Ἰωάννη Β. Βελιτσιάνου
Δρ. Θεολογίας Α.Π.Θ.
Ἡ χρήση ἑνὸς ὀνόματος, εἴτε γίνεται σπάνια εἴτε συχνά, ἔχει διττὴ προσέγγιση. Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση κάποιος θὰ διαπιστώσει δύο διαφορετικοὺς τρόπους ἐκτίμησης τῆς χρήσης τοῦ ὀνόματος, ἐντελῶς ἀντίθετους ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον. Ἄλλοι καυχῶνται γιὰ τὸ ὄνομά τους, ὅτι εἶναι πολὺ σπάνιο καὶ μὲ κάποια ἔννοια μοναδικό, καὶ ἄλλοι ὅτι εἶναι πάρα πολὺ συχνό, δηλαδὴ συναντᾶται παντοῦ, διότι εἶναι δημοφιλὲς στοὺς ἀνθρώπους κ.τλ. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει μὲ τὸ ὄνομα Μακεδονία στὴν Ἁγία Γραφὴ, ὅπου ἡ συχνὴ χρήση του, μᾶς παραπέμπει στὴ σπουδαιότητα καὶ στὴ διασημότητα αὐτοῦ.
Τὸ ὄνομα τῆς Μακεδονίας προέρχεται ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ μυθολογία ποὺ πέρασε στὴν κυρίως ἀρχαία ἱστορία καὶ ποὺ πρῶτος τὴν κατέγραψε ὁ Ἡρόδοτος (Ε 17). Ὁ Ὅμηρος φαίνεται νὰ ἀγνοεῖ τὸ ὄνομα Μακεδονία καὶ Μακεδόνες. Γι’ αὐτὸν οἱ πολεμιστὲς ἀπὸ τὴ χώρα ποὺ ἀδρεύει ὁ Ἀξιὸς εἶναι οἱ Παίονες καὶ χώρα τους ἡ Παιονία (Ἰλιάδα β’ 848, π’ 287 καὶ φ’ 152). Πιθανὸν αὐτὸ νὰ μαρτυρᾶ ὅτι ἡ τότε Μακεδονία ἦταν ἠπειρωτικὴ χώρα μακρὰ τοῦ Ἀξιοῦ καὶ δὲν εἶχε λόγους συμμετοχῆς σὲ ναυτικὲς ἐκστρατεῖες. Ὁ «πατέρας» τῆς Ἱστορίας, ὁ Ἡρόδοτος, ὀνομάζει Μακεδονία τὴν πέραν ἀπὸ τῆς Πρασιάδας λίμνης καὶ τοῦ Δυσώδους ὄρους χώρα (Ε 18) ποὺ ὁρίζεται πρὸς Ν. ἀπὸ τὸν Πηνειὸ καὶ τὸν Ὄλυμπο (ζ’ 173), ἀλλιῶς Μακεδονίς (Ζ 127). Οἱ κάτοικοι αὐτῆς, Μακεδόνες (Ε 18) ἢ Μακεδνὸν ἔθνος (Α 56, Ἡ 43) ἦταν ἑλληνικὸ φῦλο καὶ μάλιστα ἦταν κατ’ ἐκεῖνον δωρικὸ γένος ποὺ κατοικοῦσε πρῶτα στὴ Φθιώτιδα ἐπὶ Δευκαλίωνα, παρὰ τὴν Ὄσσα καὶ τὸν Ὄλυμπο ἐπὶ Δώρου καὶ ποὺ τελικὰ ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς Καδμείους καὶ κατέφυγε στὴν Πίνδο (Α 56). Ἐτυμολογικὰ τὸ ὄνομα Μακεδονία – Μακεδὸν(ιὸς) > Μακεδὼν ἢ Μακηδών, ὅπως καὶ τὰ: Μάγνης, Μακέτης κ.ἄ. εἶναι προφανὲς ὅτι προέρχονται ἀπὸ τὴ δωρικὴ ρίζα μακ- ἀπὸ τὴν ὁποία παράγονται καὶ τὰ: μάκος ἢ ἰωνικὰ μῆκος, magnus,a,um (ὁ μέγας, ὁ μὲ μῆκος), μακ(ε)ρὸς – μακρός, μάκαρ κ.ἄ., καθὼς καὶ τὰ σύνθετα: Μακεδονία, μακεδνός, ή, ὅ – Μάκεδνος, = ἡ ρίζα μακ- καὶ ἡ λέξη ἔδος = ἡ χώρα, τὸ ἔδαφος, κ.ἄ., ἀπ’ ὅπου καὶ ἡ λέξη ἔδνον = τὸ γλυκύ, εὔγευστο, κ.ἄ. Στὴν Ὀδύσσεια (η, 106) ἀναφέρεται «οἷά τε φύλλα μακεδνὴς ἀιγείρειο», ὅπου τὸ ἐπίθετο «μακεδνός, ή, όν» ἢ σὲ οὐσιαστικοποίηση Μάκεδνός, ἡ, (κάτι ὡς θερμὴ > θέρμη, ξανθὴ – Ξάνθη, Θερμὸς > Θέρμος, λευκός, ἢ – λεύκη ἢ λεῦκος…) μεταφράζεται σὲ εὐμήκη. Δηλαδὴ ἡ λ. Μάκεδνος σημαίνει εὔσωμος, εὐμήκης, ψηλός, μακρὸς κ.ἄ. καί Μακεδονία τὴν εὐμήκη, τὴν μακρὰ καὶ ὡραία χώρα.
Σύμφωνα μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Βιβλίο Γένεση), οἱ Ἕλληνες, ὅπως καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἄλλοι λαοὶ εἶναι ἀπόγονοι τοῦ Νῶε, δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μαζὶ μὲ τὴ γυναῖκα του διασώθηκαν μέσα σὲ κιβωτὸ ὕστερα ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ ποὺ ἔγινε στὴν ἐποχή τους. Ἀναφέρεται ἐπίσης ὅτι ἡ Μακεδονία λέγεται Χεττειεὶμ στὰ ἑβραϊκὰ καὶ οἱ Μακεδόνες εἶναι Ἕλληνες∙ «καὶ ἐγένετο μετὰ τὸ πατάξαι Ἀλέξανδρον τὸν Φιλίππου Μακεδόνα, ὃς ἐξῆλθεν ἐκ τῆς γῆς Χεττιὶμ, καὶ ἐπάταξε τὸν Δαρεῖον βασιλέα Περσῶν καὶ Μήδων καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ’᾿ αὐτοῦ πρότερος ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα. καὶ συνεστήσατο πολέμους πολλοὺς καὶ ἐκράτησεν ὀχυρωμάτων πολλῶν καὶ ἔσφαξε βασιλεῖς τῆς γῆς» [1].
Οἱ πρῶτες ἀναφορὲς γιὰ τὸ ὄνομα Μακεδονία γίνονται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη μὲ τὸ ὅραμα τοῦ προφήτη Δανιήλ, ὅπου προφητεύει διακόσια χρόνια πρὶν γεννηθεῖ ὁ Μ. Ἀλέξανδρος τὶς νῖκες κατὰ τῶν Μήδων καὶ τῶν Περσῶν, μὲ τὴν παραβολικὴ παράσταση τῆς νίκης τοῦ τράγου κατὰ τοῦ κριοῦ∙ «τὸν κριὸν ὃν εἶδες τὸν ἔχοντα τὰ κέρατα, βασιλεὺς Μήδων καὶ Περσῶν έστι. καὶ ὁ τράγος τῶν αἰγῶν βασιλεὺς τῶν Ἑλλήνων ἐστί∙ καὶ τὸ κέρας τὸ μέγα τὸ ἀνὰ μέσον τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ, αὐτὸς ὁ βασιλεὺς ὁ πρῶτος καὶ τὰ συντριβέντα καὶ ἀναβάντα ὀπίσω αὐτοῦ τέσσαρα κέρατα, τέσσαρες βασιλεῖς τοῦ ἔθνους αὐτοῦ ἀναστήσονται οὐ κατὰ τὴν ἰσχὺν αὐτοῦ» (Δαν. 8, 20-22).
Χαρακτηριστικὸ εἶναι π.χ. τό ἀναφερόμενο στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὅραμα τοῦ προφήτη Δανιὴλ (8, 1-22), μέ τὸ ὁποῖο, διὰ τῆς παραβολικῆς νίκης τοῦ τράγου κατὰ τοῦ κριοῦ, προφητεύονται διακόσια χρόνια νωρίτερα οἱ νῖκες τοῦ M. Ἀλεξάνδρου κατὰ τῶν Mήδων καὶ τῶν Περσῶν. Ὁ προφήτης Δανιήλ, εἰδικότερα, ἀναφέρεται νὰ βλέπει τὸ 539 π.Χ. σὲ ὅραμα ἕναν κριὸ νὰ στέκεται κοντά του. Τοῦτος εἶχε δύο κέρατα, ποὺ τὸ ἕνα μεγάλωνε περισσότερο ἀπὸ τὸ ἄλλο. Σὲ λίγο φάνηκε καὶ...
ἕνας τράγος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀνάμεσα στὰ μάτια του ἕνα ἐντυπωσιακὸ κέρατο. Ὁ τράγος ὅρμησε κατὰ τοῦ κριοῦ ὀργισμένος καὶ τοῦ ἔσπασε τὰ κέρατα. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀκμῆς τῆς δόξας τοῦ τράγου ἔσπασε τὸ μεγάλο κέρατό του καὶ φύτρωσαν στὴ θέση του τέσσερα νέα κέρατα, στραμμένα πρὸς τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Στὴν ἀπορία τοῦ Δανιὴλ περὶ τοῦ νοήματος τοῦ ὁράματος παρουσιάζεται ἕνας ἄνδρας καὶ τοῦ δίνει τὴν ἑξῆς ἑρμηνεία: «Ὁ κριὸς εἶναι ὁ βασιλέας τῶν Μήδων καὶ Περσῶν Δαρεῖος Γ΄ ὁ Κοδομανός. Ὁ τράγος εἶναι ὁ βασιλέας τῶν Ἑλλήνων Μ. Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος τὸ 331 π.Χ. στὴ μάχη τοῦ Γρανικοῦ ποταμοῦ σύντριψε τὴ δύναμη (= τὰ κέρατα) τοῦ Δαρείου. Γιὰ τὸν παραπάνω λόγο, τὸν Μ. Ἀλέξανδρο τὸν παρίσταναν στὰ νομίσματα μὲ κέρατο τράγου. Τοῦτο ἔσπασε βέβαια μὲ τὸν θάνατό του, στὴ θέση αὐτοῦ φύτρωσαν ὅμως τέσσερα νέα «κέρατα»: οἱ διάδοχοὶ τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου μὲ τὰ τέσσερα βασίλεια».
Στὸ βιβλίο Α΄ Μακκαβαίων ἀποδεικνύονται ἀπὸ ἱστορικὴ ἄποψη τὰ ὀνόματα Ἀλέξανδρος, Φίλιππος, Μακεδόνες, Ἀντίοχος καὶ Ἕλληνες∙ «καὶ ἐγένετο μετὰ τὸ πατάξαι Ἀλέξανδρον τὸν Φίλιππον τὸν Μακεδόνα…καὶ ἐβασίλευεν ἀντ’ αὐτοῦ πρότερος ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα…καὶ διῆλθεν ἕως ἄκρων τῆς γῆς καὶ ἔλαβε σκύλα πλήθους ἐθνῶν…καὶ ἐβασίλευεν Ἀλέξανδρος ἔτη δώδεκα καὶ ἀπέθανε…καὶ ἐξῆλθεν ἐξ αὐτῶν ῥίζα ἁμαρτωλὸς Ἀντίοχος Ἐπιφανής, υἱὸς Ἀντιόχου βασιλέως ὃς ἣν ὅμηρος ἐν τῇ Ρώμῃ καὶ ἐβασίλευεν ἐν ἔτει ἑκατοστῷ καὶ τριακοστῷ καὶ ἑβδόμῳ βασιλείας Ἑλλήνων».( Α΄ Μακ. 1,1.3.7.10.)
Ὅπως παρατηροῦμε τὰ βιβλία τῶν Μακκαβαίων εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ ἀναφορὲς στὴν ἱστορία καὶ τὴ δράση τῶν Ἑλλήνων Μακεδόνων, τῶν ἀνδρῶν τοῦ M. Ἀλεξάνδρου καὶ τῶν διαδόχων του. Τονίζεται, δηλαδή, ὅτι ὁ Μ. Ἀλέξανδρος ἐξόρμησε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ νίκησε τὸν βασιλιᾶ τῶν Περσῶν Δαρεῖο καὶ βασίλευσε ἀντ’ αὐτοῦ στὴν Ἑλλάδα. Στὰ ἴδια βιβλία ἀναφέρεται ἀκόμη ἡ ἀντίδραση τῶν ἀδελφῶν Μακκαβαίων κατὰ τῆς προσπάθειας τοῦ διαδόχου τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου Ἀντίοχου Δ΄ τοῦ Ἐπιφανοῦς (175-164π.Χ), ὁ ὁποῖος
ὡς Ἕλληνας ἤθελε νὰ ἐξελληνίσει τοὺς Ἑβραίους. Κατεξοχὴν χρησιμοποιεῖται στοὺς Μακκαβαίους ἡ φράση: «ἀπὸ βασιλείας Ἑλλήνων», ἀκριβῶς γιατὶ ὁ Μ. Ἀλέξανδρος καὶ οἱ διάδοχοί του, ποὺ κυριάρχησαν στὴν περιοχὴ γιὰ διακόσια πενήντα χρόνια (312 ἕως 65 π.Χ.), ἦταν Ἕλληνες. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη γενικότερα δὲν διαφοροποιεῖ τοὺς Μακεδόνες ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, γιατὶ καὶ οἱ Μακεδόνες ἦταν Ἕλληνες.
ὡς Ἕλληνας ἤθελε νὰ ἐξελληνίσει τοὺς Ἑβραίους. Κατεξοχὴν χρησιμοποιεῖται στοὺς Μακκαβαίους ἡ φράση: «ἀπὸ βασιλείας Ἑλλήνων», ἀκριβῶς γιατὶ ὁ Μ. Ἀλέξανδρος καὶ οἱ διάδοχοί του, ποὺ κυριάρχησαν στὴν περιοχὴ γιὰ διακόσια πενήντα χρόνια (312 ἕως 65 π.Χ.), ἦταν Ἕλληνες. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη γενικότερα δὲν διαφοροποιεῖ τοὺς Μακεδόνες ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, γιατὶ καὶ οἱ Μακεδόνες ἦταν Ἕλληνες.
Ἀναφορὰ στὶς λέξεις Μακεδονία καὶ Μακεδόνες γίνεται καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπου ἀποδεικνύεται μὲ ξεκάθαρο τρόπο ἡ ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας. Εἰδικότερα ἔχουν ὡς ἑξῆς:
1. Μακεδονία
Πράξεις
«Καὶ ὅραμα διὰ τῆς νυκτὸς τῷ Παύλῳ ὤφθη, ἀνὴρ Μακεδὼν τὶς ἣν ἑστὼς καὶ παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων. διαβὰς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν» (Πρξ. 16,9).
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος κατάλαβε πὼς ἡ παράκληση αὐτὴ τοῦ Μακεδόνα εἶναι ἡ πρόσκληση τοῦ Θεοῦ νὰ εὐαγγελισθοῦν τὸ Ὄνομά του σ’ ἕνα κόσμο διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸν ποὺ γνώριζαν μέχρι τώρα [2]. Ἔτσι, σύμφωνα μὲ τὸ βιβλίο Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὴ συνοδεία του πῆραν τὸ πλοῖο ἀπὸ τὴν Τροία μὲ προορισμὸ τὴ Σαμοθράκη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ βγῆκαν στὸ λιμάνι τῆς Νεάπολης (σημερινὴ Καβάλα) καὶ ἔπειτα συνέχισαν πεζοὶ στοὺς Φιλίππους [3].
«Ὡς δὲ τὸ ὅραμα εἶδεν, εὐθέως ἐζητήσαμεν ἐξελθεῖν εἰς Μακεδονία, συμβιβάζοντες ὅτι προσκέκληται ἡμᾶς ὁ θεὸς εὐαγγελίσασθαι αὐτούς» (16,10).
Ἡ ἔλευση τοῦ Παύλου καὶ τῶν συνεργατῶν του στὴν Ἑλλάδα συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν ἵδρυση τῆς πρώτης ἀποστολικῆς ἐκκλησίας στὴν Εὐρώπη, δηλ. τῆς ἐκκλησίας τῶν Φιλίππων. Ἡ διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ στὴν πνευματικὴ ἑστία τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ κόσμου ἀποτελεῖ σφοδρὴ ἐπιθυμία τοῦ Παύλου, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο ὡς ἐπιτελικὸ στόχο τοῦ ἱεραποστολικοῦ προγράμματος αὐτοῦ καὶ σημαντικὴ γέφυρα γιὰ τὴν ἀκτινοβολία τῆς χριστιανικῆς πίστης στὴ Δύση.
«Κακεῖθεν εἰς Φιλίππους, ἥτις ἐστὶ πρώτη[ς] μερίδος τῆς Μακεδονίας πόλις, κολωνία» (16,12).
Ὅταν ὁ Παῦλος χρησιμοποιώντας τὴ λέξη Μακεδονία [4] ἐννοεῖ μᾶλλον τὸ παλαιὸ βασίλειο τῆς Μακεδονίας ποὺ περιλάμβανε τοὺς Φιλίππους, τὴ Θεσσαλονίκη καὶ τὴ Βέροια καὶ ὄχι τὴ ρωμαϊκὴ ἐπαρχία, στὴν ὁποία συγκαταλεγόταν ἡ Θεσσαλία καὶ ἡ Ἤπειρος [5].
«Ὡς δὲ κατῆλθον ἀπὸ τῆς Μακεδονίας ὅ τε Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος…ὁ Παῦλος» (18,5).
Ὁ παραπάνω στίχος ἀναφέρεται στὸ ὅτι ὁ Παῦλος ἔστειλε ἀπὸ τὴν Ἀθῆνα τὸν Τιμόθεο στὴ Θεσσαλονίκη καὶ τὸ Σίλα σὲ κάποια ἐκκλησία, ἴσως τὴ Βέροια ἢ τοὺς Φιλίππους. Ἡ προτίμηση νὰ σταλεῖ ὁ Τιμόθεος στὴ Θεσσαλονίκη πρέπει νὰ ἀποδοθεῖ καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Τιμόθεος ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ πατέρα του καὶ αὐτὸ δὲν θὰ δημιουργοῦσε προβλήματα στὴν ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης προκαλώντας τοὺς Ἰουδαίους ἐναντίον τους.
«Ἔθετο ὁ Παῦλος ἐν τῷ πνεύματι διελθὼν τὴν Μακεδονίαν» (19,21).
«Ἀποστείλας δὲ εἰς τὴν Μακεδονίαν δύο τῶν διακονούντων αὐτῷ Τιμόθεον καὶ Έραστόν» (19,22).
«Ἀσπασάμενος ἐξῆλθεν πορεύεσθαι εἰς Μακεδονίαν» (20,1).
«Ἐγένετο γνώμης τοῦ υποστρέφειν διὰ Μακεδονίας» (20,3).
Πρός Ρωμαίους
«Εὐδόκησαν γὰρ Μακεδονία καὶ Ἀχαΐα κοινωνίαν τινὰ ποιήσασθαι…» (15,26).
Α΄ Κορινθίους
«Ἐλεύσομαι δὲ πρὸς ὑμᾶς ὅταν διέλθω Μακεδονίαν ∙ Μακεδονίαν γὰρ διέρχομαι» (16,5).
Β΄ Κορινθίους
«Καὶ γὰρ ἐλθόντων ἡμῶν εἰς Μακεδονίαν οὐδεμίαν ἔσχηκεν ἄνεσιν ἡ σὰρξ ἡμῶν ἀλλ’ ἐν παντὶ θλιβόμενοι∙ ἔξωθεν μάχαι, ἔσωθεν φόβοι» (7,5).
Ὁ Παῦλος θέλει νὰ τονίσει τὶς ποικίλες ἀντιδράσεις, τὶς διώξεις καὶ γενικὰ κάθε εἴδους ἐμπόδια ποὺ διαρκῶς προβάλλονταν στὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελίου κατὰ τὴν περιοδεία του στὶς ἐκκλησίες τῆς Μακεδονίας (Φίλιπποι – Θεσσαλονίκη – Βέροια).
«Γνωρίζω μὲν δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δεδομένην ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Μακεδονίας ὅτι ἐν πολλῇ δοκιμῇ θλίψεως ἡ περισσεία τῆς χαρὰς αὐτῶν καὶ ἡ κατὰ βάθους πτωχεία αὐτῶν ἐπερίσσευσεν εἰς τὸ πλοῦτος τῆς ἁπλότητος αὐτῶν» (8,1).
Οἱ ἐγκωμιαστικοὶ λόγοι τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ποὺ ἀναφέρονται στὸ παραπάνω χωρίο ἐπιβεβαιώνουν τὸν αὐθορμητισμό, τὴν ἐγκαρδιότητα καὶ τὴ μεγαλοψυχία τῶν Μακεδόνων, καθὼς καὶ τὴ δεκτικότητά τους στὸ κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
Φιλιππησίους
«Ὅτε ἐξῆλθον ἀπὸ Μακεδονίας» (4,15).
Α΄ Θεσσαλονικεὶς
«Ὥστε γενέσθαι ὑμᾶς τύπον πᾶσι τοῖς πιστεύουσιν ἐν τὴ Μακεδονία καὶ ἐν τῇ Ἀχαΐᾳ» (1,7).
Ἡ ἀποδοχὴ τοῦ εὐαγγελίου ἀπὸ τοὺς Θεσσαλονικεῖς, τὸ σθένος ποὺ τοὺς ἔδωσε ἡ νέα τους πίστη γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὶς δυσκολίες, καὶ γενικὰ ὁ καινούργιος τρόπος ζωῆς ποὺ ἀκολουθοῦν ἔλαβαν τέτοιες διαστάσεις, ὥστε ὁ Παῦλος μὲ αὐτὸν τὸν ἐνθουσιώδη ἔπαινο πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς δίνει καὶ μιὰ ἐκκλησιολογικὴ διάσταση στὸ γεγονὸς τῆς πίστης τους. Ὁ Παῦλος τονίζει ἀφενὸς τὴν ἑνότητα τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀφετέρου ἐπισημαίνει ὅτι ἡ ζωὴ τῶν χριστιανῶν δὲν ἔχει περιορισμένες διαστάσεις, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται σὲ ὅλη τὴν ἐκκλησία. Ἡ λ. «τύπος» ἐδῶ χρησιμοποιεῖται μὲ ἠθικὴ ἔννοια καὶ σημαίνει τὸ ὑπόδειγμα, τὸ πρότυπο ποὺ προβάλλεται πρὸς μίμηση.
Α΄ Τιμόθεον
«Πορευόμενος εἰς Μακεδονίαν, ἵνα παραγγείλῃς τισὶν μὴ ἑτεροδιδασκαλεῖν μηδὲ προσέχειν μύθοις καὶ γενεαλογίαις ἀπέραντοις» (1,3-4).
2. Μακεδόνες
Πράξεις
«Ἀνὴρ Μακεδὼν τὶς ἣν ἑστώς, παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγω» (Διαβὰς εἰς Μακεδονίαν) (16,9).
«Συναρπάσαντες Γάϊον καὶ Ἀρίσταρχον Μακεδόνας, συνεκδήμους Παύλου» (19,29).
«Ὄντος σὺν ἡμῖν Ἀριστάρχου Μακεδόνος Θεσσαλονικέως» (27,2).
Τό κήρυγμα τοῦ Παύλου ἀσπάστηκαν καὶ δέχτηκαν πιστοὶ προερχόμενοι κυρίως ἀπὸ τοὺς «σεβόμενους Ἕλληνας», δηλ. ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, οἱ ὁποῖοι ἦταν κουρασμένοι ἀπὸ τὴν κενότητα τῶν εἰδωλολατρικῶν θρησκειῶν. Μεταξὺ τῶν πρώτων χριστιανῶν ἦταν καὶ οἱ Ἀρίσταρχος, Γάιος Σεκοῦνδος, τοὺς ὁποίους ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς ὡς συνεργάτες τοῦ Παύλου ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη [6]. Παρόμοια ἀναφορὰ γίνεται καὶ στὴν πρὸς Κολοσσαεῖς ἐπιστολὴ στὴν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Ἀρίσταρχος ὡς Θεσσαλονικεὺς ἰουδαιοχριστιανός [7]. Ἡ παράδοση, ὅπως ἀπηχεῖται στὸ ρωμαϊκὸ ἡμερολόγιο, θέλει τὸν Ἀρίσταρχο ὡς πρῶτο ἐπίσκοπο Θεσσαλονίκης, ἐνῷ ἄλλη παράδοση ποὺ ἐκπροσωπεῖ ὁ Ὡριγένης θεωρεῖ σὰν πρῶτο ἐπίσκοπο τὸ Γάϊο.
Β΄ Κορινθίους
«Οἶδα γὰρ τὴν προθυμίαν ὑμῶν ἣν ὑπὲρ ὑμῶν καυχῶμαι Μακεδόσιν» (9,2).
«Μὴ πῶς ἐὰν ἔλθωσι σὺν ἐμοὶ Μακεδόνες καὶ εὕρωσιν ὑμᾶς ἀπαρασκευάστους» (9,4).
3. Ὀνόματα ἑλληνικῶν μακεδονικῶν πόλεων στὴν Καινὴ Διαθήκη.
Πράξεις
«Ἀναχθέντες δὲ ἀπὸ Τρωάδος ἐυθυδρομήσαμεν εἰς Σαμοθράκην, τῇ δὲ ἐπιούσῃ εἰς Νεὰν πόλιν ἐκεῖθεν τε εἰς Φιλίππους» (16, 11-12).
Ὁ Παῦλος, μετὰ τὸ ὅραμα ποὺ εἶδε στὴν Τροία, μαζὶ μὲ τοὺς τρεῖς συνεργάτες τοῦ Λουκᾶ, Σίλα καὶ Τιμόθεο κατευθύνθηκαν διὰ θαλάσσης στὴ Σαμοθράκη [8] καὶ τὴν ἑπομένη μέρα στὴ Νεάπολη, [9] τὴ σημερινὴ Καβάλα, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀναχώρησαν ἀμέσως πρὸς τοὺς Φιλίππους, ρωμαϊκὴ ἀποικία (Colonia) [10] τοῦ πρώτου διαμερίσματος τῆς Μακεδονίας [11].
«Διοδεύσαντες δὲ τὴν Ἀμφίπολιν καὶ Ἀπολλωνίαν ἦλθον εἰς Θεσσαλονίκην» (17,1).
Ὁ Παῦλος κατὰ τὴ δεύτερη ἱεραποστολικὴ περιοδεία (Πραξ. 17, 1-10), μαζὶ μὲ τοὺς συνεργάτες του Σίλα καὶ Τιμόθεο, μετὰ ἀπὸ τοὺς Φιλίππους, ποὺ ἦταν ὁ πρῶτος σταθμὸς τῆς ἱεραποστολικῆς δραστηριότητάς του στὸ εὐρωπαϊκὸ ἔδαφος, ἀκολουθώντας τὴν Ἐγνατία ὁδὸ καὶ περνώντας ἀπὸ τὴν Ἀμφίπολη καὶ τὴν Ἀπολλωνία ἔφθασαν στὴ Θεσσαλονίκη. Ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν ἡ πρωτεύουσα τοῦ δεύτερου τμήματος τῆς Μακεδονίας, τοῦ τμήματος δηλαδὴ ποὺ ἐκτείνονταν ἀνάμεσα στοὺς ποταμοὺς Στρυμόνα καὶ Ἀξιὸ σύμφωνα μὲ τὴ διαίρεση ποὺ ἔκαναν οἱ Ρωμαῖοι, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴ μάχη τῆς Πύνδας τὸ 168 π.Χ. καί μετὰ τὴν ἀποτυχημένη ἐξέγερση τοῦ Ἀνδρίσκου ἔγιναν τελικὰ κύριοι τῆς Μακεδονίας τὸ 164 π.Χ.
«Οἱ δὲ ἀδελφοὶ εὐθέως διὰ νυκτὸς ἐξέπεμψαν τόν τε Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἰς Βέροιαν» (17,10).
Τό ἐπίρρημα εὐθέως δηλώνει ὅτι χωρὶς χρονοτριβὴ οἱ ἀδελφοὶ συνεννοοῦνται μὲ τὸν Παῦλο καὶ τὸν Σίλα καὶ ἀποφασίζουν νὰ τοὺς φυγαδεύσουν ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης [12] στὴ Βέροια, ἐνῷ ὁ προσδιορισμὸς διὰ νυκτὸς ἐπιτείνει τὸ ἐσπευσμένο τῆς ἀναχωρήσεως. Πράγματι τὸ σκοτάδι ἦταν πολύτιμος σύμμαχος, διότι θὰ προστάτευε τὴ συνοδεία ἀπὸ τὶς ἄγριες διαθέσεις τῶν Ἰουδαίων [13]. Πίσω ἀπὸ τὸν ἀόριστο ἐξέπεμψεν, ὁ ὁποῖος δηλώνει τὸ κατευόδιο τῶν Θεσσαλονικέων στὸν Ἀπόστολο, μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὴν ἀγωνία καὶ τὴν συγκίνηση ἐκείνη τὴ νύχτα.
«Οὗτοι δὲ ἦσαν εὐγενέστεροι τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ» (17,11).
Οἱ Ἰουδαῖοι τῆς Βέροιας ἦταν «εὐγενέστεροι τῶν ἐν Θεσσαλονίκη», διότι χωρὶς ἐγωιστικὴ προδιάθεση ἀλλὰ μὲ προθυμία καὶ ζῆλο δέχτηκαν τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου. Ἄλλωστε καὶ ὁ Ι. Χρυσόστομος μὲ τὸ ἐπίθετο «εὐγενὴς» δὲν χαρακτηρίζει τὴν καταγωγὴ ἀλλὰ τὴ διάθεση τῶν Βεροιέων [14].
«Ὡς δὲ ἔγνωσαν οἱ ἀπὸ τῆς Θεσσαλονίκης Ἰουδαῖοι ὅτι καὶ ἐν τῇ Βεροίᾳ κατηγγέλη ὑπὸ τοῦ Παύλου ὁ λόγος τοῦ θεοῦ, ἦλθον κἀκεῖ σαλεύοντες καὶ ταράσσοντες τοὺς ὄχλους» (17,13).
Καί στὴ Βέροια ἀκολουθήθηκε ἡ ἴδια τακτικὴ ποὺ εἶχε ἐφαρμοσθεῖ στοὺς Φιλίππους καὶ στὴ Θεσσαλονίκη. Ἡ ἀπόσταση τῶν δύο πόλεων, ὡς γνωστό, δὲν εἶναι μεγάλη. Ἀποτέλεσμα τῆς μικρῆς αὐτῆς ἀπόστασης εἶναι νὰ φθάσει ἡ εἴδηση πολὺ γρήγορα καὶ νὰ ἔρθουν οἱ Ἰουδαῖοι στὴ Βέροια μὲ σκοπὸ κἀκεῖ σαλεύοντες τοὺς ὄχλους. Οἱ Belser [15], Holtzmann [16], Jacquier [17] καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἑρμηνευτὲς [18] τονίζουν ὅτι ἡ μετοχὴ σαλεύοντες ἀναφέρεται στὸ ἐπίρρημα κἀκεὶ καὶ ὄχι στὸ ρῆμα ἦλθον θέλοντας νὰ μιλήσουν γιὰ τὸ σάλο καὶ ὄχι γιὰ τὴν ἄφιξη τῶν Θεσσαλονικέων [19].
Πρὸς Θεσσαλονικεὶς Α΄
«Παῦλος καὶ Σιλουανὸς καὶ Τιμόθεος τῇ ἐκκλησίᾳ Θεσσαλονικέων ἐν Θεῷ πατρὶ καὶ κυρίῳ Ἰησοῦ Χριστῶ χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη» (1,1).
Πρός Θεσσαλονικεὶς Β΄
«Παῦλος καὶ Σιλουανὸς καὶ Τιμόθεος τῇ ἐκκλησίᾳ Θεσσαλονικέων ἐν Θεῷ πατρὶ ἡμῶν καὶ κυρίῳ Ἰησοῦ Χριστῶ, χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ» (1,1-2).
Καί τὰ δύο παραπάνω χωρία παρουσιάζουν στὸ μεγαλύτερο μέρος ὁμοιότητες, ἐκτὸς ἐὰν ἐξαιρέσουμε τὴν προσθήκη τοῦ «ἡμῶν» καὶ στὴν προσθήκη τῆς φράσεως «θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ» μετὰ «χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη». O Τιμόθεος ἔχει σημαντικὴ συμμετοχὴ τόσο στὴν ἵδρυση ὅσο καὶ στὴν ἑδραίωση τῆς Θεσσαλονίκης. Ἡ ἀναγκαστικὴ διακοπὴ τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου τοῦ Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη δημιούργησε τὴν ἀνάγκη ἄμεσης ἐπικοινωνίας τοῦ Παύλου μὲ τὴ νεοσύστατη ἐκκλησία. Γιὰ τὴν ἀποστολὴ αὐτὴ ἐπέλεξε τὸν Τιμόθεο, ὁ ὁποῖος πιθανὸν συμπλήρωσε τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, ἐνθάρρυνε τοὺς Θεσσαλονικεῖς στὴ νέα τους πίστη καὶ τοὺς ἐνίσχυσε τὸ ἠθικὸ στὴν ἀντιμετώπιση τῶν ποικίλων ἀντιδράσεων, τόσο ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους τῆς πόλης ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς.
Συνοψίζοντας, ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε δύο πράγματα:
α. Πράγματι ἡ Μακεδονία ὑπῆρξε γιὰ χιλιετίες χωνευτήρι διαφορετικῶν ἐπιδράσεων καὶ πολιτισμῶν, τόπος συνάντησης θρησκειῶν καὶ δημιουργίας καινοτόμων ἰδεῶν καὶ πρακτικῶν, ἀλλὰ καὶ τόπος ὅπου διαδραματίστηκαν μεγάλα θρησκειοϊστορικὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα διαμόρφωσαν καθοριστικὰ τὴ μετέπειτα πορεία τῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης. Κινητήριος μοχλὸς ὅλων τῶν ὑπερβάσεων εἶναι ἡ βαθειὰ πίστη τῶν νεοφώτιστων Μακεδόνων στὸν Θεὸ καὶ ἡ ὁλόψυχη ἀφιέρωση σ’ αὐτὸν καὶ στοὺς ἀποστόλους.
β. Ἡ συχνὴ χρήση τοῦ ὀνόματος Μακεδονία στὴν Ἁγία Γραφὴ ὅσο καὶ συχνὴ μνεία ποὺ γίνεται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, μαρτυροῦν ἀφενὸς τὴ σπουδαιότητα τοῦ ὀνόματος Μακεδονία καὶ ἀφετέρου τὴν ἑλληνικότητα αὐτῆς. Αὐτόκλητοι καὶ μὲ ἀκούσια θέλησή τους οἱ Μακεδόνες προσφέρθηκαν νὰ συνδράμουν μὲ κάθε τρόπο στὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Δικαιολογημένα ὁ Παῦλος ἐκφράζει τὶς εὐχαριστίες του πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὴ σταθερότητα τῶν Μακεδόνων στὴ νέα πίστη.
«Εὐχαριστοῦμεν τῷ Θεῷ πάντοτε περὶ πάντων ὑμῶν μνείαν ποιούμενοι ἐπὶ τῶν προσευχῶν ἡμῶν, ἀδιαλείπτως μνημονεύοντες ὑμῶν τοῦ ἔργου τῆς πίστεως καὶ τοῦ κόπου τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὑπομονῆς τῆς ἐλπίδος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς ἡμῶν» (Α΄ Θεσ. 1, 2-3).
Ὅπως δέχονται καὶ πολλοὶ ὑπομνηματιστὲς [20] στὸ παραπάνω χωρίο τὸ «ἀδιαλείπτως» πρέπει νὰ συνδέεται μὲ τὸ «μνείαν». Ἡ ἀδιάλειπτη μνεία μπροστὰ στὸν Θεὸ τῶν ἐπιτευγμάτων τῶν Μακεδόνων στὴ νέα τους πίστη φανερώνει τὸ πραγματικὸ μέγεθος τῆς ἐπιτυχίας ποὺ εἶχε τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου στὴ Μακεδονία [21]. Στὸ παραπάνω χωρίο ὁ Παῦλος χρησιμοποιεῖ τρεῖς ὅρους, «πίστις», «ἀγάπη», «ἐλπὶς», οἱ ὁποῖοι φανερώνουν, κατὰ τὸν Ι. Γαλάνη [22], «μιὰ κλιμάκωση τῶν τριῶν ἀρετῶν μὲ κεντρικὸ ἄξονα τὴν πίστη. Συνδέονται καὶ οἱ τρεῖς μὲ ἀντίστοιχες λέξεις «ἔργον», «κόπος» καὶ «ὑπομονή». Αὐτὸ γίνεται γιὰ νὰ τονισθεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ οἱ τρεῖς ἀρετὲς ἔχουν ἐνεργητικὸ χαρακτῆρα καὶ δὲν περιορίζονται ἁπλῶς στὴ σκέψη καὶ στὴ διάνοια». Μὲ λίγα λόγια, οἱ Μακεδόνες εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀποτέλεσαν τὴ γέφυρα στὸ νὰ διαδοθεῖ τὸ χριστιανικὸ κήρυγμα στὸν ὑπόλοιπο ἑλλαδικὸ χῶρο καὶ στὴν Εὐρώπη γενικότερα.
1. Α΄ Μακ. 1, 1-2.
2. Ἰ. Καραβιδόπουλου, Εἰσαγωγὴ στὴν Καινὴ Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 199.
3. Ἡ πόλη αὐτὴ κτίσθηκε ἀπὸ τὸν Φίλιππο, τὸν πατέρα τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, τὸ 365 π.Χ.., στὸ μέρος ποὺ βρίσκονταν οἱ ἀρχαῖες Κρηνῖδες, ἡ ὁποία πῆρε ἔτσι τὸ ὄνομα τοῦ Μακεδόνα βασιλιᾶ. Οἱ Κρηνῖδες ἱδρύθηκαν ἀπὸ Θασίους ὑπὸ τὸν Ἀθηναῖο Καλλίστρατο μὲ σκοπὸ τὴν ἐκμετάλλευση τῆς πλουσίας ἐνδοχώρας (360 π.Χ.). Πιεζόμενοι ἀπὸ ντόπια θρακικὰ φῦλα ζητῆσαν τῇ βοήθειᾳ τοῦ Φιλίππου Β΄ τῆς Μακεδονίας, ὁ ὁποῖος, ἀναγνωρίζοντας τὴν προνομιακὴ θέση τῆς πόλης, ἐγκατέστησε σὲ αὐτὴν ἀποίκους, τὴν ὀχύρωσε καὶ τὴν ὀνόμασε Φιλίππους (365 π.Χ.). Μὲ τὴν ὑποταγὴ τῆς Μακεδονίας στοὺς Ρωμαίους τὸ 146 π.Χ. ἡ πόλη τῶν Φιλίππων ἔγινε ρωμαϊκὴ ἐπαρχία, ὅπως σημειώνει καὶ ὁ Λουκᾶς στις Πράξεις 16,12: «πρώτης μερίδος τῆς Μακεδονίας πόλις, κολωνία». Τὸ 42 π.Χ., ὅταν τὰ στρατεύματα τοῦ Ὀκταβιανοῦ καὶ Ἀντωνίου νίκησαν ἐκεῖ τοὺς δημοκράτες Βροῦτο καὶ Κάσσιο, ἡ πόλη ἐποικίσθηκε μὲ παλαίμαχους Ρωμαίους στρατιῶτες καὶ ἀποκτησε τὸ δικαίωμα τῆς ρωμαϊκῆς πόλης, μὲ ρωμαϊκοὺς θεσμούς, ὅπως π.χ. οἱ «στρατηγοί». Καθὼς ἡ πόλη αὐτὴ βρισκόταν στὴν Ἐγνατία ὀδό, δίπλα στὸ Παγγαῖο ἦταν ἡ πρώτη εὐρωπαϊκὴ πόλη ποὺ συναντοῦσε κανεὶς ἐρχόμενος ἀπὸ τὴν Ἀσία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ διαδραματίσει σπουδαῖο ρόλο στὴ διαδοση θρησκευτικῶν δοξασιῶν ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν Ἀνατολή. Βλ. Ἐγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, τ. 51, Ἀθῆνα 2006, σ. 630 ἑξ.
4. Βλ. σχετικό λῆμμα, Θ.Η.Ε., σ. 500- 503.
5. Βλ. Π. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τάς ἐπιστολὰς τῆς Καινῆς Διαθήκης, Ἀθῆναι 1956, σ. 499. 86
6. Πράξ. 20,4.
7. Κολ. 4,10εξ.
8. Βλ. K. Lehmann, Samothrace, New York 1955.
9. Πρξ. 16,11: «Ἀναχθέντες δὲ ἀπὸ Τρωάδος εὐθυδρομησαμεν εἰς Σαμοθράκην, τῇ δὲ ἐπιούσῃ εἰς Νέαν πόλιν κακεῖθεν εἰς Φιλίππους, ἥτις ἐστὶν πρώτης μερίδος τῆς Μακεδονίας πόλις, κολωνία». Κατὰ τὸν Π. Τρεμπέλα ὁ κύριος λόγος που ὁ ἀπόστολος Παῦλος προσπέλασε τῇ Νεάπολη εἶναι ὅτι δὲν ὕπηρχε ἐκεῖ συναγωγὴ (Βλ. Π. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τάς ἐπιστολὰς τῆς Καινῆς Διαθήκης, Ἀθῆναι 1956, σ. 454). Βλ. ἀκόμη Ταὐτόν. Schneider, Die Apostelgeschichte II Teil, Freiburg-Basel-Wien 1982, σ. 213. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο σχολιάζει καὶ Ἰ. Χρυσόστομος τὸ παραπάνω ἐδάφιο: «Εἶπα λέγει καὶ τοὺς τόπους, ἅτε ἱστορίαν ἐξηγούμενος καὶ δεικνύς ποὺ ἐνεχρόνισε: καὶ δείκνυσιν, ὅτι ἐν ταῖς μείζοσι, τάς δὲ ἄλλας παρῄει. Ἀξίωμά ἐστι πόλεως ἡ κολωνεία». P.G. 60, 248.
10. Σχετικὰ μὲ τὴν ἀποικία τῶν Φιλίππων κατὰ τοὺς αὐτοκρατορικοὺς ρωμαϊκοὺς χρόνους, βλ. περισσότερα τὴν ἐργασία τοῦ P. Collart, Philippes ville la Macédoine depuis ses origenes jusgu’ a la fin de l’ époque romain, Paris 1937.
11. Γιὰ τὴν διοικητικὴ διαίρεση τῆς Μακεδονίας, βλ. Δ. Κανατσούλη, Ἱστορία τῆς Μακεδονίας μέχρι τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, Θεσσαλονίκη 1963, σ. 89.
12. Πρβλ. J. E. Belser, Die Apostelgeschichte, Wien 1905,σσ. 216-217. Th. Zahn, Die Apostelgeschichte des Lukas, Kommentar zum Neuen Testament, Leipzig – Erlagen 1921, σ. 592.
13. E. Jacquier, Les Actes des Apotres, Paris 1929, σ. 516.
14. Πρβλ. J. Knabenbauer, Commentarius in Actus Apostolorum, Parisiis 1899, σ. 298. Th. Zahn, Die Apostelgeschichte des Lukas, Kommentar zum Neuen Testament, σ. 593. Blass, Acta Apostolorum, Göttingen 1985, σ. 187. F.F. Bruce, The Acts of the Apostels, London 1956, σ. 328. A.C. Gaebelein, The Acts of the Apostels, Edinburgh, σ. 301. Conzelmann, Acts of the Apostels, J. Limburg, A. The. Knaabel, D.H. Juel, USA 1987, σ. 116. Περισσότερα γιὰ τὸ θέμα βλ. Π. Κουτλεμάνη, «Οὗτοι δὲ (οἱ Βεροιεῖς) ἦσαν εὐγενέστεροι τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ (Πρξ. 17,11)», Βέροια 1995.
15. J. E.Belser, Die Apostelgeschichte, Wien 1905, σ. 216.
16. H.J. Holtzmann, Hand-Kommentar zum Neuen Testament, Tübingen und Leipzig 1901, σ. 110.
17. Jacquier, Les Actes des Apotres, σ. 518.
18. Ὁ Blass στὸ ἔργο τοῦ Acta Apostolorum, ἀναφέρει ὅτι ἡ μετοχὴ σαλεύοντες ἀναφέρεται στὸ ἐπίρρημα κἀκεῖ καὶ ὄχι στὸ ρ. ἦλθον, ὁπότε θὰ ἦταν ταυτόσημο μὲ τὸ κἀκεῖνο δηλώνοντας τὸν τόπο σὲ κινήση. σ. 188. Τὴν ἴδια ἄποψη ἔχει καὶ ὁ W. Eckey, Die Apostelgeshichte, (1968), σ. 125.
19. Πρβλ. Πράξ. 14,19.
20. Βλ. Περισσότερα, M. Dibelius, An die Thessalonicher-Briefe, 71937 και W. Neil, The Epistles of Paul to the Thessalonians. An Introduction and Commentary (The Tyndale New Testament Commentaries), 21960.
21. Βλ. T. Holzt, ό.π., σ. 42.
22.Βλ. Ι. Γαλάνη, Ἡ πρώτη ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρὸς Θεσσαλονικεῖς, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 91.
http://enromiosini.gr/arthrografia/