερο― ολόκληρο τον κόσμο, την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τη χώρα μας,
ειδικότερα, είναι η οικονομική κρίση, εξαθλίωση, φτώχεια και ανεργία. Οι
στατιστικές δίνουν συγκλονιστικά στοιχεία, ιδίως μεταξύ των νέων. Εκατομμύρια
υπολογίζονται οι φτωχοί τής Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να περιλαμβάνονται σ' αυτούς τα άλλα εκατομμύρια των ανέργων, που
κάθε χρόνο ολοένα και περισσότερο αυξάνονται.
Η «τεχνολογική ανεργία»,
που για δεκαετίες μάστιζε την Αμερική και την Ευρώπη, έφθασε δυναμικά κι’ εδώ,
είτε με τη μορφή τής «στοιχειακής ανεργίας», είτε τής «πλήρους ή μερικής
ανεργίας». Η παγκόσμια οικονομική κρίση, η ανταγωνιστική παραγωγή και η
εξειδίκευση, ευθύνονται, βασικά, για το φαινόμενο της ανεργίας, και,
δευτερευόντως, η αμάθεια, οι πολιτικές διώξεις και η δεύτερη εργασία. Στο
μεταξύ, η κατάρρευση του υπαρκτού Σοσιαλισμού των χωρών τής COMEKON αποθάρρυνε
τη «διευθυνόμενη οικονομία» προς δόξα τού «ελεύθερου ανταγωνισμού» (Κοινωνικού Δαρβινισμού). το πρόβλημα, όμως, παραμένει
για τη λεγόμενη «βιομηχανική εφεδρική
στρατιά» (Κ. Μarx) τών ανέργων, είτε (δεν) χορηγεί «φιλάνθρωπα» την εργασία
το Κράτος, είτε ο εργοδότης (lock out),
αφού παραπέμπει στη ζωτική ανάγκη τής επιβίωσης. Δεν θα υπεισέλθω εδώ στη θεωρία
τών ανακυκλούμενων φάσεων, που απασχολεί τούς Οικονομολόγους.
Η φτώχεια και η ανεργία
όχι μόνο μαραζώνουν και καθηλώνουν τη θεοκεντρική σκέψη (δεν προάγεται η
αληθινή Παιδεία και ο αυθεντικός Πολιτισμός, που είναι ο πολιτισμός τής ψυχής),
αλλά και την οδηγούν αντίστροφα, προς την αμαρτία (τ.έ. αντικοινωνικούς
δρόμους, λ.χ. εγκληματικότητα, αυτοκτονίες κ.λπ.). Eξ άλλου, η κοινωνική
εξαθλίωση του ανθρώπου δεν συμβιβάζεται με την ανθρωπιά, την αλληλο-κατανόηση,
το πνεύμα συνεργασίας και αλληλεγγύης τών Χριστουγέννων.
Αλλ’, η φτώχεια και η
ανεργία εκλαμβάνονται και ως αρνητικοί παράγοντες για την αγωνιστικότητα στη
ζωή (το «θάρρος τής ύπαρξης»). Πολλά συμπλέγματα κατωτερότητας και μειονεκτικότητας,
αισθήματα απαισιοδοξίας, άγχους, stress και ανασφάλειας,
μέχρι ακόμα και χιλιάδες συμβάντα αυτοκτονιών, προέρχονται από την κοινωνική
και οικονομική εξαθλίωση προσώπων και οικογενειών, για να μην αναφέρουμε την άνθηση
της παραθρησκείας (Αποκαλυπτισμός, Αστρολογία, Μαγεία, Πνευματισμός, Ουφολογία
κ.λπ.), των ακραίων πολιτικών ιδεολογιών κ.τ.λ., τα οποία λειτουργούν ως ψυχικά
«καταφύγια». Γιατί η δυστυχία και η αναξιοπάθεια αμβλύνουν, οπωσδήποτε, την
πνευματική, αισθητική, φιλοσοφική και πολιτική [το πρόβλημα της φτώχειας και
της ανεργίας, ως γνωστό, είχε εκδηλωθεί σε οξύτατη μορφή πριν από την κήρυξη
του Α’ Παγκόσμιου πόλεμου] συνείδηση του ατόμου. H ένδεια και η αναδουλειά,
τέλος, είναι τα κύρια αίτια της «αυξανόμενης αθλιότητας», οδηγώντας στην παρα-οικονομία
και τα μεταναστευτικά κύματα.
Οι εκκλησιαστικοί Πατέρες, με βάση τη Θεία συγκατάβαση, θεωρούν την τίμια εργασία
ως κατ’ εξοχήν μέσον ψυχοσωματικής άσκησης, ηθοπλαστικής ανάπτυξης και
πνευματικού αγνισμού τού ανθρώπου, ατομικά και συλλογικά. Οι αιρέσεις, όπως
πάντα, απολυτοποιούσαν τα άκρα: είτε επιδίωκαν, για ιδεολογικούς λόγους, την
ανεργία - Νιρβάνα (βλ. αρχαιοελληνική
ηθική Δουλοκτητισμού και Βουδδισμού), είτε υπερεκθείαζαν την εργασία (βλ.
Προτεσταντική ηθική τής υπεραξίας τής εργασίας τού Καπιταλισμού και Μαρξισμού). μόνη η Ορθόδοξη
θεανδρική ένωση διατηρεί το «χρυσό μέτρο» και την ισορροπία. Ενώ, όμως, η
φτώχεια και η ανεργία για τον κόσμο λειτουργούν αρνητικά ως προς το αίσθημα αυτοπεποίθησης,
την κοινωνική αξιοπρέπεια και τη μεγαλοψυχία, για τον Χριστιανισμό, όχι
(τουλάχιστον απροϋπόθετα). Ο σαρκωθείς Θεός, αφού, με τα σημερινά κοινωνικο-οικονομικά
κριτήρια, ήταν άεργος, θεωρείται περιθωριοποιημένος, παρίας και αναξιοπρεπής.
Αλλά, μόνο ένας Θεός τής Ειρήνης, τής Αγάπης και της Δικαιοσύνης, που
φανερώθηκε «εν σαρκί» (Θεο-φανία)
μπορεί και απο-καλύπτει, άρα και κρίνει και καταγγέλλει, τόσο δραστικά και
ρωμαλέα την (κοινωνικο-πολιτική) αδικία τής φτώχειας και της ανεργίας.
Τη «γενέθλιον ημέραν τής ανθρωπότητος» γεννιέται το ανθρώπινο δικαίωμα για
εργασία. Γιατί; Διότι η Θεία Ενσάρκωση αποτελεί ουσιαστικά την υποστασιοποίηση
της Θείας φιλ-ανθρωπίας, δηλ. της αδελφικής παγκόσμια αγάπης. Η σαρκωμένη Αγάπη
και η σαρκωμένη Δικαιοσύνη επιβάλλουν την ισότητα στην παραγωγή, στην εργασία
και στην κατανάλωση. Όπως ο Χριστός εισήλθε στον κόσμο με τη Σάρκωσή Του,
εγκαινιάζοντας το έργο («ο Πατήρ μου έως
άρτι εργάζεται καγώ εργάζομαι») τής Θ. Οικονομίας, έτσι κι’ εμείς
οφείλουμε, με αφορμή τη «μητρόπολη πασών
των εορτών», να εισέλθουμε (και επαγγελματικά) στην κοινωνία, ανευρίσκοντας
το νόημα και τον σκοπό τής ζωής μας. Ο Υιός
τού Θεού παρέχει σε όλους ψυχο-πνευματική και σωματική απασχόληση. Σήμερα (τη
νύχτα τών Χριστουγέννων) τελούνται οι «ιεροί γάμοι» (το μέγα μυστήριο της Ενανθρωπήσεως)
του εργαζόμενου Νυμφίου με την εργαζόμενη νύμφη (Εκκλησία) Του (Ιω. 5, 17. 6, 27), στην οποία, ας σημειωθεί, Αυτός
έδωσε δουλειά και υποσχέθηκε απολαβή, μολονότι πνευματικά ήταν «πόρνη», όπως σημειώνει
ο ιερός Χρυσόστομος, αφού είχε απιστήσει και προδώσει τον μόνο Κύριο, Νυμφίο
και Θεό της, λατρεύοντας κτιστά είδωλα. Σύμφωνα με τη θεολογία τών
Χριστουγέννων, προηγείται η έφεση για εργασία, ακολουθεί η εκμάθησή της, μετά
έρχεται η ζήτησή της και, τέλος, η προσφορά
της. Ακόμα και αυτή η αγάπη ή το ενδιαφέρον μας για τη Θεία Ενσάρκωση ενέχουν
πνευματικό μισθό, κατά τον ι. Χρυσόστομο.
Το μήνυμα των
Χριστουγέννων δεν είναι μήνυμα απαισιοδοξίας, αλλ’ ελπίδας, δύναμης, χαράς και
λυτρωμού: «σκιρτάν και αγάλλεσθαι χρη»,
γράφουν οι Πατέρες τής Εκκλησίας. Χωρίς εργασία, όμως, δεν είναι δυνατόν να
είσαι ευτυχισμένος. Η Εκκλησία συμπονά και παρηγορεί υλικά και πνευματικά τούς
άστεγους και άνεργους, (προσ)ευχομένη (για) την επαγγελματική απασχόληση όλων. μέσα στη Θ. Λειτουργία (< λαός + έργο) όλοι
(θα πρέπει να) εργάζονται πνευματικά και υλικά. Η χριστουγεννιάτικη δοξο-λογία
δεν είναι μια απλή έκφραση λεκτικών σχημάτων, αλλά ένας νέος τρόπος ζωής και
σκέψης. Με άλλα λόγια, τής Δοξολογίας προηγείται η μετά-νοια (η αλλαγή
νοοτροπίας). Γιατί η γιορτή δεν είναι μια απλή ανάμνηση ή υπενθύμιση, αλλά, με
βάση τον «λειτουργικό χρόνο», μια προσωπική εμπειρικά/βιωματικά απο-κάλυψη
(φανέρωση - γέννηση) του Θεού (μέσα μας: Θεο-τόκοι). Έτσι, η ψυχική στέρηση (ψυχολογικά
τραύματα, συμπλέγματα κατωτερότητας, υπαρξιακό κενό, άγχος κ.λπ.), που
προέρχεται από την οικονομική ανέχεια, αντιμετωπίζεται ορθόδοξα με κατάλληλη ψυχο-πνευματική
εργασιοθεραπεία: ενασχόληση ―προσωπικά και εκκλησιαστικά― με τον πνευματικό μας
τοκετό. Πώς
δηλ. κι’ εμείς, με τη «νοερά προσευχή», θα νοιώσουμε μέσα στην καρδιά μας «σκιρτήματα βρεφοπρεπή». Και αυτά τα
σκιρτήματα είναι, βέβαια, και δημιουργικά αλλά και ευφρόσυνα.
Τι δώρο θα κάνει φέτος η
Πολιτεία στο Θείο Βρέφος; Τι καλύτερο από την εξεύρεση εργασίας και οικονομική
ελάφρυνση σε εκατομμύρια άπορους και άνεργους συνανθρώπους μας; Ας μιμηθούμε
την κένωση του Θ. Λόγου, κι’ ας
αποκτήσει τίμια και αξιοπρεπή δουλειά ο λαός, για να εξασφαλίσει τον
«επιούσιον». Η προσφορά «πάσης τής ζωής ημών»
είναι η δική μας συμμετοχή στο θαύμα. Η φτώχεια και η ανεργία αντιστρατεύονται
την κοινωνική δικαιοσύνη και την ισονομία σε μια δημοκρατική Πολιτεία. Το Κράτος
ως εντολοδόχος τού Θεού, κατά τον απόστολο Παύλο, όχι μόνο δεν είναι δυνατόν να
πέφτει στα αμαρτήματα της αδικίας και της αδιαφορίας, αλλ’ οφείλει να προστατεύει
το δικαίωμα της εργασίας για όλους τούς πολίτες, απασχολώντας τούς δυνάμενους
για εργασία σαν τις μέλισσες στην κυψέλη. Τότε προάγεται η κοινή ευημερία, και,
συγχρόνως, εξασφαλίζονται οι αναγκαίοι και απαραίτητοι όροι αυτάρκειας (Β’ Κορ.
9, 8).
Οι Πολιτικοί για την
οικονομική ανάπτυξη και την πάταξη της ανεργίας στα πλαίσια του παρεμβατισμού (κατά τον Μονεταρισμό ή τον
Κεϋνσιανισμό) στρέφονται συνήθως ―εκτός από τα δάνεια― στις (ξένες)
επενδύσεις και την ανάλογη κατανάλωση, αν και τα μέτρα αυτά δεν είναι πάντα
ακίνδυνα. Ενώ οι Χριστιανοί καλούνται να δουλεύουν ακόμα κι’ αν δεν έχουν οι
ίδιοι οικονομικό πρόβλημα, αλλά για να βοηθούν από το περίσσευμα της παραγωγής
τους τούς μη έχοντες (άνεργους, ανάπηρους, ηλικιωμένους, ανήλικους κ.λπ.), οι
Δυτικοί, όπως ιστορικά πρώτοι αυτοί εισήγαγαν τα Christmas, έτσι και πρώτοι
εισηγήθηκαν τον περιορισμό τών εργατοωρών (Λευκή
Βίβλος), με παράλληλη, φυσικά, μείωση του μισθού, προς χάρη μιας ολιγαρχίας
(νόμος τού ατομικού συμφέροντος). βέβαια,
κάτι τέτοιο θα ήταν δίκαιο, μόνο όταν δεν γινόταν σε βάρος των εργαζομένων και
υπέρ τής πλουτοκρατίας, και όταν «ουδείς
είναι υπερβαλλόντως πλούσιος, ουδείς ενδεής» (Μ. Βασίλειος).
Αντί των καθιερωμένων
ευχών, ας παρακαλέσουμε «το της δικαιοσύνης
φως» (Σ. Σολ. 5, 6), Αυτόν τον «Ήλιο
τής Δικαιοσύνης» (Μαλ. 3, 20), Χριστό,
να «επιλάμψει» σε όλους μας,
φωτίζοντας ιδιαίτερα τους υπεύθυνους, για μια ―όσο το δυνατόν― προσφορότερη
λύση στο τεράστιο αυτό πρόβλημα.