ΔΥΟ ΥΠΕΡΟΧΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

 



 


π. Δημητρίου Μπόκου

Χαμήλωσε το πέπλο της κρύβοντας τα όμορφα μάτια της από τα αδιάκριτα βλέμματα, έσφιξε πάνω της τον πτυχωτό της χιτώνα και βιάστηκε να χωθεί στο μεγάλο ετερόκλητο πλήθος, που εδώ και ώρα ακολουθούσε τη μικρή συνοδία. Μα και έτσι, ένιωθε κιόλας άβολα κάτω απ’ τα βλοσυρά βλέμματα των αντρών που την κύκλωναν.

Πού έτρεχε όλος εκείνος ο κόσμος;

Η νεαρή γυναίκα πάλεψε να βγει μπροστά, μα το πυκνό πλήθος την εμπόδιζε. Σπρωξίματα έδιναν και έπαιρναν γύρω της, μα αδιαφορούσε. Μια δυνατή φωνή ωστόσο την ξάφνιασε:

-  Τί θέλεις εδώ ανάμεσά μας εσύ;

Γύρισε τρομαγμένη και βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα πρόσωπο αγριεμένο. Τον γνώρισε αμέσως. Ήταν συντοπίτης της. Στο άκουσμα της φωνής του δυο-τρεις ακόμα έστρεψαν περίεργοι τα κεφάλια τους.

-  Ποια είναι αυτή; ρώτησε ένας τους κι απλώνοντας με θράσος το χέρι του τράβηξε αδιάκριτα το πέπλο της.

-  Μακριά της! φώναξε απότομα ο πρώτος. Μην την αγγίζεις! Είναι ακάθαρτη. Μολύνθηκες και συ τώρα που ακούμπησες το ρούχο της, μη μας πλησιάζεις! Και συ δεν ξέρεις τη θέση σου; γύρισε ξανά αγριωπός προς τη γυναίκα. Τί δουλειά έχεις εδώ μέσα στον κόσμο;

Η γυναίκα πάγωσε ολόκληρη. Τί ατυχία, Θεέ μου! Πώς αποκαλύφθηκε τόσο γρήγορα; Τί θα γινόταν τώρα; Προσπάθησε γρήγορα να βρει διέξοδο. Γιατί όμως τους έτρεμε τόσο; Ποιο ήταν το έγκλημά της; Ποια ήταν και τί μυστικό έκρυβε η μυστηριώδης νεαρή;

Η ίδια δεν ήξερε να τα πει με πολλές λεπτομέρειες. Γνώριζε μόνο αμυδρά, ότι πλήρωνε παλιές αμαρτίες. Βίωνε ανεπιθύμητες συνέπειες από πράγματα που είχαν συμβεί στην αρχαία εποχή. Τότε που ...

οι προπάτορές της έχασαν τη θεοείδεια και η ζωή τους έγινε παρακατιανή, προσομοιώθηκε προς την αλογία των κτηνών. Ιδιαίτερα ο τρόπος γέννησης, η μεταλαμπάδευση της ζωής. Όταν το αρχικό θεϊκό σχέδιο για τον τρόπο αναπαραγωγής τους τροποποιήθηκε. Και εδώ ήταν που ο άνθρωπος ξέπεσε, ταπεινώθηκε. Θα αναπαραγόταν στο εξής όπως και τα άλογα ζώα. Από εκεί προήλθε ο τρόπος σύλληψης, η κυοφορία, ο τοκετός, η γαλουχία, η ενηλικίωση, η φθορά, ο θάνατος. Όλος ο βιολογικός κύκλος του ανθρώπου, ο δερμάτινος χιτώνας που αντικατέστησε τη θεοΰφαντη στολή, «το θεότευκτον άμφιον», που είχε στον Παράδεισο.

Και ό,τι θύμιζε τον ξεπεσμό αυτόν φορτώθηκε, κληρονομικώ δικαίω, σαν κατάρα στους επιγόνους. Μα το άγος της βάρυνε πιότερο τις θυγατέρες της Εύας. Ήταν πιο επαχθείς οι συνέπειές της σ’ αυτές. Ο νόμος δεν άφηνε περιθώρια: «Γυνή» που θα βρίσκεται «εν ρύσει αίματος, ακάθαρτος έσται». Θα είναι απόβλητη απ’ τη ζωή. Όπου καθίσει, ό,τι ακουμπήσει, για εφτά μέρες κάθε μήνα, θα γίνεται ακάθαρτο.

Έφταιγαν σε κάτι οι γυναίκες; Ήταν συνυπεύθυνες στην αμαρτία της Εύας; Όχι βέβαια! «Ανάμνησις αμαρτιών» αρχαίων ήταν αυτά, όχι προσωπική τους ενοχή. Μα ως κατάλοιπο αμαρτίας, λογίζονταν μολυσμός και όχι ευλογία. Ίσως για να μη συμβιβάζονται με το τωρινό τους κατάντημα. Να μην ξεχνούν την πρότερη ομορφιά τους την παραδεισένια, την αρχική πρωτόφαντη θεόδμητη κατασκευή τους.

Μέτοχος της ίδιας κατάρας και η άγνωστη νεαρή, σήκωνε πολύ βαρύτερο σταυρό από κάθε άλλη θυγατέρα της Εύας. Γιατί σ’ αυτήν η ρύση αυτή του αίματος δεν σταματούσε ποτέ. Επί δώδεκα χρόνια την ταλαιπωρούσε, την ταπείνωνε, την εξόριζε σαν μίασμα παντοτινό απ’ τη ζωή. Δεν είχε θέση στον κύκλο των κανονικών ανθρώπων. Ήταν γνωστή πλέον και σεσημασμένη. Η αιμορροούσα. Ταπεινωμένη, περιφρονημένη, σωματικά εξαντλημένη, μόνιμα καταδικασμένη στη μοναξιά. Δεν ήταν επιτρεπτό να κυκλοφορεί ανάμεσά τους.

Έχοντας δαπανήσει στους γιατρούς «τα παρ’ εαυτής πάντα», ό,τι είχε και δεν είχε, χωρίς να δει καμμιά θεραπεία, «αλλά μάλλον εις το χείρον ελθούσα», βρισκόταν στην έσχατη απελπισία. Και τότε ήταν που άκουσε για τον μεγάλο διδάσκαλο που περιερχόταν «τας πόλεις και τας κώμας». Κήρυττε τη Βασιλεία του Θεού «και πάντας τους κακώς έχοντας» εθεράπευε.

«Ακούσασα περί του Ιησού» η γυναίκα αναθάρρησε. Τρελές ελπίδες ξεπετάχτηκαν μέσα της. Θα μπορούσε να την κάνει άραγε κι αυτήν καλά; Μα πώς να τον προσεγγίσει; Πώς να βγάλει στη φόρα το πρόβλημά της, για το οποίο και η ίδια είχε μάθει να αισθάνεται μόνο ταπείνωση και ντροπή; Μα η πίστη της στο πρόσωπό του γιγαντωνόταν. Ήταν θέμα χρόνου να βρει την κατάλληλη στιγμή.

Και να, που κάτι τέτοιο δεν άργησε. Η δωδεκάχρονη κόρη του άρχοντα ασθενούσε βαριά. Έπνεε τα λοίσθια. Ο Ιάειρος, αν και αρχισυνάγωγος, άφησε στην άκρη κάθε επιφύλαξη. Έπεσε ταπεινά στα πόδια του Χριστού. Τον ικέτεψε να συρθεί ως το σπίτι του. Και ο Κύριος, η απέραντη ευσπλαχνία, δεν αρνήθηκε. Αμέσως ένα πλήθος ανθρώπων, περίεργο για την έκβαση, βρέθηκε να ακολουθεί τον Χριστό.

Η νεαρή γυναίκα στάθμισε γρήγορα τα γεγονότα. Ήταν η στιγμή που περίμενε. Τί θα ’χανε να δοκιμάσει; Θα είχε άραγε άλλες ευκαιρίες; Πήρε στα γρήγορα την απόφαση. Με λίγη τύχη έλπιζε να τα καταφέρει. Μες στην κοσμοσυρροή θα περνούσε απαρατήρητη. Δεν θ’ άφηνε την ευκαιρία να χαθεί. Δεν είχε την πολυτέλεια για κάτι τέτοιο.

Μα μες στο πλήθος ήταν και άνθρωποι του τόπου της. Τη γνώριζαν. Έπρεπε να ξεγλιστρήσει από την προσοχή τους για να φτάσει στον σκοπό της, να συναντήσει τον Χριστό. Αρκεί να έφτανε κοντά του. Να αγγίξει απλώς την άκρη του ευλογημένου ρούχου του. Χωρίς να το καταλάβει κανένας, ούτε εκείνος, ούτε άλλος. Θα πνιγόταν στη ντροπή αν το μάθαιναν όλοι. Είχε ακούσει ότι πολλοί ασθενείς επιδίωκαν, «ίνα καν των ιματίων αυτού άψωνται» μόνο και γίνονταν καλά. Το ίδιο πίστευε κι αυτή. «Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου αυτού, σωθήσομαι».

Με αγωνιώδη προσπάθεια, ξεφεύγοντας συνεχώς από τα αδιάκριτα βλέμματα, βρέθηκε επιτέλους πίσω απ’ τη συνοδία του Χριστού. Άπλωσε το χέρι της χωρίς καθυστέρηση και, σίγουρη για το αποτέλεσμα, «ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού. Και ευθέως εξηράνθη η πηγή του αίματος αυτής». Με το ευλαβικό εκείνο άγγιγμα το θαύμα έγινε. Η αιμορραγία σταμάτησε. Με κάποιον τρόπο ένιωσε αμέσως τη διαφορά στο σώμα της. Απαλλάχτηκε από τη μάστιγά της. Η ψυχή της αναστήθηκε. Γεμάτη χαρά θέλησε να ξαναχαθή αμέσως μες στο πλήθος. Μα δεν είχαν τελειώσει ακόμη όλα.

Ο δήθεν ανυποψίαστος Χριστός στράφηκε ξαφνικά προς τα πίσω. Η φωνή του ακούστηκε πεντακάθαρη παρά την οχλοβοή.

-  «Τίς ο αψάμενός μου;»

Όλα τα μάτια καρφώθηκαν έκπληκτα πάνω του. Οι μαθητές του αλληλοκοιτάχτηκαν. Ο Πέτρος δεν άντεξε.

-  Δεν βλέπεις το πλήθος, Κύριε, που έχει πέσει πάνω σου; Που σε σπρώχνει και σε πιέζει από παντού; Ρωτάς ποιος σε άγγιξε;

-  Κάποιος με άγγιξε! επέμεινε ο Χριστός. Δεν μιλάω γι’ αυτούς που «πέφτουν» επάνω μου. Ένιωσα δύναμη να εξέρχεται από μέσα μου.

Η νεαρή γυναίκα τα έχασε. Πώς αντιλήφθηκε το άγγιγμά της; Μόνο την άκρη του ιματίου του είχε αγγίξει! Όχι το σώμα του. Πώς αντιλήφθηκε το δικό της μόνο άγγιγμα, τη στιγμή που δεν «ένιωθε» καθόλου τα υπόλοιπα; Κατάλαβε πως δεν ξεφεύγει τίποτε από τον έλεγχό του. «Πάντα υποτέτακται» στο παντοδύναμο θέλημά του.

Και τώρα; Αν αποκαλυφθεί η πράξη της, τί θα γίνει; Είχε ενεργήσει παράνομα. Δεν έπρεπε να έρχεται σε επαφή με ανθρώπους, αφού κατά τον νόμο ήταν ακάθαρτη. Πολύ περισσότερο, δεν είχε δικαίωμα να πλησιάσει, να αγγίξει τον Διδάσκαλο. Ποιες θα ’ταν τώρα οι συνέπειες; Ο τρόμος την κυρίευσε. Μα ο Χριστός είχε τον σκοπό του.

Υποκρινόμενος άγνοια για χάρη της, κοίταζε γύρω του δήθεν ερευνητικά για να τη δει. Η γυναίκα είδε πως δεν είχε διέξοδο. «Φοβηθείσα και τρέμουσα» ήλθε και έπεσε στα πόδια του. Άφησε στην άκρη κάθε ντροπή. Ομολόγησε μπροστά σε όλους το χρόνιο πρόβλημά της και την σωτήρια απαλλαγή της απ’ αυτό.

-  Μη φοβάσαι, κόρη μου! άκουσε ήρεμη, ζεστή τη φωνή του σαν χάδι απαλό στ’ αυτιά της.

Κόρη του; Ποιος της μιλάει με τόση τρυφερότητα; Γνώριζε μέχρι τότε προπηλακισμούς και απόρριψη. Ποιος καταδέχεται να την προσφωνεί κόρη του; Ανασήκωσε το ταλαιπωρημένο της κορμί, τόλμησε να υψώσει το ταπεινό της βλέμμα, το έφερε μέχρι το βλέμμα του Χριστού. Ένιωσε να τη συνεπαίρνει το βλέμμα εκείνο με μια ορμητική απύθμενη αγάπη, να πλημμυρίζει τη ρημαγμένη της ψυχή με γλυκειά θαλπωρή. Ένα βαθύ αίσθημα γαλήνης και ανείπωτης χαράς κυρίευσε την ύπαρξή της. Αλλεπάλληλα κύματα πρωτόγνωρης τρυφερότητας ξεπηδούσαν απ’ το βλέμμα εκείνο και την αγκάλιαζαν απαλά.

-  Η πίστη σου σε έσωσε, κόρη μου! άκουσε πάλι την αγαπημένη φωνή να χαϊδεύει την ψυχή της. Θα είσαι υγιής στο εξής. Πήγαινε στο καλό γεμάτη ειρήνη! Μην ανησυχείς καθόλου για τίποτε!

Ο Χριστός ήθελε μόνο να δοξάσει και να αποκαταστήσει στα μάτια των ανθρώπων το μέχρι τότε ντροπιασμένο και ταπεινωμένο πλάσμα του. Δεν έβλεπε μπροστά του τη μολυσμένη απόβλητη της ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά «νεόφυτον ηγαπημένον». Δεν ήταν πια η ανώνυμη ακάθαρτη αιμορροούσα, που όλοι απόφευγαν με βδελυγμία. Ήταν η Βερονίκη, ο επώνυμος πολύτιμος άνθρωπος, που δεν τον αποστράφηκε καθόλου ο Πλαστουργός του, αλλά κατέβηκε ψάχνοντάς τον επίμονα από τον ουρανό μέχρι τη γη και τα υποχθόνια.

Το φτωχό πλάσμα ρίγησε μέσα στην πανευφρόσυνη ευλογία. Η ταπεινή γυναίκα ζωντάνεψε, αναγεννήθηκε. Ένιωσε ολόψυχα πως η συνάντηση με τον Χριστό είναι ό,τι ανώτερο, ό,τι καλύτερο μπορεί να ποθήσει ποτέ ο άνθρωπος. Το πρόσωπό του, αχτινοβολώντας θεϊκή ομορφιά και αγάπη, χαράχτηκε ανεξίτηλα στην καρδιά της.

Μα οι καλές και ήσυχες μέρες τελείωσαν κάποτε. Ήρθε το πλήρωμα των καιρών, «ελήλυθεν η ώρα» του Χριστού. Η νεαρή Βερονίκη βρέθηκε στη δίνη άλλων περιστάσεων. Ανάμεσα σε ένα άλλο τεράστιο πλήθος, που συνωστιζόταν ξανά πίσω από τον Χριστό σε μιαν άλλη πορεία. Μα το σκηνικό είχε αλλάξει τώρα εντελώς.

Φωνές και κραυγές πλανιόντουσαν σαν μαυροπούλια στον αέρα. Σύννεφο οι κατάρες -μακάβρια υπόκρουση- συνόδευαν τον μεγάλο κατάδικο στην τελευταία μαρτυρική πορεία του προς τον Γολγοθά. Είχε κριθεί «ένοχος θανάτου» για τη μεγάλη του «βλασφημία», να ονομάσει τον εαυτό του Υιό Θεού. Όφειλε κατά τον νόμο τους να πεθάνει.

Στην ανηφορική οδό στριμώχνονταν τα πιο ανόμοια σύνολα. Οι λαοπλάνοι άρχοντες του Ισραήλ, οι φανατικοί τους ακόλουθοι «μετά μαχαιρών και ξύλων», ο άβουλος συρφετός, «οι συμπαραγενόμενοι όχλοι επί την θεωρίαν ταύτην», οι περίεργοι όλοι που συγκεντρώθηκαν για να παρακολουθήσουν τα πρωτοφανή δρώμενα. Σκληροτράχηλοι λεγεωνάριοι, σχηματίζοντας τείχος με αιχμηρά δόρατα και ημικυλινδρικά σκούτα, τις ασπίδες τους, συγκρατούσαν με κόπο την παλλόμενη θάλασσα. Για να δαμάσει τα απειθάρχητα στίφη ο Ρωμαίος κεντυρίωνας, έριξε στη «μάχη» όλη την εκατονταρχία.

Οι μαθητές του Χριστού σκόρπισαν «έκαστος εις τα ίδια, διά τον φόβον των Ιουδαίων». Αλλά μες στο αλλοπρόσαλλο πλήθος κάποιες υπάρξεις τολμούν. Είναι οι γυναίκες. Αυτές που ακολουθούσαν παντού τον Χριστό και τον υπηρετούσαν, χωρίς να φύγουν ούτε στιγμή από κοντά του. Με πρώτη και καλύτερη, στη διακριτική, αθόρυβη, απαρατήρητη, σεμνή παρουσία της, την πανάχραντη μητέρα του. Αυτές τον συνοδεύουν και τώρα με θρήνους και οδυρμούς στις δραματικά επώδυνες τελευταίες του στιγμές. Η αγάπη τους νικάει κάθε φόβο.

Ο ανήφορος του Γολγοθά ποτίστηκε με πολύ αίμα, ιδρώτα και οδύνη. Ο Χριστός δεν θέλησε να απαλλαγεί από τον πόνο. Τον βίωσε σαν άνθρωπος, σαν ένας κοινός θνητός. Αφέθηκε να κακοποιηθεί αφάνταστα. Το σώμα του έγινε μια τεράστια πληγή. Τροφή δεν έλαβε, νερό δεν ήπιε, ύπνος δεν ανέβηκε στα βλέφαρά του. Η αδιάκοπη ροή του αίματος από τις χαίνουσες πληγές μεγάλωνε βασανιστικά τη δίψα του. Επί δύο συνεχείς μέρες οι μαστιγώσεις, τα ραπίσματα, η ασιτία, η δίψα, η αϋπνία, στράγγιξαν μεθοδικά τη ζωτικότητά του. Και τέλος η άρση του σταυρού.

Μα εκεί το εξαντλημένο σώμα του δεν άντεξε. Οι ματωμένοι ώμοι του λύγισαν. Έγειρε ολόκληρος, σαν κομμένος κορμός σωριάστηκε στο λιθόστρωτο. Εξουθενωμένος, ταπεινωμένος, φορτωμένος την κατάρα της ανθρώπινης ενοχής όλων των αιώνων, αποδιοπομπαίος για την αμαρτία του κόσμου, μισητός, απόβλητος, ο παντοδύναμος Θεός κειτόταν στο ματωμένο χώμα αβοήθητος, σε έσχατη αδυναμία, αδιανόητο αιώνιο σκάνδαλο για τους Εβραίους.

Στο θλιβερό θέαμα το βουητό δυνάμωσε απότομα. Το ανθρώπινο κύμα μαινόμενο πάφλασε, ο θρήνος των γυναικών υψώθηκε σπαραχτικός, οι καγχασμοί αντήχησαν χαιρέκακα. Το πλήθος κινήθηκε βίαια μπροστά, μα οι στρατιώτες, στο στιβαρό πρόσταγμα του κεντυρίωνα, πρόταξαν ακαριαία τα μυτερά τους ακόντια και τους αποθάρρυναν. Ο εκατόνταρχος Λογγίνος, μετέχοντας ανεξήγητα στο ενεργούμενο ενώπιόν του ανερμήνευτο μυστήριο του Σταυρού, στράφηκε με αίσθημα βαθέος σεβασμού προς τον ημιθανή κατάδικο. Στο νεύμα του δυο λεγεωνάριοι ανασήκωσαν τον βαρύ σταυρό και τον απέθεσαν στην άκρη.

Μα την ίδια στιγμή ακάθεκτη μια νεαρή, με το βέλο κατεβασμένο στα μάτια της, εισέβαλε στο μέσον ορμητικά. Κανείς δεν πήρε είδηση πώς μπόρεσε να σπάσει τον ασφυκτικό κλοιό των στρατιωτών, πώς διαπέρασε το αρραγές τείχος ασπίδων και λογχών. Με αξιοθαύμαστο θάρρος και φοβερή αποφασιστικότητα η Βερονίκη είχε κιόλας γονατίσει πλάι στον σεβαστό της διδάσκαλο. Κάποιοι στρατιώτες έτρεξαν προς το μέρος της, μα ο Λογγίνος, επιβλητικός και σοβαρός, τους σταμάτησε με μια κίνηση του χεριού του.

Η Βερονίκη ανασήκωσε απαλά και κράτησε ευλαβικά στα χέρια της το αιμόφυρτο θεϊκό πρόσωπο. Μα η όψη εκείνη δεν είχε τώρα «είδος, ουδέ κάλλος». Δεν ήταν πια «ο ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς», που είχαν αντικρύσει εκστατικά τα μάτια της στην πρώτη της συνάντηση μαζί του. Κάθε ομορφιά είχε χαθεί εντελώς απ’ τη μορφή του. «Το είδος αυτού άτιμον και εκλείπον παρά πάντας ανθρώπους». Κανενός το πρόσωπο δεν είχε αφανισθεί σαν το δικό του.

Μα όταν τα μισόκλειστα μάτια του αντάμωσαν ξανά με τα δακρύβρεκτα δικά της, η Βερονίκη ρίγησε ολόκληρη σαν την πρώτη φορά. Μια μυστική δύναμη απ’ το θολό του βλέμμα εισόρμησε ξανά στην ταραγμένη της ψυχή. Τα σβησμένα του μάτια έπεμπαν μέσα της ολοφώτεινο ήλιο ειρήνης, αγάπης, ζεστασιάς. Ήξερε αλάνθαστα πως, αν και «κατάστικτος τοις μώλωψι», μπρος της βρισκόταν ο «πανσθενουργός» Θεός. Νεκρός σχεδόν, και παρά ταύτα παντοδύναμος.

Με το μαντήλι της σκούπισε γρήγορα, απαλά, προσεκτικά το θεϊκό πρόσωπο. Καθάρισε τη σκόνη, τον ιδρώτα, τα αίματα, έβρεξε τα ξεραμένα του χείλη. Δεν μπορούσε να κάνει περισσότερα, αν και λαχταρούσε για κάτι τέτοιο διακαώς. Σηκώθηκε, μα αυτό που αντίκρυσε την καθήλωσε ξανά. Πάνω στο ματωμένο, λερωμένο μαντήλι της είχε αποτυπωθεί η φωτεινή, πανέμορφη, πραγματική μορφή του Χριστού. Έστρεψε το βλέμμα της πάνω του άφωνη, εκστατική.

-  Κόρη μου!

Βαθιά μέσα της, αν και τα χείλη του δεν κινήθηκαν καθόλου, άκουσε τη γλυκειά του φωνή να χαϊδεύει την ψυχή της ξανά.

-  Κράτησέ το, κόρη μου, «εις την εμήν ανάμνησιν». Να με θυμάσαι!

-  Κύριέ μου! κατάφερε να ψιθυρίσει μόνο, γεμάτη θάμβος και έκσταση, ενώ στα μάτια της γυάλισαν σταγόνες κρυστάλλινες. Στο ψιθύρισμα εκείνο συνωθούνταν όλος ο παλμός της φλεγόμενης ψυχής της.

Αμέτρητες φωνές, απειλές, ειρωνείες, κατάρες εναντίον της συνέθεταν ένα μακάβριο πανδαιμόνιο γύρω της. Μα εκείνη δεν άκουγε, δεν καταλάβαινε τίποτε. Η δεύτερη συνάντησή της με τον Χριστό ήταν το ίδιο υπέροχα συγκλονιστική σαν την πρώτη. Προχώρησε ήσυχα και πέρασε μέσα απ’ το μαινόμενο πλήθος, χωρίς να φοβάται κανένα, χωρίς να την αγγίζει κανένας.

Φύλαξε προσεκτικά το μαντήλι της με τη θεϊκή αχειροποίητη εικόνα. Μα πιο πολύ φύλαξε ευλαβικά το θεϊκό πρόσωπο του Χριστού, χαραγμένο ανεξίτηλα στην καρδιά της για πάντα.

Πάσχα 2021

 

Διαδίδω την «Αντιύλη»

Εκτυπώνω/προωθώ σε φιλικά μου e-mails