Ο Κύριος σοφίζει τον ταπεινό – Αγίου Ισαάκ του Σύρου.

 1 Όποιος εξευτελίζει τον εμπαθή εαυτό του και τον ταπεινώνει, αυτός θα γίνει σοφός από τον Κύριο. Και όποιος έχει την ιδέα ότι είναι σοφός, αυτός θα χάσει τη σοφία του Θεού. (178).

Και μόνο η ταπείνωση μπορεί να παρασταθεί
ενώπιον του Θεού και να πρεσβεύσει για μας.

2 Η κατάσταση της ταπείνωσης, και χωρίς να συνοδεύεται από έργα αγαθά, όπως στην περίπτωση του αρρώστου, ή του εγκλείστου μοναχού, πολλά αμαρτήματα συγχωρεί˙ τα έργα όμως, χωρίς την ταπείνωση, όχι μόνο είναι ανωφελή, αλλά και πολλά κακά μας προκαλούν. Λοιπόν, με την ταπείνωση, όπως ανέφερα, να περιμένεις τη συγχώρηση των αμαρτιών σου. Και όπως το αλάτι συντηρεί και νοστιμίζει κάθε τροφή, έτσι είναι και η ταπείνωση για κάθε αρετή, και μπορεί να συντρίψει τη δύναμη πολλών αμαρτημάτων. Γι’ αυτή λοιπόν την ταπείνωση είναι ανάγκη να λυπάσαι, αδιαλείπτως, ανάλογα βέβαια με τις δυνάμεις σου, μέχρι να την αποκτήσεις. Και όταν την αποκτήσουμε στο κελί της ησυχίας μας, όπου ζούμε εντελώς απομακρυσμένοι από τον κόσμο, μας κάνει παιδιά του Θεού˙ και χωρίς να μπορούμε να κάνουμε αγαθά έργα, όπως οι άνθρωποι που έχουν επαφή με τον κόσμο, μας φέρνει στο Θεό. Χωρίς αυτήν όλα τα έργα μας είναι μάταια, και όλες οι αρετές, και όλες οι εργασίες μας.

Λοιπόν, ο Θεός θέλει την αλλοίωση των λογισμών μας˙ διότι με τους καλούς λογισμούς προοδεύουμε, και με τους κακούς λογισμούς εξαχρειωνόμαστε. Μόνη η ταπείνωση, χωρίς άλλη βοήθεια, είναι ικανή να παρασταθεί ενώπιον του Θεού και να πρεσβεύσει για μας. (203).

Τα μεγάλα μέτρα της ταπεινοφροσύνης.

3 Αυτόν που έφτασε σε πολύ μεγάλα ύψη ταπεινοφροσύνης, δεν τον πιάνει ταραχή όταν τον αδικούν, ούτε θέλει να απολογηθεί για εκείνο το πράγμα, για το οποίο αδικήθηκε. Δέχεται, λοιπόν, τις συκοφαντίες σαν να είναι αλήθεια, και δε φροντίζει να πείσει τους ανθρώπους ότι τον ...

συκοφάντησαν, αλλά ζητάει να τον συγχωρήσουν. Μερικοί μάλιστα, με τη θέλησή τους, κατάφεραν να τους ονομάζουν οι άλλοι ακόλαστους, ενώ δεν ήταν˙ άλλοι πάλι δέχτηκαν με υπομονή να τους ονομάζουν μοιχούς, χωρίς να είναι και, δακρύζοντας, φόρτωναν στον εαυτό τους την πικρή ανταμοιβή μιας αμαρτίας που δε διέπραξαν, και κλαίγοντας ζητούσαν, απ’ αυτούς που τους είχαν συκοφαντήσει, συγχώρηση για την αμαρτία που δεν έκαμαν, ενώ ήταν στεφανωμένοι στην ψυχή με το στεφάνι της καθαρότητας και της αγνότητας. Άλλοι πάλι, για να μη δοξασθούν για την κρυμμένη μέσα τους ενάρετη κατάστασή τους, έκαναν τον παλαβό, ενώ στην πραγματικότητα ήταν σταθερά γαλήνιοι και καρυκευμένοι με το θεϊκό αλάτι, ώστε για την άκρα τελειότητά τους αξιώθηκαν να έχουν τους αγίους Αγγέλους κήρυκες των ανδραγαθημάτων τους.

Συ λοιπόν νομίζεις πως έχεις ταπείνωση˙ άλλοι όμως κατηγορούσαν τον εαυτό τους, ενώ εσύ δεν μπορείς να υποφέρεις ούτε όταν οι άλλοι σε κατηγορούν. Ωστόσο σκέφτεσαι ότι είσαι ταπεινόφρων. Εάν πράγματι είσαι ταπεινόφρων, δοκίμασε τον εαυτό σου αν δε σε πιάνει ταραχή όταν σε συκοφαντούν και σε αδικούν. (224).

4 Ποιά είναι τα δείγματα της εξαιρετικής ταπείνωσης των ησυχαστών;

Όπως η οίηση (η υψηλοφροσύνη) με τους λογισμούς της αμαρτωλής φαντασίας διασκορπίζει την ψυχή και την κάνει να περιπλανάται σ’ όλη την κτίση, έτσι και η ταπείνωση συμμαζεύει την ψυχή στην ησυχία. Και όπως η ψυχή δεν είναι γνωστή ούτε ορατή στους σωματικούς οφθαλμούς, έτσι και ο ταπεινόφρων παραμένει άγνωστος κατά την πρόθεσή του μεταξύ των ανθρώπων. Και όπως η ψυχή μέσα στο σώμα είναι κρυμμένη και δεν μπορούν να τη δουν οι άνθρωποι στις μεταξύ τους συναναστροφές, έτσι και ο ταπεινόφρων που έφτασε σε πολύ μεγάλα μέτρα: όχι μόνο δε θέλει να τον βλέπουν και να τον ξεχωρίζουν οι άνθρωποι επειδή είναι απόμακρος και στερημένος των πάντων, αλλά τούτο κυρίως θέλει˙ αν είναι δηλ. δυνατό, να διεισδύσει μέσα στα μυστικά βάθη της ύπαρξής του και να πάει να κατοικήσει σε ήσυχο τόπο, και να αφήσει όλες τις παραστάσεις και τις σκέψεις που συνδέονται με τις αισθήσεις της κοσμικής ζωής, και να γίνει σαν να μην υπάρχει και να μη γεννήθηκε για τον κόσμο, και να είναι παντελώς άγνωστος ακόμη και στον εαυτό του. Και όσο αυτός ο άνθρωπος παραμένει στον κόσμο σαν τον κρυμμένο θησαυρό, τόσο και ολόκληρη η ύπαρξή του πλησιάζει στον Κύριο και Θεό του.

Ο ταπεινόφρων δεν αναπαύεται ποτέ στο να βλέπει μαζεμένους ανθρώπους σ’ έναν τόπο ούτε αναπαύεται στην ταραχή του πλήθους, και στις κινήσεις και στις φωνές και στα ξανοίγματα και στις φροντίδες και στην ηδονή, από την οποία προέρχεται η ασωτεία˙ ούτε αναπαύεται στα κοσμικά λόγια και στις συναναστροφές και στο διασκορπισμό των αισθήσεων˙ αλλά μάλλον προτιμά να ζει μόνος του στην ησυχία, και να μη τον λογαριάζουν οι άλλοι. Και πιο πολύ ποθεί τη σμικρότητα, την ακτημοσύνη, την πενία. Και προτιμά πάντοτε να είναι εύκαιρος και αμέριμνος, χωρίς να συγχύζεται ο νους του από τα πράγματα του κόσμου, για να μην περιπλανιούνται οι λογισμοί του εδώ κι εκεί. Διότι έχει πεισθεί ότι, εάν αρχίσει ν’ ασχολείται με πολλά πράγματα, δεν μπορεί να ξεφύγει τη σύγχυση των λογισμών˙ διότι τα πολλά πράγματα συνεπάγονται πολλές φροντίδες και ποικίλους και σύνθετους λογισμούς, που τον απομακρύνουν από την απλότητα. Εάν λοιπόν μεριμνά και τυρβάζει περί πολλά, θα παύσει να είναι υπεράνω των κοσμικών φροντίδων, θα γίνουν πολλές οι ανάγκες του, θα χάσει την ειρήνη και τη μοναδική απασχόληση του νου του με τους άριστους λογισμούς. Και εάν οι υλικές και σωματικές του ανάγκες τον εμποδίζουν από τους καλούς και σωτήριους λογισμούς, τότε αρχίζει να βλάπτεται ο ίδιος και να βλάπτει τους άλλους. Από δω και πέρα ανοίγει η πόρτα για να μπαίνουν μέσα του τα πάθη, και φεύγει η γαλήνη που φέρνει η διάκριση, και χάνεται η ταπείνωση, και κλείνει η πόρτα της ειρήνης. Επειδή λοιπόν όλα αυτά είναι επικίνδυνα, φυλάγει συνεχώς τον εαυτό του από τις πολλές φροντίδες και ενασχολήσεις και, έτσι, σε κάθε περίσταση βρίσκει τον εαυτό του στη γαλήνη του Θεού, και στην ανάπαυση, και στην ειρήνη, και στην επιείκεια, και στην ευλάβεια.
Στον ταπεινόφρονα δε βλέπεις ποτέ βιασύνη και σύγχυση ή ενέργειες επείγουσας ανάγκης, ούτε θερμούς και κούφιους λογισμούς. Απεναντίας, σε κάθε περίσταση είναι αναπαυμένος. Εάν κολλήσει ο ουρανός με τη γη, ο ταπεινόφρων δε θορυβείται. Κάθε ήσυχος και πράος άνθρωπος δεν είναι ταπεινόφρων, όμως κάθε ταπεινόφρων είναι πράος και ήσυχος. Άμα δεν είσαι ταπεινόφρων, δεν μπορείς να είσαι συνεσταλμένος στους τρόπους σου, όμως συνεσταλμένους μη ταπεινόφρονες πολλούς θα συναντήσεις. Αυτό εννοούσε ο Κύριος, ο πράος και ταπεινός, όταν είπε: «Μάθετε απ’ εμού ότι πράός ειμί και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11, 21). Ο ταπεινόφρων σε κάθε περίσταση είναι αναπαυμένος, γιατί τίποτε δεν υπάρχει γι’ αυτόν που να κινήσει το νου του στο κακό ή να τον ταράξει. Και όπως δεν μπορεί κανείς να τρομάξει ένα βουνό, έτσι δεν τρομάζει από τίποτε ο νους του. Και αν δεν είναι παράλογο, θα λέγαμε ότι ο ταπεινόφρων δεν ανήκει σ’ αυτό τον κόσμο˙ διότι ούτε στα λυπηρά περιστατικά ταράζεται και αλλοιώνεται η ύπαρξή του, ούτε στα ευχάριστα εκπλήσσεται από θαυμασμό και χαλαρώνει. Όλη η ευφροσύνη και η χαρά του η αληθινή βρίσκεται στην απόλαυση του Κυρίου και Θεού του. Την ταπεινοφροσύνη τη συνοδεύει η επιείκεια και η αυτοσυγκέντρωση. Την ταπεινοφροσύνη ακολουθεί: εγκράτεια στις αισθήσεις, φωνή μετρημένη, λίγα λόγια, καταφρόνηση του κοσμικού εαυτού μας, ευτελής ενδυμασία, βάδισμα ταπεινό˙ το να μην αλληθωρίζουμε δεξιά και αριστερά και περισπάται η προσοχή μας, να ξεχωρίζουμε στην ελεημοσύνη, να έχουμε πολλά δάκρυα. Ακόμη, την ταπεινοφροσύνη συνοδεύει: ψυχή μεμονωμένη από τους περισπασμούς, καρδιά συντετριμμένη, έλλειψη θυμού, αισθήσεις συμμαζεμένες, λίγα και ευτελή πράγματα για τη σωματική μας ανάπαυση, καρτερία στον πόνο, υπομονή, αφοβία, ανδρεία της καρδιάς, που αποστρέφεται τις απολαύσεις αυτής της πρόσκαιρης ζωής, υπομονή στους πειρασμούς, σοβαροί λογισμοί, σβήσιμο των πονηρών λογισμών, εγκράτεια παθών, συστολή, ευλάβεια. Και πάνω απ’ όλα αυτά, πρέπει να βρίσκεται ο ασκητής σε παντοτινή ησυχία και να μη γνωρίζει τα κοσμικά πράγματα και τα πάθη.
Ο ταπεινόφρων ποτέ δεν αισθάνεται αναγκασμένος να ταραχθεί ή να συγχυσθεί. Και όταν είναι μόνος του, ντρέπεται και ευλαβείται τον εαυτό του ως εικόνα Θεού. Και μου προκαλεί θαυμασμό ότι ένας πραγματικά ταπεινόφρων ασκητής δε θα τολμήσει να προσευχηθεί με δικά του λόγια, όταν αρχίσει την ευχή, ούτε θα θεωρήσει τον εαυτό του άξιο για προσευχή, ούτε θα τολμήσει να ζητήσει τίποτε άλλο εκτός από τη βασιλεία του Θεού˙ ούτε έχει ανθρώπινη συναίσθηση της προσευχής, παρά μονάχα σιωπά ο νους του, και περιμένει το έλεος του Θεού. Και, καθώς κλίνει το πρόσωπό του προς τη γη και η καρδιά του είναι υψωμένη στην αγιότητα και υψηλή πύλη του ουρανού, περιμένει να ακούσει ποιο είναι γι’ αυτόν το θέλημα του ενδόξου και προσκυνητού Θεού˙ του Θεού που ο θρόνος του είναι στα σύννεφα, που θαμπώνει τα μάτια των Σεραφίμ, και που η δύναμη και η σοφία και η αγαθότητά του κάνει να σιωπούν όλα τα αγγελικά τάγματα. Μόνο αυτό τολμά ο ταπεινόφρων να πει και να ζητήσει στην προσευχή του: Ας γίνει, Κύριε, η ζωή μου κατά το πανάγιο θέλημά σου. Και εμείς την ίδια ευχή να λέμε για τον εαυτό μας. Αμήν. (310-3).

Από το βιβλίο: Ανθολόγιο από την ασκητική εμπειρία του Αγίου Ισαάκ του Σύρου. Ερμηνευτική απόδοση – επιμέλεια, Κωνσταντίνου Χρ. Καρακόλη, Δρος Θεολογίας, Φιλολόγου.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

http://www.orp.gr/wordpress/?p=31462