Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΣΤΑ ΣΚΟΠΙΑ

Tου Σταύρου Καρκαλέτση *

Ένα από τα πλέον άγνωστα τμήματα των εκτός Ελλάδας Ελλήνων, είναι αυτό που κατοικεί στη FYROM, στα σημερινά Σκόπια. Θα τολμούσα να ισχυριστώ πως δεν πρόκειται απλώς για ''άγνωστο'' αλλά και ''ανεπιθύμητο'' για τον μικροαθηναικό ενδοτισμό κομμάτι του Ελληνισμού. Το πολιτικό αδιέξοδο στις σχέσεις των Σκοπίων με την Ελλάδα, η επιθετική σκοπιανή ιδεολογία του ''μακεδονισμού'', και η παραδοσιακή έλλειψη ενδιαφέροντος τόσο από το ελληνικό κράτος όσο και από την ακαδημαϊκή κοινότητα, συνέβαλαν στην άγνοια της ιστορίας τους αλλά και της σύγχρονης παρουσίας τους. Υπάρχει όμως Ελληνισμός στα Σκόπια, την ώρα που κάποιοι στην Αθήνα ετοιμάζονται για τις νέες εκπτώσεις με τίτλο ''Δημοκρατία της Άνω Μακεδονίας''.

Κατά το 19ο αιώνα, ο ελληνικός αυτός πληθυσμός κατοικούσε κατά ...
πλειονότητα στην περιοχή της Πελαγονίας, που περιλαμβάνει την Οχρίδα (Αχρίδα), το Μοναστήρι, τη Γευγελή, και τη Στρώμνιτσα. Τα βόρεια όριά του, που ταυτίζονταν με τα όρια της ιστορικής Μακεδονίας, ήταν το Κρούσοβο και το Πρίλεπο. Οι πρώτες εθνικές συγκρούσεις άρχισαν το 1870, με τη δημιουργία της βουλγαρικής Εξαρχείας και με την απόπειρα των Βούλγαρων εθνικιστών να αποσπάσουν τους σλαβόφωνους ελληνικούς πληθυσμούς από την επιρροή του ελληνόφωνου Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο σλαβόφωνος πληθυσμός διασπάστηκε. Ένα μέρος, οι βουλγαρίζοντες, προσχώρησε στην Εξαρχία, ενώ ένα άλλο σημαντικό μέρος παρέμεινε πιστό στην ελληνική ιδέα και στο Πατριαρχείο.

Οι βασικές ομάδες του  ελληνισμού της Πελαγονίας ήταν τρεις: Οι πατριαρχικοί σλαβόφωνοι, οι Βλάχοι, και οι Σαρακατσάνοι. Ο Σκοπιανός ιστορικός Kriste Bitoski αναφέρει:
''Ιδίως οι Βλάχοι, βαθμιαία έγιναν η κύρια δύναμη στο πλευρό της Μητρόπολης της Πελαγονίας για την προώθηση της Μεγάλης Ελληνικής Ιδέας. Οι ναοί και τα σχολεία του Μοναστηρίου ήταν σε ελληνικά χέρια κατά τα μέσα του 19ου αιώνα…''.
Στο υπόμνημα που απέστειλε η ελληνική κοινότητα της Πελαγονίας το 1903 προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, περιγράφεται με σαφήνεια η πολιτιστική και εθνική κατάσταση: ''Λαλούμεν ελληνιστί, βουλγαριστί, βλαχιστί, αλβανιστί, αλλ’ αυδέν ήττον εσμέν άπαντες Έλληνες και ουδενί επιτρέπομεν ν’ αμφισβητεί προς ημάς τούτο''.

Η ένταση των εθνοτικών συγκρούσεων στην περιοχή φαίνεται και από τη μαρτυρία του Michel Pailares:
''Στο Μοναστήρι, όλοι οι Βλάχοι είναι Έλληνες ως τα βάθη της καρδιάς τους, με ελληνικές παραδόσεις και ιδανικά. Στέλνουν πάνω από δύο χιλιάδες παιδιά στα σχολεία του εκεί Ελληνισμού, που τα πλουτίζουν με τις εισφορές τους. Αυτοί βρίσκονται επικεφαλής του πιο σκληρού και αμείλικτου αγώνα εναντίον της Βουλγαρίας και Ρουμανίας. Δημιούργησαν μια μυστική επιτροπή που είναι ο τρόμος των κομιτατζήδων. Ούτε ο μητροπολίτης ούτε ο Έλληνας πρόξενος μπορούν να μετριάσουν τον έξαλλο πατριωτισμό τους…''.

Μετά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο και την ενσωμάτωση της περιοχής στο νεοσύστατο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913), η κατάσταση χειροτέρευσε. Οι Σέρβοι ακολούθησαν μια πολιτική εκσλαβισμού και εκσερβισμού. Απαγόρευσαν τη χρήση της ελληνικής γλώσσας και έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία και τις ελληνικές εκκλησίες. Σε ιδεολογικό επίπεδο, μετονόμασαν τους κατοίκους σε ''παλιούς Σέρβους'' (starii Srbrji). Η πολιτική αυτή αντικαταστάθηκε με την πολιτική εκβουλγαρισμού κατά τη διάρκεια τόσο της περιόδου 1916-1918, όταν η περιοχή κατελήφθη από τις Κεντρικές Δυνάμεις κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στη συνέχεια τα Σκόπια θα επανέλθουν στη σερβική δικαιοδοσία και η επαρχία θα oνομαστεί η επαρχία Vardarska. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου θα υποστεί τη γερμανική Κατοχή, όπου όμως μεγάλο μέρος του πληθυσμού (οι βουλγαρίζοντες) είδαν τους Γερμανούς ως ελευθερωτές, καθ' ότι σύμμαχοι των Βουλγάρων. Τότε θα επιστρέψουν και οι Βούλγαροι στην περιοχή και θα συνεχίσουν την πολιτική εκβουλγαρισμού. Είναι ακριβώς η πολιτική θα προσπαθήσει να ακυρώσει ο Τίτο στη συνέχεια, εφευρίσκοντας το ιδεολόγημα του μακεδονισμού.

Κατά τη γιουγκοσλαβική περίοδο, οι Έλληνες των Σκοπίων υπέστησαν την πολιτική της μακεδονοποίησης, που ακολούθησαν όλες οι γιουγκοσλαβικές κυβερνήσεις. Η πολιτική αυτή θα βρει την πλήρη αποθέωση μετά τη διάλυση της πολυεθνικής Γιουγκοσλαβίας, όταν στη νέο κράτος της FYROM θα επικρατήσουν οι Σλαβομακεδόνες εθνικιστές, οι οποίοι θα προσπαθήσουν να ακυρώσουν τη σλαβική καταγωγή της πλειονότητας των κατοίκων  και να εμφυσήσουν στους πληθυσμούς  -πλην Αλβανών- τη βεβαιότητα ότι υπήρχε από την αρχαιότητα το έθνος των Μακεδόνων, που δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με τους Έλληνες. Ο αριθμός των Ελλήνων στη FYROM δεν είναι εξακριβωμένος και οι διάφορες εκτιμήσεις έχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ τους. Οι Έλληνες της περιοχής προέρχονται κυρίως από Βλάχους, Σαρακατσάνους και πρόσφυγες του ελληνικού Εμφυλίου.

Το δεδομένο είναι ότι στην απογραφή του 2002, δήλωσαν ελληνική καταγωγή 422 άτομα. Είναι βέβαιο ότι το τεταμένο κλίμα στις σχέσεις Ελλάδας-FYROM, επηρέασε τον ελληνικό πληθυσμό στο να αποκαλύψει την εθνική του ταυτότητα. Στην προηγούμενη απογραφή του 1994 είχαν δηλωθεί 349 Έλληνες και 8.300 Βλάχοι  ως ξεχωριστή εθνική ομάδα.

Τα έως τώρα ρεαλιστικότερα δεδομένα προέρχονται είτε από μια δήλωση του Ν. Γκλιγκόροφ, πρώτου προέδρου  της FYROM, είτε από αμερικανικές εκτιμήσεις , είτε από επεξεργασία των παλαιότερων απογραφικών στοιχείων, είτε από εκτιμήσεις των ίδιων των Ελλήνων του κράτους αυτού. Ο Κίρο Γκλιγκόροφ, έκανε την δήλωσή του κατά την περίοδο των πρώτων  συνομιλιών για την επίτευξη συμφωνίας για το όνομα του νέου κράτους. Στη δήλωση αυτή στην τσεχική εφημερίδα Cesny Denik τον Ιούνιο του ‘92, ανέφερε την ύπαρξη 100.000 πολιτών ελληνικής καταγωγής. Η δήλωση αυτή είναι μέρος μιας ευρύτερης συνέντευξης και απάντηση στην παρακάτω ερώτηση:

[CESKY DENIK]  Macedonia itself has not solved its own minority problems.  Apart from Turks, Serbs, Greeks, and Romanians, there are also Albanians. According to the official figures, 21 percent of people in Macedonia are of Albanian origin. Ismet Ramadani, chairman of the Club of Deputies of the Albanian Labor Party in the Macedonian Parliament told us that these figures were not valid, and that Albanians form a third, if not more.

[Gligorov] Look, it is not in our interest to make the number of Albanians smaller than it actually is. What are these estimates that there are 30, or even 50 percent Albanians in our country based on?  Are they private estimates saying so much or so little? In the Balkans, many nations compete as regards numbers, and they all present themselves as the largest. The Greeks say that there are 250,000 Greeks here, while according to the statistics, there are only 100,000. (εφημ. Cesny Denik, Πράγα, 10 Ιουνίου 1992, σελ. 5)

H εκτίμηση αυτή του Γκλιγκόροφ αναδημοσιεύτηκε στην Ελλάδα για πρώτη φορά στην εφημερίδα “Μεσημβρινή” της 16-6-1993. Κάποιες από δηλώσεις των ιδίων των Ελλήνων της χώρας, αυτής διπλασιάζουν την εκτίμηση Γκλιγκόροφ, ενώ ανεπιβεβαίωτες πηγές που δημοσιεύτηκαν στον αντιπολιτευόμενο Τύπο, ισχυρίζονται ότι στην απογραφή του 1991 –στην οποία βασίζεται και ο Γκλιγκόροφ- περι τις 200.000 άτομα δήλωσαν ελληνική εθνική συνείδηση. Σε έκθεση του Αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών για τα δικαιώματα των μειονοτήτων που δημοσιεύτηκε στις 31 Ιανουαρίου 1995, έκανε λόγο για «καταπιεζόμενη ελληνική μειονότητα». Στην επίσημη ιστοσελίδα της CIA, αναφέρεται ότι το 2002 στη χώρα αυτή ζουν  Σλαβομακεδόνες (αναφέρονται ως Macedonian), 25.2% Αλβανοί, 3.9% Τούρκοι, 2.7% Ρομά, 1.8% Σέρβοι,  2.2% άλλοι .

Αδιευκρίνιστος παραμένει ο βαθμός ταύτισης της δήλωσης «Βλάχος» με το «Έλληνας». Ο Κωσταντίνος Χολέβας αφού αναφέρει την εκτίμηση του σερβικού περιοδικού «Zabavnik» (Δεκέμβριος ’88) της εφημερίδας Politika ότι στην περιοχή των Σκοπίων υπήρχαν 150.000 «Βλαχόφωνοι ή Τσίντσαροι», υποστηρίζει:
«Ως προς τους Ελληνοβλάχους, η απογραφή του 1948 τους υπολόγιζε σε 148.000. Στη στατιστική υπηρεσία των Σκοπίων φαίνεται ότι το 1953 αναγνώριζαν 80-100.000 Βλάχους, όπως τους έλεγαν, προσπαθώντας  πονηρά να αποκόψουν  τους Βλαχόφωνους Έλληνες από την ελληνική τους ρίζα και να τους μετατρέψουν σε ξεχωριστή μειονότητα. Οι Βλάχοι όμως, και στην Αλβανία και στα Σκόπια, δε δέχτηκαν ποτέ την Αλβανοποίηση ή Σκοπιανοποίηση, αλλά επειδή φοβούνταν να πουν «Έλληνας», κράτησαν τον όρο «Βλάχος» ως την τελευταία γραμμή άμυνας του ελληνισμού».

Ενδιαφέρον έχουν παλιότερες εκτιμήσεις.  Το 1913, όταν η περιοχή περιήλθε στη σερβική κατοχή, στο Μοναστήρι κατοικούσαν 14.000 Έλληνες σε σύνολο 42.000. Στο Κρούσοβο κατοικούσαν 3.218 Έλληνες σε σύνολο 4.918. Το Μεγάροβο ήταν αμιγές ελληνικό με 2.410 κατοίκους όπως και η Μιλοβίστα με 2.150, καθώς και η Νιζόπολη με 1890, το Τίρνοβο με 2.430, το Μπούκοβο με 1474, το Ντράγκος με 717, η Ρέσνα με 1000 κ.ά. Ακόμα και στα Σκόπια, σε κείμενο διαμαρτυρίας για τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) συγκεντρώθηκαν 10.000  υπογραφές.

Ενδιαφέρον επίσης έχει και η απογραφή που έκαναν το 1941 οι Γερμανοί κατακτητές. Απ’ αυτήν προκύπτει ότι σε σύνολο 800.000, το 12%, δηλαδή 100.000, ήταν Έλληνες.

Στη συνέχεια, την τιτοϊκή εποχή, στην απογραφή του 1951 θα απογραφούν 158.000 Έλληνες στην περιοχή. Απ’ αυτούς οι 25.000 ήταν γηγενείς Έλληνες κάτοικοι Μοναστηρίου, 100.000 βλαχόφωνοι και 32.000 πολιτικοί πρόσφυγες. Σε σύνολο 900.000 οι ελληνικής συνείδησης κάτοικοι ανέρχονταν στο 18%. Στη συνέχεια, οι αρχές θα εκπονήσουν πολιτική μείωσης του αριθμού των Ελλήνων. Αυτό θα το πετύχουν με την υποχρεωτική καταγραφή των Βλάχων ως «Αρομούνων» ή ως «Μακεδόνων». Αντίστοιχα θα επιχειρήσουν και με τους πολιτικούς πρόσφυγες, μικρό μέρος των οποίων προερχόταν από το σλαβομακεδονικό αυτονομιστικό κίνημα. Ο διωγμός των ελληνικής συνείδησης κατοίκων της περιοχής αυτής της τότε ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, πήρε το χαρακτήρα της υποχρεωτικής τους διάσπασης σε διαφορετικές εθνοτικές ομάδες: Βλάχοι, Σαρακατσάνοι, Μακεδόνες, Γιουγκοσλάβοι.

Γι αυτό και οι απογραφές του 1961 και του 1971 δίνουν τελείως ασαφή στοιχεία.  Με μια έννοια, μόνο με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας κατά την εποχή της δημοκρατικής ευφορίας και πριν επικρατήσουν οι ακραίοι εθνικιστές, που ανήγαγαγαν το μακεδονισμό σε κυρίαρχη και αποκλειστική ιδεολογία του νέου κράτους, μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε ελεύθερη διατύπωση του εθνικού συναισθήματος. Και αυτό συνέβη μόνο στην απογραφή του 1991, στην οποία βασίστηκε ο Γκλιγκόροφ για να δημοσιοποιήσει την προσωπική του εκτίμηση.

Το Μοναστήρι (Μπίτολα το ονομάζουν σήμερα oι Σκοπιανοί)) είναι χτισμένο δίπλα στον ποταμό Δραγόρα, στους πρόποδες του όρους Περιστέρι. Ο Φίλιππος ίδρυσε την πολιτεία της Ηράκλειας, τα ερείπια της οποίας βρίσκονται κοντά στη σημερινή πόλη. Στα μεσαιωνικά χρόνια συναντάται ως «Βουτόλιον». Σημαντική ημερομηνία είναι το 972 μ.Χ. όταν ο Βούλγαρος τσάρος Συμεών κυριεύει την πόλη. Είχε προηγηθεί η συντριβή των βυζαντινών στρατευμάτων από τον Κρούμο σε μια περιοχή που μέχρι σήμερα ονομάζεται «Sare Grek» δηλαδή «Τόπος καταστροφής των Ελλήνων». Η χρυσή εποχή της πόλης θα είναι μετά τα ορλωφικά, όταν μετά την καταστολή της ελληνικής επανάστασης του 1770, πλήθη Ηπειρωτών και Δυτικομακεδόνων προσφύγων θα κατακλύσουν την πόλη.

Το 1830 η πόλη θα έχει 25.000 κατοίκους, εκ των οποίων τα 2/3 θα είναι Έλληνες, κυρίως βλαχόφωνοι. Με την εμφάνιση του βουλγαρικού εθνικισμού και τον ανταγωνισμό των εθνικών ομάδων στη Μακεδονία, το Μοναστήρι θα μετατραπεί από το 1870 στο σημαντικότερο ελληνικό πολιτικό κέντρο. Η τελευταία οθωμανική απογραφή του 1910 αναφέρει πληθυσμό 40.000 ατόμων, ενώ οι επίσημες εκτιμήσεις της ελληνικής Μητρόπολης του 1912 θα μιλούν για 43.000.

Η μοίρα της πόλης, που απέχει μόλις 15 χιλιόμετρα από τα σύνορα, θα κριθεί στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, όταν στις 5 Νοεμβρίου του 1912 θα καταληφθεί από τα σερβικά στρατεύματα. Οι Σέρβοι θα ακολουθήσουν πολιτική εθνικής καταπίεσης των Ελλήνων και εποικισμού της περιοχής από φιλικούς σλαβικούς πληθυσμούς. Η περιοχή του Μοναστηρίου θα υποστεί τις γνωστές σκληρές διαδικασίες αλλοίωσης της εθνικής φυσιογνωμίας που επέφερε η εποχή του έθνους-κράτους και άλλαξε ριζικά το παλιό πολυεθνικό πρόσωπο των κοινωνιών.

Υπολογίζεται ότι έως το 1935 θα εγκατασταθούν στην περιοχή 19.000 οικογένειες Σέρβων και Βόσνιων, ενώ περισσότερες από 8.000 ελληνικές κατοικίες θα δημευτούν προς όφελος των εποίκων. Το ελληνικό προξενείο Μοναστηρίου θα κλείσει το 1923, ενώ το 1924 θεσπίζεται απαγόρευση ομιλίας της ελληνικής γλώσσας σε δημόσιο χώρο, καθώς και η ανάρτηση ελληνικών επιγραφών στα καταστήματα. Πέντε χρόνια αργότερα θα κλείσουν τα ελληνικά σχολεία. Χιλιάδες Έλληνες θα πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς και θα καταφύγουν στα ελεύθερα ελληνικά εδάφη.

Τι γίνεται όμως σήμερα στη FYROM; Οι Σαρακατσάνοι, ως πλέον τολμηροί, ίδρυσαν το 2003 στα Σκόπια ένα σύλλογο με την επωνυμία «Το Χελιδόνι», με 320 μέλη. Ο πρόεδρος του συλλόγου Δημήτρης Αποστόλου  περιέγραφε ως εξής την κατάσταση:
«Εδώ υπάρχουν πολλές οικογένειες Σαρακατσάνων και πολλά νέα παιδιά, που θέλουν να μάθουν την ελληνική γλώσσα, αλλά δεν έχουμε δάσκαλο. Τόσα χρόνια, υποσχέσεις μόνο στα λόγια. Σβήνουμε. Μην εκπλαγείτε αν δείτε Σαρακατσάνους με βουλγαρική υπηκοότητα. Η απόγνωση θα οδηγήσει πολλούς στην αγκαλιά της Βουλγαρίας. Μέχρι σήμερα, περισσότεροι από 10.000 πολίτες της ΠΓΔΜ, έλαβαν την βουλγαρική υπηκοότητα, μεταξύ των οποίων και ο τέως πρωθυπουργός της χώρας (1998-2002) Λιούπσο Γκεοργκιέφσκι. Ζητάμε από την Ελλάδα να μας παραχωρήσει διπλή υπηκοότητα, όπως έγινε με τους Βορειοηπειρώτες. Είμαστε Έλληνες και θέλουμε να παραμείνουμε Έλληνες, στα χώματα που γεννηθήκαμε».

Κι άλλες πόλεις με ανθηρό Ελληνισμό, ακολούθησαν την μοίρα του Μοναστηρίου, για να ξαναγυρίσουμε στον ξεριζωμό: Μετά τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, και η Στρώμνιτσα θα υποστεί το περιβάλλον και τις συνέπειες που διαμορφώνουν στην ευρύτερη περιοχή οι εθνικισμοί. Θα καταληφθεί αρχικά από το βουλγαρικό στρατό το 1912, κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Στη συνέχεια, κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, θα καταληφθεί στις 24 Ιουνίου του 1913 από τον  ελληνικό στρατό. Οι Έλληνες της πόλης θα νοιώσουν ελεύθεροι για 30 ακριβώς ημέρες. Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου  η Στρώμνιτσα περνά οριστικά στο σερβικό έλεγχο.

Εντυπωσιακά είναι τα γεγονότα που ακολούθησαν: Μόλις μαθεύτηκε το νέο, οι Έλληνες Στρωμνιτσιώτες συγκεντρώθηκαν  στη Μητρόπολη και επέλεξαν να εγκαταλείψουν την πατρίδας τους. Στις 13 Αυγούστου 1913 πυρπόλησαν οι ίδιοι τα σπίτια τους, πήραν μαζί τους την εικόνα των Δεκαπέντε Μαρτύρων και διέφυγαν στις ελεύθερες περιοχές. Οι εναπομείναντες υπέστησαν τη σερβική πολιτική εκσλαβισμού. Το 1925 έκλεισαν τα εναπομείναντα ελληνικά σχολεία. Στην απογραφή του 1945 δεν αναφέρονται Έλληνες στην πόλη.

Τα ίδια και στην Αχρίδα: Σύμφωνα με ελληνικές στατιστικές του 1913, στην πόλη κατοικούσαν 2.800 Έλληνες, 2.500 Βούλγαροι και 6.500 μουσουλμάνοι και Εβραίοι.  Από το έτος αυτό θα αρχίσει η συρρίκνωση της ελληνικής κοινότητας. Η ελληνική κοινότητα του Κρουσόβου, βλαχόφωνη στην πλειονότητά της, ήταν μια από τις ανθούσες του βορειομακεδονικού χώρου. Πληθυσμιακά γνωρίζουμε ότι το 1856 το Κρούσοβο είχε 18.000 κατοίκους, κυρίως βλαχόφωνους Έλληνες και λίγους Αλβανούς και Βούλγαρους. Το 1885 ο πληθυσμός μειώθηκε λόγω μετανάστευσης και έφτασε τις 14.000. Το 1903, λίγο πριν την καταστροφήτου, στο Κρούσοβο κατοικούσαν 8.000 βλαχόφωνοι Έλληνες. Το Κρούσοβο καταστράφηκε ως αντίποινα για τη βουλγαρική εθνικιστική εξέγερση του Ίλιντεν. Την εξέγερση αυτή προκάλεσε η Εσωτερική Μακεδονοαδριανουπολιτική Επαναστατική Οργάνωση (Ε.Μ.Ε.Ο.), που ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1893 και ήταν ο βασικότερος και μαχητικότερος φορέας των βουλγαρικών συμφερόντων στη Μακεδονία.  Το Γενικό Επιτελείο Στρατού εξέδωσε ένα βιβλίο υπό τον τίτλο «Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα», όπου αναφέρονται οι συνθήκες της καταστροφής της πόλης:
«…Ἀπεκόπησαν εἰς μεγάλην ἔκτασιν τά τηλεγραφικά καλώδια, τά ἑνώνοντα τό Μοναστήριον μέ τήν Θεσσαλονίκην, τόν Περλεπέν καί τήν Ἀχρίδα καί ἐξετελέσθησαν πολλαί δολιοφθοραί εἰς γεφύρας καί σιδηροδρομικάς γραμμάς. Οἱ πράκτορες τῆς Ε.Μ.Ε.Ο. ἤρχισαν ἀμέσως νά ἐπισκέπτωνται τά χωρία, νά συγκεντρώνουν τούς κατοίκους εἰς τάς ἐκκλησίας καί νά κηρύσσουν τήν ἐπανάστασιν. Κατά τούς ἐκφωνουμένους λόγους ἔλεγον πρός τούς χωρικούς ὅτι αἱ μεταρρυθμίσεις εἶχον ἀποτύχει καί ὅτι μόνον ἡ ἐπανάστασις θά τούς ἐξησφάλιζεν τήν ποθητήν ἐλευθερίαν, θά τούς ἀπήλασσεν ἀπό τούς φόρους καί τήν δεκάτην, θά διένειμεν εἰς αὐτούς τούς ἀγρούς τῶν μεγάλων τσιφλικίων. Τούς προέτρεπον νά λάβουν τά ὅπλα καί νά ἐνισχύσουν τήν ἐπανάστασιν ἐξερχόμενοι εἰς τά ὄρη. Ὑπέσχοντο ἐπίσης ὅτι θά ἐβοηθοῦντο ὑπό τῆς Βουλγαρίας καί τῆς Ρωσίας, ὡς καί ὑπό τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ….”

Την 20η Ιουλίου 1903 άρχισε η εξέγερση με επιθέσεις των Βουλγάρων κομιτατζήδων κατά οθωμανικών στρατιωτικών στόχων. Σε τρία προπύργια του του βλαχόφωνου ελληνισμού, στη Νέβεσκα (Νυμφαίο Φλώρινας), στην Κλεισούρα και στο Κρούσοβο οι κομιτατζήδες κατάφεραν να παραμείνουν μερικές ημέρες πριν εκδιωχθούν από τα οθωμανικά στρατεύματα.   Όμως στο Κρούσοβο, όπου η εξέγερση έλαβε μεγάλη έκταση, συνέπραξαν με τους κομιτατζήδες στην αντιοθωμανική τους εξέγερση –παρά την αρνητική θέση της Ελλάδας-  λίγοι βλαχόφωνοι Έλληνες υπό τον Πίτο Γιούλη. Βουλγαρόφρονες και ελληνόφρονες κατέλαβαν το Κρούσοβο και εγκατέστησαν δική τους «επαναστατική κυβέρνηση». Σύντομα η εξέγερση κατεστάλη και Οθωμανοί, μαζί με άτακτους, κατέστρεψαν τα χωριά των βλαχόφωνων Ελλήνων που θεωρήθηκε ότι έλαβαν μέρος. Την εκδικητική μανία και την πολιτική του ΕΜΕΟ θα πληρώσουν ακριβά το Κρούσοβο, η Νέβεσκα (Νυμφαίο Φλώρινας) και η Κλεισούρα.

Στις 30 Ιουλίου 1903, ό επικεφαλής των τακτικών και ατάκτων οθωμανικών δυνάμεων Μπαχτιάρ πασάς μπήκε στο Κρούσοβο και άρχισε τις σφαγές και τις καταστροφές. Με ιδιαίτερο μένος κατεστράφη η ελληνική συνοικία, ενώ η βουλγαρική διασώθηκε. Πυρπολήθηκαν 366 οικίες και 203 καταστήματα. Πολλοί κάτοικοι της κωμόπολης θα εγκατασταθούν στην Καστοριά, τη Φλώρινα και στη Θεσσαλονίκη. Το βλαχόφωνο ελληνικό στοιχείο θα μειωθεί κατά πολύ και θα φτάσει στα 5.400 άτομα. Οι Βούλγαροι εξαρχικοί θα είναι 2.160 και οι ρουμανίζοντες Βλάχοι 650.

Η κατάληψη μιας άλλης ελληνικής πόλης, πάνω σχεδόν στη μεθόριο, της Γευγελής, σηματοδότησε το τέλος και της δικής της ακμής. Η καταπίεση συνεχίστηκε και κατά τη γιουγκοσλαβική περίοδο. Το 1947 οι αρχές εκτόπισαν τους Σαρακατσάνους σε απόσταση 160 χιλιομέτρων από τα σύνορα. Με σχετικό νόμο όρισαν ως ποινικό αδίκημα τα να πλησιάζουν τα σύνορα σε απόσταση μικρότερη των 70 χιλιομέτρων. Το 1963-68, περίπου 4.000 Σαρακατσάνοι, μεγάλο μέρος των οποίων καταγόταν από τη Γευγελή, εκδιώκεται για την Ελλάδα και εγκαθίσταται στο Νέο Κορδελιό Θεσσαλονίκης.

Το Μεγάροβο ήταν μια ακόμη αμιγώς ελληνική κωμόπολη, κατοικούμενοι αποκλειστικά από βλαχόφωνους Έλληνες. Μετά την καταστολή της επανάστασης της Ηπείρου του 1767 που καταπνίγηκε δυο χρόνια αργότερα από τον Σιλιχτάρ Πασά, αρκετοί Ηπειρώτες –κυρίως από περιοχές της Βορείου Ηπείρου- κατέφυγαν στο Μεγάροβο. Εκείνη την εποχή αναφέρονται ως σλαβόφωνες, μόνο τρεις οικογένειες. Όλες οι άλλες είναι βλαχόφωνες και ελληνόφωνες. Το 1913 υπήρχαν 328 ελληνικές οικογένειες με σύνολο 2.417 άτομα. Σε επιστολή της Κοινότητας Μεγάροβου στις 12 Ιουνίου 1907, που υπογράφεται από τους ιερείς και 102 οικογένειες, περιγράφεται με ακρίβεια η ταυτότητα της:
««… η δική μας κοινότητα, θεωρεί ιερό της καθήκον να ενώσει μαζί με των άλλων αδελφών μας και τις δικές μας διαμαρτυρίες.  Δεν αποτελούμε χωριστή ομάδα από το ελληνικό γένος…  Λεγόμαστε Βλάχοι… οι πόθοι μας, τα αισθήματά μας, είναι συνταυτισμένα, αιώνες τώρα, με των ελληνοφώνων αδελφών μας…  Είμασταν και θα είμαστε Έλληνες» (ακολουθούν οι υπογραφές των ιερέων και 102 οικογενειών).

Η συνέχεια αυτής της κοινότητας ήταν πανομοιότυπη και των υπόλοιπων της FYROM. Εθνικές διώξεις από τους Σέρβους μετά το 1913 και επιβολή της σλαβοποίησης και του εκμακεδονισμού από τις γιουγκοσλαβικές αρχές μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

 * Από το έργο ''ΑΤΛΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ'', εκδ. ''ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ'', Αθήνα 2001
Πηγή: ΕΛ.Κ.Ε.Δ.Α
http://vlahofonoi.blogspot.gr/2013/12/blog-post_5.html