Θά σας ενθυμίσω ένα ώραίο ρητό του μεγάλου μας πατρός Επιφανίου Επισκόπου Κύπρου, το όποιον έξεφώνησε κάποτε στην άρχή ενός λόγου του. «Προ έξ ήμερων του πάσχα, διά των πέντε αισθήσεων, τον τετραήμερον ο τριήμερος, ταις δυσί τον έναν χαρίζεται».
Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, ο όποιος αποτελείωσε την αποστολή Του και θεράπευσε το πανανθρώπινο τραύμα και σε έξι ημέρες θα παρεδίδετο στα πανάχραντα Του πάθη, όπου θα έσφράγιζε την επιτυχία της σωτηρίας μας, έδειξε, σαν προοίμιο σε μας τους μαθητές Του και γενικά σε όλον τον κόσμο, ότι υπάρχει ανάσταση νεκρών και ότι Αυτός είναι όντως «η Ανά-στασις και η Ζωή».
Ακριβώς πριν από τα συνταρακτικά τούτα γεγονότα, της αναστάσεως δηλαδή του Κυρίου, προηγήθηκεν κατά έξι μέρες η ανάσταση του Λαζάρου, ο όποιος, όπως ξέρετε, ήταν φίλος του Χριστού. Και ο Σίμων ο λεπρός, ο Φαρισαίος, ο πατέρας του Λαζάρου, επειδή ήταν πιστός, αρεσκόταν ο Κύριος να συχνάζη στην οικία του και να έχη φιλικές σχέσεις με αυτήν την οικογένεια.
Άνέστησε φυσικά τον Λάζαρο, όχι τόσο για να δείξη την δύναμη της θεοπρεπούς Του μεγαλωσύνης, άλλωστε το είχε κάνει και ενωρίτερα αυτό σε άλλες περιπτώσεις, αλλά για να δείξη ότι πλησιάζει το προοίμιο της συντριβής του θανάτου και της γενικής αναστάσεως της ανθρωπινής φύσεως και της αποκαταστάσεως συμπάσης της κτίσεως «της ύποταγείσης εις την φθοράν» έξ αιτίας της πτώσεως του ανθρώπου.
Το ιστορικό γεγονός της αναστάσεως του Λαζάρου το φέρομε στην αναγωγή, καθώς...
πολλές φορές κάνουν οι Πατέρες μας ερμηνεύοντας την Γραφή, για να ορθάσωμεν έτσι σ’ ένα πόρισμα πνευματικό, το όποιο πολύ θα μας ώφελήση. Κάθε τί το όποιο περιέχεται στην Γραφή, έχει πολλαπλές ερμηνείες.
Η ανάσταση του ιστορικού Λαζάρου έγινε τότε, αλλά αυτό, μεταφερόμενο στην αλληγορία, ενεργείται κάθε μέρα στις ψυχές των ανθρώπων. Η αναγωγή λοιπόν είναι η εξής.
Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, ο όποιος είναι πάντοτε μαζί μας, όπως ο Ίδιος ομολογεί, «ιδού εγώ μεθ’ υμών είμι πάσας τάς ημέρας, έως της συντέλειας του αιώνος», περιστρέφεται και ανασκοπεί του καθενός την κατά¬σταση και μυστικώς εκφράζει στις ουράνιες Του δυνάμεις και στους σεσωσμένους· «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται». Κάθε ένας από μας είναι νεκρός Λάζαρος και φίλος του Ιησού μας, χάριν του ότι για μας έθυσιάσθη, για όλους ενδιαφέρεται.
Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, ο παντογνώστης Θεός, ο πανάγαθος Δεσπότης και ο αληθινός μας πατέρας, βλέποντας την νέκρωση μας, συνεχώς φωνάζει προς τις ουράνιες δυνάμεις Του. «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται». Τώρα ποιος από μας τους κεκοιμημένους θα είναι ικανός να προκαλέση την συμπάθεια Του, ούτως ώστε να επέμβη και να τον αναστήση; Γιατί αυτός μόνος Του ομολόγησε ότι, «εγώ είμι η ανάστασις και η ζωή».
Όπως αναφέρεται, όταν η αδελφή του Λαζάρου η μεγαλύτερη, η Μάρθα, αν και πίστευε στον Ιησού Χριστό, έν τούτοις, από το βόγγο του πόνου πού έχασε τον μονάκριβο της αδελφό, ξεχνώντας την δύναμη της αναστάσεως πού βρισκόταν σ’ Αυτόν, άρχισε να του λέη με παράπονο: «Κύριε, εί ής ώδε, ούκ αν απέθανε μου ο αδελφός».
Και ο Ιησούς απαντά: «Αναστήσεται ο αδελφός σου». Πάλιν αυτή δεν καταλαβαίνει το νόημα και επιμένει: «Ναί, Κύριε, ξέρω ότι στην έσχατη ήμερα της παλιγγενεσίας και αυτός θα αναστηθή». Τότε ο Ιησούς διακηρύττει: «Εγώ είμι η ανάστασις και η ζωή.
Λοιπόν αυτός είναι ο Ιησούς μας ο όποιος μένει μαζί μας σαν η αιωνία και μόνιμος ανάσταση και προσδοκά του καθενός μας την ανάσταση. Πότε θα στραφούμε προς Αυτόν να έκφράσωμε τον πόνο της νεκρώσεως μας, για να φωνάξη και σε ‘μάς: «Λάζαρε, δεύρο έξω». Για να γίνη αυτό χρειαζόμαστε συμπαραστάτες, όπως είχε και ο Λάζαρος τις δύο αδελφές, την Μάρθα και την Μαρία.
Η μέν Μάρθα συμβολίζει κατά τους Πατέρες την πρακτική εργασία, την πρακτική μετάνοια και τα σωματικά έργα. Η δε Μαρία συμβολίζει την θεωρία, την πνευματική εσωστρέφεια μέσω της οποίας επικοινωνεί κάθε λογική ψυχή με τον Θεό. Η πρακτική μετάνοια συνίσταται στον πόνο, στο πένθος και στο κλάμα «υπέρ των προτέρων αμαρτημάτων» και στο πένθος υπέρ της ανακτήσεως των αρετών και των χαρισμάτων, τα όποια κληρονομικά μας παρέδωσε ο Ιησούς μας και ανήκουν στον καθένα από ‘μάς.
Όύπω γάρ έφανερώθη – λέγει ο Άγιος Ιωάννης – τί έσόμεθα, όίδαμεν δέ, όταν φανερωθή, όμοιοι αύτώ έσόμεθα». Δηλαδή θα δούμε τον Κύριο μας στην ήμερα εκείνη της παλιγγενεσίας και θα είμεθα όμοιοι με αυτόν. «Ο Θεός έν μέσω Θεών» εκμαγεία του αρχετύπου.
Για να φθάσωμε σ’ αυτήν την αξία, πρέπει, όπως είπα, να αποκτήσωμε πρωτίστως την συνεχή ειλικρινή πρακτική μετάνοια, πού αυτή θα μας όδηγήση στην θεωρία. Επειδή πρακτικά αμαρτήσαμε, πρακτικά αρνηθήκαμε τον Ιησού μας, πρακτικά τον προσβάλαμε και τον προδώσαμε, πρακτικά τώρα να επιστρέψωμε πίσω και ν’ αποδείξωμεν ότι πλέον δεν θα ξανακάμψωμε τα γόνατα μας μπροστά σε κάθε είδωλο της αμαρτίας.
Είμεθα υπόχρεοι τώρα, ο καθ’ ένας από ‘μάς, ν’ αποκτήσωμε τις δύο αδελφές, την πραγματική πράξη της μετανοίας πού μας οδηγεί μακριά από κάθε παράβαση της εντολής. Άρνηση στον Θεό δεν υπάρχει από κανένα λογικό όν, και από αυτούς ακόμα τους άθεους, τους ύλιστές, τους αναρχικούς. Ας κομπάζουν με τα χείλη.
Δεν μπορούν ν’ αρνηθούν τον Θεό, διότι, για να μπορέσωμε να αρνηθούμε ένα πράγμα, πρέπει να είμαστε δυνατοί να το καταργήσωμε. Τότε θα καυχηθούμε πάνω στην απιστία μας ότι όντως αυτό δεν υπάρχει, το καταστρέψαμε.
Αν εμείς αρνηθούμε Αυτόν, λέει ο Παύλος, αυτός πιστός μένει. Ποία λοιπόν είναι η άρνηση αφού τα πράγματα είναι έτσι;
Η άρνηση είναι στην παράβαση της εντολής. Αυτό μας διδάσκει η παγκόσμια ιστορία. Και τα δύο στοιχεία, το ανθρώπινο και το αγγελικό, τα όποια κατέβησαν και συνετρίβησαν, δεν άρνήθησαν τον Θεό, αλλά την εντολή.
Και ακριβώς η παράβαση της εντολής, πού θεωρείται άρνηση, προκάλεσε την πτώση, την συντριβή και τον θάνατο. Τώρα και σε μας ο τρόπος της επιστροφής είναι η πρακτική ομολογία.
Από εκεί πού πλανηθήκαμε και παρασυρθήκαμε και αρχίσαμε να παραβαίνουμε τις εντολές του Χριστού μας και καταρρακώσαμε την προσωπικότητα μας, από την Ίδια θύρα θα επιστρέψωμε.
Να παύσωμε να άμαρτάνωμε, να τον άρνούμεθα και να τον προδίδουμε. Αφού φθάσωμε σ’ αυτήν την κατάσταση διά της Χάριτος Του, τότε βαθύτερα μέσα στο είναι μας θα ριζώση η αίσθηση αυτή της μετανοίας πού θα μας προκαλέση το πένθος και τον πόνο και το δάκρυ. Τότε ο νους ελεύθερος από την επίδραση και την αιχμαλωσία των εξωτερικών σφαλμάτων, της εξωτερικής χρεωκο-πίας, γυρίζει προς τον Θεό και συνεχώς πενθών ζητεί το έλεος Του και αυτή είναι η θέση της Μαρίας.
Όταν οι δύο αδελφές αποκτηθούν, να είστε βέβαιοι ότι τότε ο Λάζαρος νους, το ψυχικό μας είναι, θα αναστηθή, όπως τότε στον ιστορικό Λάζαρο. Και τότε, όπως αναφέρει τό ευαγγέλιο, επισκέφθηκε ο Ιησούς μας την οικία του Λαζάρου και του παρέθεσαν εκεί τράπεζα και όΛάζαρος «ήν εις των συνανακειμένων».
Έτσι και όΛάζαρος νους θα ευρίσκεται μαζί με τον Ιησού μας στην πνευματική ευφροσύνη, εκεί όπου μας διαβεβαιώνει ότι «ετοιμάσω ημίν τόπον».
Εκεί στην ουράνια πανευφροσύνη, ως κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι του Ιησού μας, θα ευρισκόμαστε και ‘μείς, όπως τότε ο Λάζαρος, στην ιδία τράπεζα «συνευοχούμενοι» και όχι πενθούντες για τον θάνατο, αλλά χαίροντες για την δική μας ανάσταση.
Ο καθένας από μας λοιπόν ας επίσπευση να απόκτηση χωρίς χρόνοτροβή τις αρετές πού αντιπροσωπεύουν οι δύο αδελφές, Μάρθα και Μαρία, πού είναι ικανές να πείσουν τον Ιησού μας να παρουσίαση το πτώμα του νεκρού νού και να διάταξη ως Πανσθενουργός Λόγος το «Λάζαρε, δεύρο έξω» από τον τάφο της αναισθησίας και «έίσελθε είς την χαράν του Κυρίου σου». Αμήν.
Πηγή: Γέροντος Ιωσήφ, Αθωνικά μηνύματα, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά,Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 1999.