Ἡ ἀπληστία καὶ ἡ θεοεγκατάλειψη. Γέροντας Πορφύριος



Ἡ ἀπληστία καὶ ἡ θεο-εγκατάλειψη

Γύρω στὸ 1979, πέρασα μιὰ ἀπὸ τὶς δυσκολότερες περιόδους τῆς ζωῆς μου, μὲ ἀλλεπάλληλα χτύπηματα. Αὐτὸ κράτησε γιὰ ἕνα χρόνο περίπου καί, ὅπως καταλαβαίνω τώρα, ὅλα ἔγιναν γιὰ νὰ συνετιστῶ, διότι εἶχα ἀρχίσει πλέον νὰ σκέπτομαι ὑπεροπτικά. Εἶχα ἀρχίσει νὰ μπαίνω σ’ ἕναν ἄλλο τρόπο σκέψης, πιστεύοντας πὼς ὅποιος εἶναι ἐξυπνότερος μπορεῖ νὰ κοροϊδεύει καὶ τοὺς ἄλλους.

Εἴχαμε μία ἑταιρεία εἰσαγωγῆς ὑφασμάτων μαζὶ μὲ κάποιον ἄλλο καὶ κερδίζαμε πολλὰ χρήματα. Μὲ κάθε εἰσαγωγὴ κερδίζαμε πέντε μὲ δέκα χιλιάδες λίρες. Τεράστια ποσά! Κι ἔκανα μεγάλη ζωὴ τότε.
Ὅλα αὐτὰ ὅμως ἦταν χτισμένα ἐπάνω σὲ μεγάλες ἀπάτες, οἱ ὁποῖες μᾶς ὁδηγοῦσαν ὁλοένα καὶ σὲ μεγαλύτερες.  Ἦρθε ὅμως κάποια στιγμὴ καὶ ὁ φραγμός. Ποιὸς ἦταν ὁ φραγμός;

[ ...] Πληγώθηκα καὶ ἀπογοητεύτηκα. Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφτανε αὐτό, μοῦ πῆραν καὶ ἕνα μαγαζί. Καὶ ἀμέσως μετὰ... δέχτηκα ἕνα χτύπημα ἀπὸ τὴν ἴδια μου τὴν οἰκογένεια. Ἡ στενοχώρια μου ἦταν ἀφόρητη. «Τὶ παντρεύεσαι, ἀφοῦ δὲν εἶσαι ἱκανὸς νὰ συντηρήσεις οἰκογένεια;» σκεφτόμουν. «Σοῦ πῆραν τὸ μαγαζί.   Ἔχεις πάθει τόσα πράγματα…». Καὶ ὑπῆρξε καὶ συνέχεια [...]

Κλονίστηκα. Ἡ τράπεζα, τὸ μαγαζί, τὸ συμβόλαιο, τὸ σπίτι, ἀπὸ ὅλα τὰ σημεῖα, ἀλλεπάλληλα χτυπήματα μέσα σὲ ἕνα μήνα.   Ἔφτασα σὲ τέτοια κατάσταση, ποὺ ἔβλεπα τὴν ἐλιὰ γιὰ γίγαντα, γιὰ κολοσσό. Χρειάστηκε νὰ βγάλω κάτι φωτογραφίες τότε καὶ συνειδητοποίησα ὅτι εἶχε ἀλλοιωθεῖ τὸ πρόσωπό μου. Ἐκεῖ θυμήθηκα τὸν πολύαθλο  Ἰώβ. Πάγωσε τὸ σπίτι. Τὰ παιδιά μου ἔπεσαν σὲ μελαγχολία. [ ...]

Ἐκεῖ κατάλαβα τί θὰ πεῖ ἐγκατάλειψη Θεοῦ. Ἡ τρομερότερη κόλαση εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Ἂν δὲν ἔχανα τὰ λεφτά μου ὅλα καὶ δὲν βίωνα αὐτὴ τὴν ἐγκατάλειψη, δὲν θὰ γνώριζα τὴν παραμυθία τῆς Χάριτος. Διάβαζα ἐκείνη τὴν περίοδο πολλὰ βιβλία καὶ ἰδίως τὶς «παραινέσεις πρὸς Ὀλυμπιάδα» τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Μοῦ συνέβαινε αὐτὸ ποὺ διαβάζουμε στὸν  Ἰώβ, «θὰ ἔρχεται τὸ πρωὶ καὶ θὰ λὲς πότε νὰ ἔρθει τὸ βράδυ καὶ θὰ ἔρχεται τὸ βράδυ καὶ θὰ λὲς πότε νὰ ξημερώσει». Αὐτὸ πάθαινα. Νομίζω πὼς ἄλλη κόλαση ἀπ’ αὐτὴ δὲν ὑπάρχει. Σὰν νὰ μὲ πονοῦσαν ταυτόχρονα ὅλα μου τὰ δόντια! Τέτοιος πόνος! Ὁ ψυχικὸς πόνος εἶναι τρομακτικός. Δὲν συγκρίνεται μὲ τὸν σωματικὸ πόνο. [...]

Παράλληλα ἔβλεπα πολὺ τρομακτικὰ ὄνειρα! Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει πάλι ὁ  Ἰώβ, «κοιμᾶμαι καὶ βλέπω ἐφιάλτες τρομακτικούς». Ἂν ἤμουν ζωγράφος, θὰ μποροῦσα νὰ ζωγραφίσω αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἔβλεπα. Νὰ βλέπεις κύματα μαῦρα κι ἐσὺ νὰ εἶσαι μέσα στὴ θάλασσα καὶ νὰ λὲς καταποντίζομαι. Νὰ βουί­ζει ὁλόκληρη ἡ θάλασσα, καὶ τὰ κύματα νὰ εἶναι τεράστια καὶ μαῦρα. Ὁλόμαυρα κύματα! Καὶ ἡ κατάσταση αὐτὴ δὲν κράτησε μία μέρα ἢ δύο, ἀλλὰ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο!

Σιγὰ-σιγὰ ὅμως τὰ κατάφερα. Σὲ αὐτὸ μὲ βοήθησε καθοριστικὰ ἡ γνωριμία μου μὲ τὸν Γέροντα Πορφύριο. Εἶναι αὐτὸ ποὺ λένε, «διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν»! Ἀρκεῖ νὰ ἔχουμε τὴν ἀντοχὴ ἢ μᾶλλον τὴν ὑπομονή. Ὅπως λέει ὁ Κύριος, «ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν». Δὲν τὸ ἔχουμε συλλάβει αὐτό. Εἶναι καθαρὰ θέμα πίστεως. Καὶ ἡ πίστη εἶναι θέμα ἐμπιστοσύνης.   Ὄχι πίστης λογικῆς, ἀλλὰ καρδιακῆς. Ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ Πατέρα.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ“, του Ἰωάννη Μαρουσιώτη, ἔκδ. Ι.Γ.Η.Μ.Σ. 2013, σελ. 122-125