Διαβάστε μερικά για την αγιασμένη ζωή του.
Είναι βάλσαμο στην ταραγμένη καθημερινότητά μας.
Ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς κι από κάτω η παλιά Αθήνα, από την Ακρόπολη ώς το
Λυκαβηττό
Ο άγιος τούτος, που γιορτάζει 2 Μαρτίου, άγιος που πρόφτασε τον 20ό αιώνα,
ήταν παντρεμένος και είχε κι ένα γιο. Όμως χήρεψε λίγο μετά τη γέννηση
του παιδιού του. Γι' αυτό ο λαός μας τον αναγνωρίζει ως προστάτη των
παντρεμένων ζευγαριών.
Κάποτε παρακάλεσα κι εγώ, αν και ανάξιος και τεμπέλης στην προσευχή, για
ένα ζευγάρι που κόντευε να βαρέσει διάλυση. Τώρα, με τη χάρη του Θεού,
αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις τους. Λέτε να έβαλε το χεράκι του ο άγιος
παπα-Νικόλας;
Ξέρω και μια πρόσφατη εμφάνισή του σε στενή συγγενή καλού μου φίλου, που
αγνοούσε εντελώς την ύπαρξή του και μετά ανακάλυψε ποιος είναι, ψάχνοντας
τη φωτογραφία του στο Διαδίκτυο. Εμφάνιση που είχε τεράστια σημασία για τη
ζωή της.
Μεγάλη υπόθεση λοιπόν αυτό το...
σκυφτό γεροντάκι, που ήξερε ελάχιστα
γράμματα κι η φωνή του δεν ήταν και τόσο καθαρή - αλλά η καρδιά του ήταν
πεντακάθαρη...
Αυτό το γεροντάκι που μιλούσε με τα άλογα, που γιάτρευε τα άλογα των
αμαξάδων, που τα παιδιά το 'βλεπαν να περπατάει χωρίς να πατάει κάτω
(φίλος μου γνώρισε μια γιαγιά στην Αθήνα που είχε ζήσει αυτή την εμπειρία
όταν ήταν κοριτσάκι)...
Λίγα λόγια για τον βίο του
Ο παπα - Νικόλας Πλανάς ήταν άνθρωπος άκακος, απονήρευτος και με βαθειά
ταπείνωση.
Ο προγνώστης Θεός τον επροίκισε με το προορατικό χάρισμα, ενώ ήταν ακόμα
μικρό παιδί.
Με την μεγάλη απλότητα που τον διέκρινε, διηγόταν: “Μια βραδυά
χειμωνιάτικη, που καθόμασταν στο τζάκι είπα στον πατέρα μου: “Πατέρα, αυτή
την στιγμή εβυθίσθη το καΐκι μας το “Ευαγγελίστρια” έξω από την Πόλη”.
Έντρομος ο πατέρας μας, λέγει στην μητέρα μου: “Γυναίκα, τι λέγει το
παιδί”; Και όντως, αυτή τη στιγμή επνίγη το καΐκι μας...”. Για να αποφύγη
τον θαυμασμό των άλλων, αλλά και τον πειρασμό της υπερηφανείας έλεγε, ότι
“όλα τα παιδιά είναι προορατικά”.
Δεκατεσσάρων ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και στα δεκαεπτά νυμφεύθηκε
στην Αθήνα, όπου μετεκόμισε με την μητέρα και τα αδέλφια του από την
γενέτειρά του την Νάξο. Η σύζυγος του απέθανε σε νεαρή ηλικία, αφού εν τω
μεταξύ απέκτησαν ένα αγόρι.
Στην πολυθόρυβη πόλη και μέσα σε τόσες φροντίδες, αφού ήταν πατέρας και
μητέρα μαζί για το παιδί του και παράλληλα πνευματικός πατέρας για τους
ενορίτες του, έζησε βίον αληθινού ασκητού με νήψη, προσευχή και λατρευτική
ζωή.
Τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες για την αγιότητα του παπα-Νικόλα τις έχουμε
από τον σύγχρονό του Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Ο Παπαδιαμάντης ήταν ψάλτης του, στο Εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, κοντά
στο Μοναστηράκι της Αθήνας.
Έψαλλε στους εσπερινούς και τους όρθρους, στις λειτουργίες και τις
ολονυκτίες, που τελούσε με κατάνυξη, αλλά και μεγαλοπρέπεια ο
παπα-Νικόλας. Μπόρεσε δε να διεισδύση στο βάθος της αγιασμένης αυτής
ύπαρξης και να αντιληφθή το πλήθος των χαρισμάτων της, τα οποία ήταν
επιμελώς κρυμμένα κάτω από το κέλυφος της απλότητας και της ταπείνωσης,
γιατί ήταν και εκείνος εντεταγμένος στην ίδια προοπτική, ήταν δηλαδή,
φορέας της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Τον ονομάζει άξιο λειτουργό του Υψίστου
και τον αντιπαραβάλλει με τους “επαγγελματικούς ιερείς”, όπως τους
αποκαλεί, και συνεχίζει:
“Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκότερος των ανθρώπων... είναι
αξιαγάπητος, είναι απλοϊκός και ενάρετος, είναι άξιος του πρώτου
Μακαρισμού του Σωτήρος”.
Ήταν, όπως όλοι οι Άγιοι, αφιλοχρήματος και ελεήμων.
“Περνούσε πολύ χρήμα από τα χέρια του, αλλά αμέσως διοχετευόταν στην
ελεημοσύνη. Ως και νεαρούς διάκους βοηθούσε να σπουδάσουν.
Πολλές φορές δεν είχε ούτε μια πεντάρα πάνω του. Χωρίς να το προσέξη
κάποτε πήρε ένα αμάξι να τον πάη σε κάποιο σπίτι. Όταν έφθασαν και ηθέλησε
να πληρώση... κοιτάζει για χρήματα, ξανακοιτάζει, τίποτα.
Βρέθηκε σε αμηχανία.
Του λέγει ο αμαξάς: “Δεν είσαι συ ο εφημέριος του Αγίου Ιωάννου, ο παπα -
Νικόλας;”
- “Ναι, παιδί μου, εγώ είμαι”.
- Έ, δεν θέλω λεφτά. Μόνον την ευχή σου!””.
Σε μια άλλη περίπτωση κάποιος, που του διάβασε κάποτε παράκληση, του έδωσε
ως πληρωμή κάποιο σεβαστό ποσόν, μέσα σε κλειστόν φάκελο. Αυτός, καθώς
πήρε τον φάκελο, τον έδωσε αμέσως κλειστόν σε μια πτωχή, που τον περίμενε
πότε να τελειώση την παράκληση. Ο άνθρωπος που του τον έδωσε, άναψε από
στενοχώρια. “Μα τον ευλογημένον”, έλεγε, “να μην κοιτάξη καν τι του
έδωσα;!”.
Έδειχνε μεγάλη υπομονή στους πειρασμούς και τις δοκιμασίες και αφάνταστη
ψυχραιμία. Έλεγε κάποτε ο ίδιος, συμβουλεύοντας μια πνευματική του κόρη:
“Εγώ παιδί μου με την υπομονή τα έβγαλα πέρα τα τόσα σκάνταλα που μου
παρουσιαζόντουσαν”.
Μεγάλη σημασία έδινε στην προσοχή και την συγκέντρωση του νου κατά την
διάρκεια της προσευχής και της λατρείας.
Στις διδασκαλίες του προς τα πνευματικά του παιδιά τόνιζε πολύ το σημείο
αυτό. Μάλιστα, όταν έβγαινε να θυμιάση, κατά την διάρκεια του Όρθρου,
πολλές φορές τον είδαν να θυμιά άδεια στασίδια, ενώ αντίθετα δεν θυμιούσε
κάποιους από τους παρισταμένους.
Με το πνευματικό του χάρισμα διέκρινε ότι, κάποιοι από τους παρόντες
σωματικά ήσαν ουσιαστικά απόντες, αφού ο νους τους ήταν σκορπισμένος και
τριγυρνούσε έξω εδώ κι εκεί, ενώ κάποιοι που απουσίαζαν, λόγω ασθενείας ή
για άλλους λόγους, ανωτέρους της θελήσεώς τους, ήσαν νοερά παρόντες και
προσευχόντουσαν την ώρα εκείνη.
Λειτουργούσε συχνά και μνημόνευε στην Αγία Πρόθεση πάρα πολλά ονόματα
ζώντων και κεκοιμημένων.
Αξιώθηκε να ακούση ψαλμωδίες αγγέλων.
Προτρέπουμε την ανάγνωση του βίου του, που προκαλεί μεγάλη γλυκύτητα στην
καρδιά, όρεξη για προσευχή, μετάνοια και διάθεση για διόρθωση και μίμηση
της θεάρεστης ζωής του.
Κάποια μέρα που ο Άγιος βρισκόταν σ’ ένα από τα αγαπημένα του ξωκκλήσια
για να λειτουργήσει, παρατήρησε πως δεν υπήρχε κανένα πρόσφορο. Δεν
ταράχτηκε. Προτίμησε να περιμένει με τη βεβαιότητα ότι σύντομα κάποιο
πρόσφορο θα βρισκόταν.
Άλλωστε τόσα χρόνια, όσες φορές είχε συμβεί να μην έχει πρόσφορο, πάντα
την κατάλληλη στιγμή, κάποιος θα έφερνε, ή αν έπρεπε κάποιος από το
εκκλησίασμα πήγαινε σε κοντινό φούρνο και αγόραζε ένα.
Εκείνη τη μέρα όμως τα πράγματα δυσκόλευαν….
Η ώρα περνούσε και κανένας δεν έφερνε πρόσφορο. Έψαξε καλά στα ράφια του
ιερού μήπως και υπήρχε κάποιο από προηγούμενη φορά, μα δε βρήκε τίποτα.
Τότε έκανε νόημα σε δύο πνευματικά του παιδιά να πλησιάσουν στο ιερό και
τους ζήτησε να πάνε γρήγορα στο φούρνο και να ζητήσουν πρόσφορο κι αν δεν
έβρισκαν να ζητούσαν από κάποιες ενορίτισσες που πάντα φρόντιζαν και
είχαν.
Έφυγαν τρέχοντας από το εκκλησάκι οι δύο, μα μάταιος ο κόπος τους.
Λίγη ώρα αργότερα γύρισαν με άδεια χέρια πίσω και ανακοίνωσαν στον Άγιο
πως, παρά την προσπάθεια τους, κανένας δε βρέθηκε να τους εξυπηρετήσει. Ο
Άγιος ευχαρίστησε τα πνευματικά του παιδιά για τον κόπο τους και έμεινε
μόνος του στο ιερό. Στενοχωρήθηκε πολύ και τα ασκητικά του μάτια γέμισαν
δάκρυα. Η ώρα είχε περάσει. Ο Όρθρος έφτανε στο τέλος και ο ευλογημένος
ιερέας δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στη Θεία Λειτουργία. Τόσα χρόνια,
καθημερινά λειτουργούσε, μα εκείνη τη μέρα με θλίψη θα έπρεπε να διακόψει
αυτή την ευλογημένη σειρά. Με ασταμάτητα δάκρυα κοιτούσε την εικόνα του
Εσταυρωμένου και με δυνατή προσευχή παρακαλούσε τον Κύριο να μη του
στερήσει τη Θεία Λειτουργία.
Ξαφνικά βλέπει πάνω στην Αγία Τράπεζα ένα μικρό πρόσφορο που άχνιζε.
Ήταν ολόφρεσκο και τοποθετημένο στη μέση.
Μόλις το είδε ο Άγιος έκανε το σταυρό του και ύψωσε τη δακρυσμένη ματιά
του προς τον ουρανό ευχαριστώντας το Θεό.
Το θαύμα είχε γίνει.
Κάποιος άγγελος σταλμένος από το Χριστό είχε τοποθετήσει το μικρό πρόσφορο
στην Αγία Τράπεζα.
Ο Άγιος σκέφτηκε πως ένα τέτοιο θαυμαστό γεγονός δεν έπρεπε να μείνει κρυφό.
Κρατώντας λοιπόν το θεόσταλτο δώρο βγήκε μπροστά στην Ωραία Πύλη του Ιερού
και διακόπτοντας τους ψάλτες έδειξε το πρόσφορο προς το εκκλησίασμα και
είπε συγκινημένος: “Κοιτάξτε παιδιά μου τι σημείο μας έκανε ο Θεός”. Ο
κόσμος σάστισε. Χωρίς πολλά λόγια ο Άγιος εξήγησε τι είχε προηγηθεί και
αμέσως προχώρησε πάλι μέσα στο ιερό και σαν να είχε συμβεί κάτι απλό και
συνηθισμένο συνέχισε την ακολουθία.
Στο μεταξύ, βαθιά συγκίνηση κατέλαβε τους παρευρισκόμενους όταν
συνειδητοποίησαν πως ένα μεγάλο θαύμα – σημείο, όπως τους είπε ο Παππούς –
είχε συμβεί εκείνη την ώρα. Όλων τα μάτια βούρκωσαν και στράφηκαν με
ευγνωμοσύνη προς την εικόνα του Χριστού που τη φώτιζε αμυδρά ένα μικρό
καντήλι. Ευχαριστούσαν τον Κύριο για το μεγάλο θαύμα. Τον ευχαριστούσαν
όμως και για την ευλογημένη παρουσία του Παππού κοντά τους.
Μέχρι την απόλυση της Θείας Λειτουργίας όλοι ήταν συγκλονισμένοι και με
δυσκολία συγκρατούσαν τα δάκρυα τους.
Μόνο ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς έμοιαζε να μην έχει συναίσθηση του θαύματος
που είχε γίνει. Άλλωστε για τον ίδιο τα θαύματα ήταν μέρος του καθημερινού
του προγράμματος και η ταπεινή του ψυχή ποτέ δεν υπερηφανεύτηκε για τα
θεία σημεία.
Ήταν για τον Άγιο τα θαύματα φυσιολογικά, όπως φυσιολογική ήταν και η
αστείρευτη πίστη και αγάπη του στο Θεό.
π. Γ. Παπαβαρνάβας