Η δουλειά μου είναι ιδιαίτερη: Είμαι νοσηλεύτρια σε τμήμα πρόωρων νεογνών σχεδόν είκοσι χρόνια. Είκοσι χρόνια περιποιούμαι και νοσηλεύω «καρδούλες». Έτσι τα ονομάζω τα νεογνά μας. «Καρδούλες». Γιατί πάρα πολύ συχνά, παραλαμβάνουμε στη βάρδια τόσο ελλειποβαρή νεογνά, με το κορμάκι τους τόσο ατελώς ανεπτυγμένο, που νιώθεις πως απλώς χτυπάει η καρδούλα τους. Τα χεράκια τους, τα ποδαράκια τους και το προσωπάκι τους είναι τόσο μικρά… Είναι σαν μικροσκοπικοί θησαυροί. Κι εμείς, οι γιατροί και οι νοσηλεύτριες, τα τοποθετούμε σαν θησαυρούς μέσα στις θερμοκοιτίδες. Πόσα και πόσα νεογνά δεν πέρασαν από τα χέρια μου… Κι όμως τα θυμάμαι όλα. Θυμάμαι την πορεία τους, θυμάμαι τις λαχτάρες που μου έδωσαν, θυμάμαι το προσωπάκι τους, ζαρωμένο και πονεμένο στην αρχή, να ανθίζει σαν λουλούδι μέσα σε ένα θερμοκήπιο. Θυμάμαι και τους γονείς τους, έναν- έναν.
Το τμήμα μας είναι κλειστό, για την προστασία των μωρών από τα μικρόβια, αλλά οι γονείς μπορούν να τα επισκέπτονται μία ώρα την ημέρα, φορώντας αποστειρωμένα ρούχα. Πόσες συγκινητικές στιγμές έχουν διαδραματιστεί μπροστά στα μάτια μου… Πόσες φορές λεχώνες που δεν μπορούσαν καν να ...
περπατήσουν ερχόντουσαν να δουν το μωράκι τους, με την αναπηρική πολυθρόνα, κάτωχρες και μισολιπόθυμες, μόνο και μόνο για να δουν μέσα από το τζάμι της θερμοκοιτίδας τη δική τους «καρδούλα», να τους ψιθυρίσουν μέσα από το τζάμι τα τρυφερά μαμαδίστικα λόγια που δεν είχαν προλάβει να τους πουν μετά τον τοκετό, μια που οι περισσότερες από αυτές δεν είχαν καν προλάβει να τα πάρουν στην αγκαλιά τους. Πόσες φορές δεν έδωσα αποστειρωμένα γάντια στα ζευγάρια που ήθελαν να αγγίξουν για μερικά λεπτά το λιλιπούτειο χεράκι του μωρού τους, ή που ήθελαν να χαϊδέψουν για λίγο το κεφαλάκι τους.Η ζωή εδώ μέσα έχει δικούς της κανόνες. Είναι απολύτως εξαρτημένη από μηχανήματα οξυγόνου, από ορούς και παρεντερικές διατροφές αλλά ταυτόχρονα είναι εντελώς ανεξάρτητη από όλες μας τις ιατρικές φροντίδες. Είναι σαν να κάνει ό,τι θέλει, σαν να μην υπακούει σε κανέναν άλλον παρά μόνο στον Θεό. Γι’ αυτό και εδώ μέσα βλέπουμε καθημερινά θαύματα. Νεογνά που τυπικά δεν είχαν καμία ελπίδα να επιβιώσουν, που μοιάζουν σαν ένα κομμάτι σάρκας που απλώς πάλλεται, ξεπερνούν τους ανθρώπινους νόμους της ζωής, πατάνε το πρόβλημά τους με την μικροσκοπική πατουσίτσα τους και βγαίνουν θριαμβευτικοί νικητές. Ζωντανά και γερά.
Ακόμη κι αν είσαι άθεος, δουλεύοντας σε αυτό το τμήμα γίνεσαι βαθιά θρησκευόμενος. Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Όταν σου εμπιστεύονται τις «καρδούλες» τους οι μητέρες, δεν μπορείς παρά να ζητάς και τη συνδρομή της θείας βοήθειας. Ή καμιά φορά να ξέρεις πως μόνο με τη βοήθεια του θεού θα καταφέρεις να ξεπεράσεις τα απίστευτα προβλήματα, που συχνά σκάνε, απρόβλεπτα και ξαφνικά, σαν νάρκες. Έχω αεροβαπτίσει μωρά σε κρίσιμες στιγμές. Έχω προσευχηθεί για τις «καρδούλες» πολύ περισσότερο απ’ όσο έχω προσευχηθεί σαν άτομο για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Έχω επικαλεστεί πολλές φορές την Παναγία. «Παναγία μου, βοήθησέ μας να τα καταφέρουμε…». Ποια, εγώ, που όταν ανέλαβα υπηρεσία δήλωνα άθεη…
Κάθε μέρα βλέπω θαύματα. Βλέπω τον ιδιαίτερο δεσμό μάνας- μωρού να αναπτύσσεται ακόμη και μέσα από το γυαλί της θερμοκοιτίδας, ακόμη και αν η «επαφή» κρατάει μερικά λεπτά.
Σκέφτομαι συχνά: πως είναι δυνατόν μετά την επίσκεψη της μητέρας τα μωρά να «παίρνουν τα πάνω τους»; Πως είναι δυνατόν να αντιλαμβάνονται πως το γαντοφορεμένο χέρι που τα χαϊδεύει, αδέξιο από το φόβο μην τα τραυματίσει, είναι της μητέρας τους; Πως είναι δυνατόν να καταλαβαίνουν πως η ψιθυριστή φωνή που τους μιλάει είναι αυτής που τα έφερε στη ζωή; Κι ενώ ζυγίζουν καμία φορά λιγότερο κι από ένα κιλό; Θαύμα! Θαύμα ανεξήγητο!
Όταν η υγεία τους βελτιώνεται και ωριμάζουν τότε επιτρέπουμε στις μητέρες να τα πάρουν αγκαλιά. Τι να πρωτοθυμηθώ; Τι χαμόγελα ευτυχίας έχω δει πάνω στα πρόσωπα των γονιών, τι δάκρυα χαράς την ώρα που πρωτοαγκαλιάζουν το παιδί τους. Γιατί αντίθετα με τις μητέρες των φυσιολογικών νεογνών, οι μητέρες των δικών μας νεογνών, συχνά δεν έχουν προλάβει ούτε να καλοδούν το μωράκι τους. Αυτές οι μητέρες ξέρουν πως τα παιδιά τους έδωσαν σκληρό αγώνα πριν φωλιάσουν στην αγκαλιά τους, και νομίζω, χωρίς να θέλω να αδικήσω τις υπόλοιπες μητέρες, πως τα αγαπάνε λίγο πιο πολύ. Γιατί ξέρουν πως τα παιδιά τους έδωσαν μάχη με τον ίδιο το θάνατο.
Δε θα άλλαζα τη δουλειά μου με τίποτα. Κι ας με τρώει το άγχος και το βάρος της ευθύνης. Κάθε φορά που ένα μωράκι παίρνει εξιτήριο, γίνεται μία μικρή γιορτή μέσα μου. Φουσκώνω κι εγώ από συγκίνηση και από χαρά, και ευχαριστώ τον Θεό που με βοήθησε να παραδώσω γερό το μωρό στη μητέρα του. Αυτή η χαρά δεν συγκρίνεται με τίποτα. Γιατί νιώθω κι εγώ πως βοήθησα στο να σωθεί μία ψυχούλα. Όταν οι μητέρες φέρνουν τα ρουχαλάκια των μωρών και τις βοηθάω να τα ντύσουν, συντονίζομαι κι εγώ με τη δική τους συγκίνηση, νιώθω κι εγώ πως ανήκω στην οικογένειά τους.
Γιατί αυτά τα μωρά, τα έχω ταϊσει, τα έχω αλλάξει, τα έχω περιποιηθεί, για να τα παραδώσω με ασφάλεια στην αγκαλιά της μητέρας τους. Αλλά σε αυτή τη διαδρομή έχω προλάβει κι εγώ να τα αγαπήσω…
Και δεν υπάρχει στον κόσμο όλο μεγαλύτερη ευλογία από αυτή. Από το να παίρνεις μια εύθραυστη «καρδούλα» και να τη βοηθάς να γίνει ένας μικρός άνθρωπος, γερός και δυνατός, έτοιμος να ξεκινήσει το ταξίδι της ζωής…
Διηγείται η Χρύσα, νοσηλεύτρια σε τμήμα πρόωρων νεογνών