Κ. ΖΟΥΚΑΣ ή Γ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Ο τραγουδιστής - ιερέας ήρωας - ΣΩΤΗΡΑΣ του ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ το 1822, από το Κεράσοβο Κονίτσης




 Κ. ΖΟΥΚΑΣ ή Γ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ

Ο ΣΩΤΗΡΑΣ του ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ το 1822,
από το Κεράσοβο Κονίτσης

Του ιατρού Γεωργίου Ν. Σάρρου

Ο Κώστας Ζούκας ήταν ένας από τους τρεις Ζουκαίους του Κερασόβου που συνέδεσαν το όνομά τους με το ηρωικό Μεσολόγγι. Ο Κώστας Ζούκας μεγαλουργούσε ως τραγουδιστής και ως δεινός κυνηγός γουνοφόρων θηραμάτων γι΄ αυτό και του αποδόθηκε το ψευδώνυμο «Γούναρης». Αυτά τα ταλέντα εκτιμήθηκαν δεόντως από τον Αλή Πασά ο οποίος τον πήρε στην αυλή του. Μετά την πτώση του Αλή Πασά το 1822, ο Κώστας Ζούκας συνέχισε αναγκαστικά, να υπηρετεί στην αυλή του Ομέρ Βρυώνη.

Το 1822, ο Χουρσίτ πασάς πήγε στην Λάρισα, για να ετοιμάσει εκεί πολυάριθμο στρατό, άφησε πίσω του τον Ομέρ – πασά Βρυώνη και τον Ρεσίτ πασά ή Κιουταχή. Μετά την παράδοση της Κιάφας και την διάλυση των ελληνικών στρατευμάτων, διάχυτη ήταν η πεποίθηση ότι οι Τούρκοι θα υποτάξουν δια πυρός και σιδήρου τους επαναστάτες. Οι γενναίοι Ρουμελιώτες ρημάζουν τις περιουσίες τους και παίρνουν τα βουνά. Το Αγγελόκαστρο, η Στάμνα, ο Άγιος Ηλίας, η Γουριά, η Μαστρού, η Μαγούλα, το Νεοχώριο παραδόθηκαν στις φλόγες, όταν οι Τούρκοι μπήκαν και στάθμευσαν στο Βραχώρι. Αφού άφησαν ικανή φρουρά στο Βραχώρι (μεταξύ των οποίων και τον Βαρνακιώτη), οι Τούρκοι του Βρυώνη προχώρησαν νοτιότερα. Στα γεφύρια του Αλαήμπεη τους κράτησε μια μέρα ο Μάρκος Μπότσαρης. Οι οπλαρχηγοί Τσόγκας, Βλαχόπουλος και Μακρής, έπιασαν άλλες θέσεις με την ελπίδα να καταφέρουν ν' αντισταθούν. Δυστυχώς όμως οι υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις προήλασαν έχοντας μαζί τους και Έλληνες αρματολούς, όπως ο Μπακόλας, ο Ίσκος, ο Ράγκος και ο Βαλτινός. Μετά την πτώση του Αιτωλικού οι οπλαρχηγοί Μάρκος Μπότσαρης, Μαυροκορδάτος και Κίτσος Τζαβέλλας μπαίνουν στο Μεσολόγγι.

Ο τουρκικός στρατός του Κιουταχή και του Βρυώνη ανερχόταν στις 12.000 περίπου. Είχαν μαζί τους 11 κανόνια και 4 βομβοβόλα. Στο Μεσολόγγι έφθασαν στις 21 Οκτωβρίου. Στις 25 Οκτωβρίου κατέπλευσαν έξω από... την λιμνοθάλασσα 25 πλοία με τον Γιουσούφ – πασά. Έτσι ο κλοιός ολοκληρώθηκε.. Από την πρώτη μέρα της πολιορκίας οι Τούρκοι άρχισαν πυκνούς κανονιοβολισμούς και ασύντακτες εφόδους. Από τις 25 Οκτωβρίου το Μεσολόγγι πολιορκείται στενά από τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη. Η μάχη είναι άνιση αλλά η γενναιότητα των υπερασπιστών ισοσκελίζει την αριθμητική υπεροχή των Τούρκων.. Ο καιρός περνούσε και όλες οι προσπάθειες των Τούρκων να καταλάβουν το "αλωνάκι" έπεσαν στο κενό παρά την αριθμητική υπεροχή τους. Η θέση των Ελλήνων βελτιώθηκε όταν λύθηκε ο ναυτικός αποκλεισμός της πόλης με την άφιξη του ελληνικού στόλου. Πράγματι στις 8 Νοεμβρίου φάνηκαν έξω από τη λιμνοθάλασσα υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία τα οποία έλυσαν το θαλάσσιο αποκλεισμό του Γιουσούφ κι αποβίβασαν 700 Μωραΐτες με αρχηγούς τον Πετρόμπεη, τον Ανδρέα Ζαΐμη και τον Κανέλλο Δεληγιάννη. Επίσης κατέφθασαν από ξηράς, αφού ξέφυγαν την προσοχή των Τούρκων, οι Δημ. Μακρής και Τσόγκας με αρκετούς Ρουμελιώτες. Τέλος έφτασαν στο Μεσολόγγι κι άλλοι 1.000 Πελοποννήσιοι με τον Λόντο. Έτσι οι άνδρες της Φρουράς του Μεσολογγίου ανήλθαν στις 2.500 ψυχές. Και δεν ήταν μόνον το έμψυχο υλικό που αναπτέρωσε την άμυνα της πόλης, ήταν ακόμα κι ο άφθονος ανεφοδιασμός σε τρόφιμα και υλικά πολέμου μάλιστα ήρθε τότε κατάφορτο από το Λιβόρνο ένα εμπορικό πλοίο γεμάτο πυρομαχικά, που ήταν παλαιότερη παραγγελία του προορατικού Ρατζηκότσικα. Οι Τούρκοι άρχισαν να πιέζονται όχι μόνο από την έλλειψη εφοδίων αλλά και από τα συχνά γιουρούσια των πολιορκημένων, των οποίων το ηθικό ήταν στα ύψη. Ο Ομέρ Βρυώνης καταλάβαινε ότι η εκστρατεία του θα είχε θετική έκβαση μόνο με μια ξαφνική και γενική έφοδο των υπέρτερων δυνάμεών του. Οι πολιορκημένοι είχαν αντιληφθεί τις προθέσεις του Τούρκου διοικητή αλλά ο Βρυώνης είχε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού αφού κανείς τους δεν ήξερε τον χρόνο που αυτή θα γινόταν. Ικανός διοικητής και αδίστακτος καιροσκόπος, ο Τούρκος πασάς επέλεξε ως ημέρα της ξαφνικής του εφόδου την 25 Δεκεμβρίου ανήμερα των Χριστουγέννων. Στην ευλάβεια των Χριστιανών στηρίζεται και ο Τούρκος πασάς. Το σχέδιό του είναι απλό. Γενική έφοδος των Τούρκων την ώρα που οι Χριστιανοί θα βρίσκονται στις εκκλησίες για να παρακολουθήσουν την ακολουθία των Χριστουγέννων και τις σκοπιές θα φρουρούν ελάχιστοι πολεμιστές. Η πόλη βρισκόταν στον έσχατο κίνδυνο.
Στην αυλή του Ομέρ Βρυώνη όπως προανέφερα, υπηρετούσε ως κυνηγός και τραγουδιστής ο Κώστας Ζούκας (ή Γιάννης Γούναρης), ο οποίος κατάγονταν από το Κεράσοβο Κόνιτσας (σημερινή Αγία Παρασκευή) και ανήκε στην περίφημη γενιά των Ζουκαίων που η παράδοση τούς θέλει να προέρχονται από την Μοσχόπολη της Βορείας Ηπείρου. Ο Γούναρης ήταν παντρεμένος και είχε αποκτήσει δύο παιδιά. Υπό τις διαταγές του Αλή Πασά, έμεινε μέχρι το 1822 όταν ο Ομέρ Βρυώνης ανέλαβε το πασαλίκι των Ιωαννίνων. Με την αλλαγή των συνθηκών άλλαξε και η ζωή του Γούναρη αφού πλέον νέος του αφέντης έγινε ο Ομέρ Βρυώνης ο οποίος κράτησε σε κατάσταση ομηρίας την γυναίκα και τα παιδιά του. Όπως κάθε υπηρέτης, έτσι και ο Γιάννης Γούναρης αναγκάστηκε να ακολουθήσει τον αφέντη του στην πορεία του προς το Μεσολόγγι τον Οκτώβριο του 1822. Θα πρέπει να υποθέσουμε εύλογα ότι ο Γιάννης Γούναρης είχε μια σχετική ελευθερία κινήσεων λόγω της ιδιότητάς του ως κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη καθώς και λόγω των περιορισμένων επιλογών που είχε εξαιτίας της ομηρίας της οικογένειάς του, η οποία αυτή την περίοδο είχε μεταφερθεί στην Άρτα. Ο Κερασοβίτης ήρωας έβλεπε με πόνο τους Έλληνες της πολιορκημένης πόλης να υποφέρουν από την πείνα και τις στερήσεις χωρίς ο ίδιος να μπορεί να κάνει κάτι για να τους βοηθήσει. Ο Κιουταχής, αφού κοίταξε προς τον Κώστα Ζούκα (Γιάννη Γούναρη), λέει με νόημα ότι αυτός είναι Έλληνας και μας ακούει. Χαμογελώντας ο Βρυώνης τους λέει ότι αυτός δεν μιλάει. Ο Γούναρης τα κατέγραψε όλα στο μυαλό του, η οικογένειά του, η γυναίκα του με τα δύο παιδιά, βρισκόταν στην Άρτα και γνώριζε πολύ καλά ότι αν κάμει κάτι σε βάρος του αφεντικού του, τότε θα συνέβαινε το μεγάλο κακό για όλη την οικογένειά του. Οι Στρατηγοί έφυγαν και άρχισαν οι ετοιμασίες του σχεδίου.

Ο Κώστας Ζούκας (Γιάννης Γούναρης) αποφασίζει να πράξει το καθήκον του ως Έλληνας και να σώσει τους Μεσολογγίτες από την μεγάλη σφαγή αλλά και την επανάσταση στην Δυτική Ελλάδα. Ήξερε ότι η πράξη του αυτή θα σήμαινε και την καταδίκη της αιχμάλωτης οικογενείας του στην Άρτα αλλά είχε ήδη πάρει την απόφασή του. Παραμονή των Χριστουγέννων έφυγε λάθρα από το στρατόπεδο και κατευθύνθηκε προς τα ανατολικά του Μεσολογγίου προσποιούμενος ότι πάει για κυνήγι. Έτσι το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων σε κάποια συστάδα από βαλτόχορτα, κοντά στην Φοινικιά, είδε προς την μεριά της λιμνοθάλασσας μονόξυλο με Έλληνες πολεμιστές. Αμέσως άρχισε να τους φωνάζει να πλησιάσουν. Η βάρκα, στην οποία επέβαινε και ο Αθανάσιος Κραββαρίτης, γραμματέας του καπετάνιου του Ζυγού Δημήτριου Μακρή, άρχισε να απομακρύνεται από την ακτή καθώς οι Έλληνες φοβήθηκαν ενέδρα από τους Τούρκους. Όμως, ο Κώστας Ζούκας (Γούναρης) ήταν αποφασισμένος. Πέταξε τα άρματά του και άρχισε να κολυμπάει προς την βάρκα. Οι Έλληνες βλέποντας αυτή την ενέργεια πείστηκαν ότι κάτι σημαντικό έχει να τους πει και άρχισαν να τον πλησιάζουν. Όταν τον ενημέρωσαν ότι είναι από το σώμα του Μακρή και κατευθύνονται προς το Αιτωλικό, ο Γούναρης τους προειδοποίησε για τα σχέδια του Ομέρ Βρυώνη. Μεταξύ άλλων τους αποκάλυψε τον ακριβή χρόνο της επίθεσης αλλά και το σημείο που θα γινόταν. Οι Έλληνες ευχαρίστησαν τον άγνωστο αγγελιαφόρο και ζήτησαν να μάθουν το όνομά του. Ο Ζούκας (Γούναρης) είτε από ταπεινοφροσύνη είτε από φόβο για την ζωή της οικογενείας του αρνήθηκε να τους το αποκαλύψει, αν και ήξερε ότι ο Ομέρ Βρυώνης όταν θα μάθαινε την προδοσία θα ήξερε και τον προδότη.

Ο Κραββαρίτης επέστρεψε άμεσα στο Μεσολόγγι και γνώρισε στους καπετάνιους όσα έμαθε. Ύστερα από πολύωρη σύσκεψη αποφασίστηκε να σημάνουν κανονικά οι καμπάνες την ώρα της ακολουθίας και να προσέλθουν στις εκκλησίες οι μή δυνάμενοι να φέρουν όπλα. Οι υπόλοιποι να ταμπουρωθούν κανονικά στις θέσεις τους και να περιμένουν τον εχθρό. Οι Τούρκοι σαν ήρθε το σκοτάδι, άρχισαν τις προπαρασκευές τους. Όρισαν μάλιστα ειδικό σώμα Αλβανών καταδρομέων, που είχε επιφορτιστεί να στήσει κλίμακες στα τείχη, για ν' ανέβουν. Τα μεσάνυχτα οι Αλβανοί σύρθηκαν και κρύφτηκαν κοντά στο φρούριο, μέσα σε πυκνούς θάμνους από βούρλα. Από την άλλη μεριά οι Έλληνες διατάχτηκαν να μείνουν στις θέσεις τους, με τα πυροβόλα και τα καριοφίλια γεμάτα και γυμνά τα σπαθιά και τις πάλλες. Γύρω στις 3 τα χαράματα, οι Τουρκαλβανοί όρμησαν στο τείχος με ομοβροντίες, φωνές και αλαλαγμούς. Ένας πυκνός φραγμός πυρών τους υποδέχτηκε ανυποψίαστους...Τα 'χασαν. Την πρώτη σύγχυση διαδέχθηκε η πολεμική λύσσα. Οι Αλβανοί καταδρομείς κατακόπηκαν. Στο ανατολικό μέρος του τείχους, που το υπεράσπιζαν ο Δεληγιάννης, ο Μακρής και ο Γιάννης Ρατζηκότσικας έγινε η φονικότερη ανθρωποσφαγή. Στο κέντρο, όπου ήταν ο Μπότσαρης με τον Λόντο και στο δυτικό μέρος του φρουρίου, όπου ήταν ο Αθ. Ρατζηκότσικας με τον Ζαϊμη η μάχη ήταν εικονική. Τρεις ώρες διάρκεσε η μάχη. Η φθορά των Τούρκων ήταν σημαντική: υπολογίστηκαν οι νεκροί και τραυματίες στους 500. Οι οπλαρχηγοί του Βάλτου Ράγκος, Ίσκος, Βαλτινός εγκατέλειψαν τον Βρυώνη και κατέλαβαν τα στενά του Μακρυνόρους. Μετά από λίγες μέρες, στις 31 Δεκεμβρίου 1822 οι Οθωμανοί, μαθαίνοντας ότι ο Ανδρούτσος ερχόταν προς το μέρος τους αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία του Μεσολογγίου.

Η ενέργεια του Κώστα Ζούκα (Γούναρη) μπορεί να έσωσε το Μεσολόγγι και την επανάσταση στην Δυτική Ελλάδα, αλλά καταδίκασε την γυναίκα του και τα παιδιά του στον θάνατο. Ο Ομέρ Βρυώνης, μαθαίνοντας την προδοσία, αμέσως κατάλαβε ότι ο κυνηγός του είχε προδώσει το σχέδιό και ξέσπασε τον θυμό του στην οικογένειά του, την οποία κρατούσε αιχμάλωτη στην Άρτα. Ο Γούναρης ξέροντας την μοίρα του, εάν επέστρεφε στο στρατόπεδο, αποφάσισε να κρυφτεί στα μέρη του Ζυγού, σε μια σπηλιά στην περιοχή που ονομάζεται Κλεισούρα. Η σπηλιά αυτή είχε χρησιμοποιηθεί ως καταφύγιο, σύμφωνα με την παράδοση, και πριν περίπου έναν αιώνα, από κάποιον Κουμπούρα από το χωριό Χρυσοβέργι, ο οποίος κατέφυγε εκεί προκειμένου να γλυτώσει από τους Τούρκους που τον καταδίωκαν γιατί είχε σκοτώσει έναν Τούρκο στρατιώτη που ειρωνεύτηκε τους Χριστιανούς. Όταν μετά από καιρό επέστρεψε στο σπίτι του, διηγήθηκε στους συγχωριανούς του, ότι κάθε βράδυ έβλεπε στο σημείο που βρίσκεται σήμερα ο Ναός ένα φως. Οι χωριανοί μετέβησαν στο μέρος που τους υπέδειξε και ανακάλυψαν έκπληκτοι την εικόνα της Παναγίας Ελεούσας και δίπλα πηγή με αγίασμα. Λόγω αυτού του θαυματουργικού γεγονότος οι ευλαβείς χριστιανοί έκτισαν τότε το πρώτο εκκλησάκι.
Αυτή την σπηλιά χρησιμοποίησε και ο Κώστας Ζούκας (Γούναρης) για να γλυτώσει από την οργή του πασά. Στο σημείο μετέβαιναν κάτοικοι των γειτονικών χωριών και βοσκοί οι οποίοι, αναγνωρίζοντας και τιμώντας την γενναιότητά του, τον προμήθευαν με τρόφιμα και νερό. Ο πόνος του ήρωα για τον χαμό της οικογενείας του ήταν μεγάλος και, έχοντας χάσει τα πάντα εκτός από την πίστη του, αποφάσισε να γίνει καλόγερος στο σημείο χρησιμοποιώντας την σπηλιά ως κελί.

Στην σπηλιά αυτή ο Κερασοβίτης ήρωας Κώστας Ζούκας, έζησε μόνος και αφανής, προσευχόμενος και ασκητεύων. Έχτισε το πρώτο εκεί στην «Κλεισούρα» εκκλησάκι, αφιερωμένο στην Παναγία την Ελεούσα.
Σήμερα βέβαια είναι περίλαμπρο κόσμημα της περιοχής της Αιτωλοακαρνανίας.
Το 1837, από το σημείο έτυχε να περάσει ο βασιλιάς Όθωνας με την σύζυγό του Αμαλία, ο οποίος, πληροφορούμενος ποιος βρίσκεται εκεί, θέλησε να συναντήσει τον άνθρωπο που έσωσε το Μεσολόγγι. Θέλοντας να τον τιμήσει για την προσφορά του προς το Έθνος τον ρώτησε τι επιθυμεί να του δωρίσει. Ο Γούναρης απέδειξε για άλλη μια φορά το ήθος του, αρνούμενος κάθε υλικό αγαθό για τον εαυτό του, ζητώντας μόνο να παραχωρηθεί στην Μονή όλη η περιοχή από την είσοδο έως την έξοδο της Κλεισούρας. Από τότε ο μοναχός πλέον Γιάννης Γούναρης βγήκε από την αφάνεια και άρχισε να παρουσιάζεται στους διαβάτες και να καλλιεργεί την περιοχή, καλλωπίζοντας και αναδεικνύοντας το μοναστήρι μέχρι την κοίμησή του. Επί μακαριστού Μητροπολίτη Θεόκλητου (εκοιμήθη το 2007) στήθηκε μνημείο με την προτομή του Κώστα Ζούκα (Γιάννη Γούναρη) στο προαύλιο χώρο του μοναστηριού. Στη βάση του έχουν τοποθετηθεί και φυλάσσονται τα οστά του Ήρωα, που βρέθηκαν το 1997 στα θεμέλια του Ναού.

Ο πρώτος που αναφέρθηκε στον ηρωισμό του Κώστα Ζούκα ήταν ο ιστορικός Σπυρίδων Τρικούπης στο τετράτομο έργο του «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» το 1853-57. Το 1886 ο ποιητής Κώστας Κρυστάλλης πραγματοποίησε έρευνα και μίλησε με μοναχούς και ποιμένες της Πίνδου, με ηλικιωμένους Γιαννιώτες μεταξύ των οποίων και ο διδάσκαλος Σπυρίδων Μανάρης. Όλες τις πληροφορίες που αφορούν τον Κερασοβίτη Ήρωα Κώστα Ζούκα (Γούναρη) τις κατέγραψε στο περίφημο ποίημά του: «Ο ΚΑΛΟΓΗΡΟΣ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ» το οποίο και δημοσίευσε στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1889. Από το πολυσέλιδο αυτό ποίημα του Κώστα Κρυστάλλη αναφέρω εδώ μερικά αποσπάσματα.

«Αδέρφια μη με σκιάζεστε τον χριστιανό εμένα,

αν βρίσκομαι με τους οχτρούς, αχ μώχουν σκλαβωμένα,

τα τέκνα, τη γυναίκα μου. Απόψε πριν χαράξη,…..

Την ώρα που τη Γέννηση, αδέρφια, του Χριστού μας,

θα να σημάνουν οι εκκλησιές, τ΄ασκέρια του οχτρού μας,

στο Μεσολόγγι άξαφνα ακέρηα θα χουμήσουν,

για νά ΄βρουν τα προχώματα έρμα , να τα πατήσουν»….



«Στα κορφοβούνια του Ζυγού, στα κρύσταλλα, στα χιόνια,

και σ΄έρμα ανάμεσα κλαριά, παμπάλαια – αιώνια,

ο Κώστας κάθεται και κλαίει, ζωμένος τ΄ άρματά του,

κι αναστενάζοντας βαρειά, σαν νέφιο φορτωμένο,

φωνάζει τη γυναίκα του, φωνάζει τα παιδιά του.

Είναι το μοιρολόγι του πικρό φαρμακωμένο,

και μόνη μια παρηγοριά βαθειά τόνε γλυκαίνει,

η Δόξα του Μεσολογγιού. Ομέρ – πασσάς μαθαίνει,

του κυνηγού την προδοσιά και στην απελπισιά του,

σαν πήρε ο Κώστας τα βουνά, του σφάζει τα παιδιά του.

τώπαν του Κώστα στα βουνά και τα΄άρματα πετάει,

και στης Κλεισούρας το μικρό το ρημοκκλήσι πάει,

και γίνεται καλόγηρος, ντύνεται ράσα μαύρα….».



«Καλόγηρος ο κυνηγός, κλεισμένα στην κασέλλα,

τα τρώει ο σκόρος τα πισλιά, την άσπρη φουστανέλλα,

τα φλωροκαπνισμένα του τσαπράζια, τ’ άρματά του,

παρατημένα σκούριαζαν στους τοίχους κρεμασμένα,

κάποτε ρίχνει απάνω του καμμιά κρυφή ματιά του,

σαν θυμηθεί τα χρόνια του εκειά τα περασμένα,

θυμάται και τα Γιάννινα, τα΄ αγαπημένα τότε,

και πότε κλαίει τα νειάτα του και την πατρίδα πότε….

Κοιμήσου στο ελεύθερο, Καλόγηρε το χώμα,

κι ουράνια τον ύπνο σου όνειρ΄ άς νανουρίζουν……

….Θα ΄ρθώ να σε ξεθάψω γώ και τα΄άγια λείψανά σου,

θανά τα πάω στα Γιάννινα, εκεί θανά τα θάψω,

κι απάνω από το μάρμαρο του τάφου σου θα γράψω

μαζί με τ΄ όνομά σου, το μέγα σου κατόρθωμα

κι οι Ηπειρώτες όλοι ξεχωριστή θα στήσωμε για σε γιορτή και σχόλη,

ξεχωριστό μνημόσυνο για σε και λειτουργία…

Ω! που με φέρεις, μάγισσα και πλάνα φαντασία!»

Ο Κυνηγητικός Σύλλογος Μεσολογγίου μαζί με την Συνομοσπονδία Κυνηγών Ελλάδος πανηγυρίζει και τιμά τον Ήρωα-Καλόγερο Γιάννη Γούναρη κάθε χρόνο στο χώρο του μοναστηριού, την πρώτη Κυριακή του Ιουνίου. Η πρωτοβουλία είχε ξεκινήσει από την Δ ΚΟΣΕ και τον Κυνηγετικό Συλλόγου Καλλιθέας και επί χρόνια αυτή η εκδήλωση αποτελούσε ένα σημαντικό γεγονός για την κυνηγετική οικογένεια. Στη γιορτή αυτή, με πρωτοβουλία του κυνηγητικού Συλλόγου Μεσολογγίου, συμμετέχουν Σύλλογοι από όλη την Ελλάδα, καθώς και οι τοπικές Αρχές και, σύμφωνα με το πρόγραμμα, τελείται επιμνημόσυνη δέηση μπροστά στην προτομή του καλόγερου Γιάννη Γούναρη (η οποία στήθηκε από την Κυνηγετική Ομοσπονδία Στερεάς Ελλάδας το 2000), όπου εκφωνείται και ο πανηγυρικός της ημέρας. Από δημοσιεύματα προκύπτει ότι αυτή η εκδήλωση δεν πραγματοποιείται πλέον.

Ήρθε οι καιρός, φέτος που συμπληρώνονται 200 χρόνια από την ηρωική πράξη, τα ιερά οστά του Ήρωα Κώστα Ζούκα να γυρίσουν στη μάνα γη, στο Κεράσοβο της Κόνιτσας. Να στηθεί ανδριάντας προς τιμήν του και να καθιερωθεί Ημέρα μνήμης η παραμονή των Χριστουγέννων για να θυμούνται οι νεώτεροι την ημέρα της ιστορικής πράξης του.
http://e-konitsa.blogspot.com/2022/03/1822.html