ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ


«Ἔρχεται ὥρα καί νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀλη­­θινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσιν τῷ πα­τρί ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» (Ἰωάν. 4.23).
Παράξενα ἠχοῦν τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ πρός τήν Σαμαρείτιδα τῆς σημερινῆς εὐ­­αγ­­γε­λικῆς περικοπῆς. Ἐκείνη τόν ρω­τᾶ ἄν πρέπει νά λατρεύουν τόν Θεό στόν ναό τοῦ Σο­λο­μῶντος καί Ἐκεῖνος τῆς μιλᾶ γιά προσκύνηση τοῦ Θεοῦ «ἐν πνεύματι καί ἀλη­θείᾳ».
Εἶναι βέβαιο ὅτι θά ἀπορεῖ τί τῆς λέγει αὐτός ὁ ἄγνω­στος Ἰσραηλίτης πού συνάντησε στό φρέ­αρ τοῦ Ἰακώβ καί τῆς ζήτησε νερό. Ὅμως τό ἀξιοπρόσεκτο σέ αὐτή τή συ­νάν­τηση δέν εἶναι τόσο τά λόγια τοῦ Ἰη­σοῦ γιά τήν «ἐν πνεύματι καί ἀλη­θείᾳ» προ­σκύνηση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κυ­ρίως ὁ λό­γος γιά τόν ὁποῖο ἐπιλέγει νά διδάξει μιά τόσο βαθειά θεολογική πραγ­ματικότητα στή Σαμα­ρεί­τιδα. Καί ὁ λόγος αὐτός μᾶς ἀποκαλύπτεται, ἄν ἐξετάσουμε προ­σε­κτικά τά δεδομένα.
Οἱ Ἰουδαῖοι ἦταν ὁ μόνος λαός, ἀνά­με­σα στά εἰδωλατρικά ἔθνη τῆς ἐποχῆς, πού λάτρευε ἕνα πνευματικό Θεό· τόν λάτρευε ὅμως μέ πιστή προσκόλ­ληση σέ τύπους καί νόμους, πού προφύ­λασ­σαν τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν παρέκ­κλιση πρός ἄλλες θρησκεῖες. Οἱ Ἰουδαῖοι λάτρευαν ἕνα πνευματικό Θεό μέ βάση ἕναν ἀνθρώπινο νόμο, τόν Μω­σαϊκό, πού ἦταν, ὅπως θά πεῖ ἀρ­γό­τε­ρα ὁ ἀπό­στολος Παῦλος, «παιδαγω­γός εἰς Χρι­στόν». Γι’ αὐτό καί δυσκολευό­ταν νά κατανοήσουν πῶς μπορεῖ νά λατρεύ­σουν τόν Θεό ὄχι μέ βάση τόν νόμο ἀλλά τήν ἐλευθερία καί τήν ἀγάπη.
Οἱ Ἰουδαῖοι ἔμεναν στόν τύπο, στό ἐξω­τερικό, στό περίβλημα τῶν πραγμά­των, ἔμεναν στό γράμμα τοῦ νόμου καί ...δέν μπο­ροῦσαν νά συλλάβουν τό πνεῦ­μα. Ἀλ­λά τό γράμμα σκοτώνει τήν ἀλή­θεια, ἐνῶ τό πνεῦμα τή ζωοποιεῖ, ὅπως γράφει καί πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «τό γάρ γράμ­μα ἀποκτενεῖ, τό δέ πνεῦ­μα ζωοποιεῖ».
Ὁ Ἰησοῦς ἐπιχείρησε πολλές φορές νά πείσει τούς Ἰσραηλίτες ὅτι τό πνεῦ­μα καί ἡ ἀλήθεια ὑπερέχουν τοῦ τύπου καί τοῦ νό­μου, ἀλλά οἱ Ἰσραηλίτες δέν μποροῦ­σαν νά τό κατανοήσουν, γι’ αὐ­τό καί τόν κα­τηγοροῦσαν ὅτι μέ τά θαύματά του κα­ταρ­γεῖ τή θεοπαράδοτη ἀργία τοῦ Σαβ­βά­του ἤ ὅτι συνανα­στρέ­φεται μέ τελῶνες καί ἁμαρτωλούς. Ἔτσι τώρα ὁ Ἰησοῦς στρέ­φεται γιά νά διδά­ξει τήν «ἐν πνεύ­μα­τι καί ἀληθείᾳ» προσκύνηση τοῦ Θεοῦ σέ μιά γυναίκα ἡ ὁποία ἐξαιτίας τῆς καταγωγῆς της, ἦταν Σαμαρείτιδα, καί τῆς προσω­πι­κῆς της ζωῆς εἶχε παρεκκλίνει ἀπό τόν τύ­πο καί εἶχε καταργήσει στήν πράξη τό γράμμα.
Αὐτή ἡ γυναίκα, ἄν καί ἁμαρτωλή, θά μποροῦσε νά δεχθεῖ τή μεγάλη ἀλήθεια πού τῆς δίδασκε ὁ Χριστός, γιατί ἡ ἀλή­θεια αὐτή ξεπερνοῦσε τή δική της ἐξω­τε­ρι­κή ἀδυναμία, γιατί ἡ ἀλήθεια αὐτή ἄγ­γι­­ζε τήν καρδιά της καί τῆς ἔλεγε πώς ὁ Θεός δέν εἶναι σάν τούς ἀνθρώ­πους πού ἀπορρίπτουν τούς συνανθρώ­πους τους μέ βάση τήν ἐξωτερική ἐμφάνιση ἤ συμπερι­φορά, ἀλλά τούς δίνει μία ἀκόμη μεγάλη εὐ­καιρία: νά τόν λατρεύσουν καί νά τόν προσκυνή­σουν «ἐν πνεύματι καί ἀλη­θείᾳ», νά τόν λατρεύσουν καί νά τόν προ­σκυνή­σουν ἀφιερώνοντάς του τήν ψυχή καί τό πνεῦ­μα τους, τήν ὕπαρξή τους καί ὄχι τά ὑλικά δῶρα τους.
Ἡ συνομιλία τοῦ Ἰησοῦ μέ τή Σαμαρείτιδα ἐπισφραγίζει τό ἄνοιγ­­μά του πρός τόν κόσμο καί τήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Χρι­στός δέν ἦρθε στόν κόσμο γιά κά­ποι­ους μόνο ἀνθρώπους, ἀλλά ἦρθε γιά ὅ­λους, καί ἡ μόνη ἐπι­θυμία του εἶναι «πάν­τας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνω­σιν ἀληθείας ἐλθεῖν».
Ἐπιλέγει, λοιπόν, μιά γυναίκα ἁμαρ­τω­­λή γιά νά τῆς ἀποκαλύψει τήν ἀλη­θινή λατρεία τοῦ Θεοῦ, γιατί γνωρίζει, ὅπως ἄλλωστε ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τή μετέ­πει­τα ζωή τῆς ἰσαποστόλου ἁγί­ας Φωτει­νῆς τῆς Σαμαρείτιδος, ὅτι αὐτή μπορεῖ νά γίνει πειστικός κήρυκας αὐ­τῆς τῆς ἀλή­θει­ας σέ ὅλο τόν κόσμο. ᾿Επιλέγει τή Σαμαρείτιδα γιά νά διδάξει μέσω αὐτῆς καί σέ ὅλους ἐμᾶς πού πιστεύουμε σ᾽ Αὐτόν τήν «ἐν πνεύματι καί ἀλη­θείᾳ» προ­σκύνηση καί λατρεία τοῦ Θεοῦ τήν ὁποία ζητᾶ ἀπό ὅλους μας ὁ Ἰησοῦς, διότι αὐτή εἶναι ἡ μόνη εἰλι­κρινής λατρεία, ἡ μόνη λατρεία πού ἑνώ­νει τούς ἀνθρώπους ἀνεξαρτήτως φυλῆς καί γλώσσας καί τούς καθιστᾶ τέκνα Θεοῦ καί ἀδελφούς μεταξύ τους.
Αὐτήν τήν «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» λατρεία τοῦ Θεοῦ ἄς προσπαθήσουμε νά κάνουμε καί ἐμεῖς βίωμά μας, γιατί εἶναι ἡ μόνη πού μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει νά συναντήσουμε πραγματικά τόν Θεό καί νά ἑνωθοῦμε μαζί του.

 Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων