Στον τετραήμερο Λάζαρο (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)




 ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΜΟΟΥΣΙΟΥ

Ο Λάζαρος σήμερα με την ανάστασή του από τους νεκρούς, μάς χαρίζει τη λύση πολλών και διαφόρων σκανδάλων. Πραγματικά δεν ξέρω πώς το ανάγνωσμα αυτό έδωσε και στους αιρετικούς λαβή και στους Ιουδαίους αφορμή για αντιλογία, όχι επειδή πραγματικά υπάρχει τέτοια αφορμή, μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά επειδή εκείνοι είναι κακόψυχοι. Πολλοί δηλαδή από τους αιρετικούς λένε ότι ο Υιός δεν είναι όμοιος με τον Πατέρα. Γιατί; «Διότι χρειάστηκε», λένε, «ο Χριστός να προσευχηθεί για να αναστήσει τον Λάζαρο· εάν δεν προσευχόταν δεν θα μπορούσε να αναστήσει τον Λάζαρο. Και πώς», λένε, «μπορεί να είναι όμοιος εκείνος που προσευχήθηκε με εκείνον που δέχθηκε την παράκληση; Διότι ο μεν Υιός προσεύχεται, ενώ ο Πατέρας δέχτηκε την προσευχή από εκείνον που τον παρακαλούσε». Βλασφημούν όμως αυτοί μην μπορώντας να καταλάβουν ότι η προσευχή έγινε από συγκατάβαση και εξαιτίας της πνευματικής αδυναμίας των παρευρισκομένων εκεί.

Πες μου δηλαδή, ποιος είναι ανώτερος, εκείνος που νίβει τα πόδια, ή εκείνος του οποίου νίβει τα πόδια; Οπωσδήποτε φυσικά ανώτερος είναι εκείνος του οποίου ένιψε τα πόδια εκείνος που τα ένιψε. Αλλά ο Σωτήρας ένιψε τα πόδια του προδότη Ιούδα, διότι αυτός ήταν μαζί με τους άλλους μαθητές [Ιω.13,5: «Ετα βάλλει δωρ ες τν νιπτρα, κα ρξατο νίπτειν τος πόδας τν μαθητν κα κμάσσειν τ λεντί  ν διεζωσμένος (: Έπειτα ρίχνει νερό στη λεκάνη που υπήρχε εκεί για το πλύσιμο των ποδιών και άρχισε να πλένει τα πόδια των μαθητών και να τα σκουπίζει με την πετσέτα με την οποία ήταν ζωσμένος)»]. Ποιος, επομένως, είναι ανώτερος· ο προδότης Ιούδας είναι ανώτερος από τον Δεσπότη Χριστό, επειδή ο Χριστός ένιψε τα πόδια αυτού; Μακριά μια τέτοια σκέψη. Αλλά τι είναι ταπεινότερο, το να νίψει τα πόδια, ή το να προσευχηθεί; Οπωσδήποτε βέβαια το να νίψει τα πόδια.

Εκείνος λοιπόν που δεν απέφυγε να κάνει το ταπεινότερο, πώς θα ήταν δυνατό να αποφύγει να κάνει το υψηλότερο; Αλλά το παν έγινε εξαιτίας της πνευματικής αδυναμίας των παρευρισκομένων εκεί Ιουδαίων, όπως θα ...

αποδειχθεί με τον λόγο στη συνέχεια. Και οι Ιουδαίοι, όμως, παίρνοντας από εδώ αφορμή για αντιλογία, λένε: «Πώς οι Χριστιανοί πιστεύουν αυτόν για Θεό, αυτόν που δεν ήξερε τον τόπο, στον οποίο ήταν τοποθετημένος ο νεκρός Λάζαρος;». Επειδή δηλαδή ο Σωτήρας έλεγε στις αδελφές του Λαζάρου, τη Μάρθα και τη Μαρία: «Πο τεθείκατε ατόν; (: ‘’Πού τον έχετε βάλει;’’)» [Ιω. 11, 34]. «Είδες», λένε οι αιρετικοί, «άγνοια; Είδες αδυναμία; Αυτός που δεν γνώριζε τον τόπο, αυτός είναι Θεός;». Αλλά θα τους ρωτήσω, όχι φυσικά επειδή το πιστεύω αυτό, αλλά επειδή θέλω να εκμηδενίσω την αντίρρησή τους. Έδειξε, λες, Ιουδαίε, άγνοια ο Χριστός με το να πει «Πού τον τοποθετήσατε;». Τότε λοιπόν και ο Πατέρας δεν ήξερε σε ποιο μέρος του παραδείσου ήταν κρυμμένος ο Αδάμ. Διότι περιφερόταν μέσα στον παράδεισο αναζητώντας αυτόν και λέγοντας: «δάμ, πο ε(: Αδάμ, πού είσαι;)» [Γέν. 3, 9], λέγοντας αυτό αντί του «Πού κρύφτηκες;». Γιατί προηγουμένως δεν είπε τον τόπο, από τον οποίο ο Αδάμ μιλούσε με θάρρος προς τον Θεό; «Αδάμ, πού είσαι;». Και εκείνος τι απαντά; «Τς φωνς σου κουσα περιπατοντος ν τ παραδείσ κα φοβήθην, τι γυμνός εμι, κα κρύβην (: Άκουσα τον θόρυβο των βημάτων Σου, καθώς περπατούσες στον Παράδεισο και με κυρίευσε φόβος, διότι είμαι γυμνός· για τον λόγο αυτόν έτρεξα και κρύφτηκα, για να μη με συναντήσεις)» [Γέν. 3, 10].

Εάν αυτό, Ιουδαίε, το λες άγνοια, και εκείνο ονόμασέ το άγνοια. Διότι έλεγε ο Χριστός στις αδελφές Μάρθα και Μαρία: «Πο τεθείκατε ατόν; (: Πού τον έχετε βάλει;)» [Ιω. 11, 34]. Αυτό δηλαδή το ονομάζεις άγνοια; Τι λοιπόν θα πεις, όταν ακούσεις τον Θεό να λέγει στον Κάιν: «Πο στιν βελ  δελφός σου; (: Πού βρίσκεται ο Άβελ, ο αδελφός σου;)» [Γέν. 4, 9]. Τι θα πεις; Εάν λες αυτό άγνοια, πες τότε και εκείνο άγνοια.

Ορίστε και άλλη απόδειξη από τη θεία Γραφή. Είπε ο Θεός στον Αβραάμ: «Κραυγ Σοδόμων κα Γομόῤῥας πεπλήθυνται πρός με, κα α μαρτίαι ατν μεγάλαι σφόδρα.   καταβς ον ψομαι, ε κατ τν κραυγν ατν τν ρχομένην πρός με συντελονται, ε δ μή, να γνῶ (: Φωνές πολλές και μεγάλες κραυγές δυνατές, αγωνιώδεις ανεβαίνουν στον ουρανό προς Εμένα από τα Σόδομα και τη Γομόρρα· είναι οι κραυγές που προέρχονται από τις μεγάλες και πολλές αδικίες τους. Οι αμαρτίες των κατοίκων των δύο αυτών πόλεων είναι τόσο μεγάλες, ώστε δεν μπορεί να τις βαστάσει πλέον η μακροθυμία μου. Πρέπει λοιπόν να κατεβώ εκεί για να δω, εάν οι αμαρτίες τους γίνονται πράγματι, όπως ακριβώς ανεβαίνουν προς Εμένα οι θρηνητικές κραυγές των αδικουμένων ή όχι. Θέλω να πληροφορηθώ, να μάθω εξ ιδίας αντιλήψεως, εάν οι άνθρωποι αυτοί πράττουν τόσες παρανομίες)» [Γέν. 18, 20-21].

« Θες  αώνιος  τν κρυπτν γνώστης,  εδς τ πάντα πρν γενέσεως ατν (: Αιώνιε Θεέ, Εσύ ο Οποίος γνωρίζεις τα μυστικά, τα κρυμμένα και απόρρητα των ανθρώπων· Εσύ ο Οποίος γνωρίζεις τα πάντα πριν ακόμη γίνουν)» [: Δανιήλ, Σωσάννα Α42]. «Συντελεσθήτω δ πονηρία μαρτωλν κα κατευθυνες δίκαιον, τάζων καρδίας κα νεφρος  Θεός (: Ας λάβει πέρας και ας εξαφανιστεί λοιπόν η πονηρία των αμαρτωλών. Και τότε, Εσύ, Θεέ μου, που γνωρίζεις τα κρυμμένα ελατήρια των ανθρώπων, διότι εξετάζεις τις σκέψεις τους που βρίσκονται στα βάθη των καρδιών τους και τα απόκρυφα συναισθήματά τους που βρίσκονται στους νεφρούς τους, θα οδηγήσεις τον δίκαιο ανενόχλητο και ανεμπόδιστο από αντιδράσεις στον ευθύ δρόμο της αρετής)» [Ψαλμ. 7, 10]. Αυτός λοιπόν που γνωρίζει τις σκέψεις των ανθρώπων [Ψαλμ. 93, 11: «Κύριος γινώσκει τος διαλογισμος τν νθρώπων (: Ο Κύριος γνωρίζει καλά τις σκέψεις και τους συλλογισμούς των ανθρώπων)»], Αυτός ο Ίδιος είναι Εκείνος που έλεγε: «Καταβς ον ψομαι, ε κατ τν κραυγν ατν τν ρχομένην πρός με συντελονται, ε δ μή, να γνῶ (: Πρέπει να κατεβώ εκεί για να δω, εάν οι αμαρτίες τους γίνονται πράγματι, όπως ακριβώς ανεβαίνουν προς Εμένα οι θρηνητικές κραυγές των αδικουμένων ή όχι. Θέλω να πληροφορηθώ, να μάθω εξ ιδίας αντιλήψεως, εάν οι άνθρωποι αυτοί πράττουν τόσες παρανομίες)» [Γέν. 18, 21].

Εάν εκείνο είναι δείγμα άγνοιας, και αυτό είναι άγνοια. Αλλά όμως ούτε ο Πατέρας αγνόησε κατά την Παλαιά Διαθήκη, ούτε ο Υιός κατά την Καινή Διαθήκη. Τι λοιπόν σημαίνει: «Ας κατεβώ για να δω, εάν οι αμαρτίες τους είναι ανάλογες με τις κραυγές που ανέρχονται προς εμένα, ή όχι, για να ξέρω»;. «Έφτασε στα αυτιά μου», λέγει, «κάποια είδηση, θέλω όμως πάλι να λάβω ακριβέστερη γνώση από τα ίδια τα πράγματα, όχι διότι αγνοώ Εγώ, αλλά επειδή θέλω να διδάξω τους ανθρώπους να μην προσέχουν στα λόγια χωρίς εξέτασηούτε, εάν πει κάποιος κάτι εναντίον κάποιου άλλου, να το πιστεύουν εύκολα, αλλά πρέπει, αφού πρώτα το ψηλαφήσουν οι ίδιοι με προσοχή και ακρίβεια, και λάβουν γνώση γι΄αυτό από τα ίδια τα πράγματα, τότε να το πιστεύουν».

Και γι΄αυτό σε άλλο μέρος της Γραφής έλεγε: «λεγξον φίλον, πολλάκις γρ γίνεται διαβολή, κα μ παντ λόγ πίστευε (: Εξέτασε και ρώτησε τον φίλο σου, διότι πολλές φορές γίνεται διαβολή και συκοφαντία εις βάρος άλλων, και γι΄αυτό μην πιστεύεις τον καθένα)» [Σοφ. Σειράχ 19, 15]· διότι τίποτε δεν κάνει τόσο πολύ άνω κάτω τη ζωή των ανθρώπων, όσο το να πιστεύει κάποιος αμέσως στα λόγια που ακούει. Αυτό προφητεύοντας και ο προφήτης Δαβίδ έλεγε: «Τν καταλαλοντα λάθρ τν πλησίον ατο, τοτον ξεδίωκον· περηφάν φθαλμ κα πλήστ καρδί, τούτ ο συνήσθιον (: εκείνον, ο οποίος κρυφά κατηγορούσε τον πλησίον του, αυτόν τον έδιωχνα μακριά από εμένα. Με άνθρωπο που είχε μάτι επηρμένο, περιφρονητικά ριπτόμενο προς τους άλλους, και καρδιά άπληστη και γεμάτη πλεονεξία, δεν συνέτρωγα με αυτόν)» [Ψαλμ. 100, 5].

Είδες πως ο Σωτήρας δεν το είπε από άγνοια το «Πού τον τοποθετήσατε;», όπως ούτε ο Πατέρας είπε από άγνοια στον Αδάμ: «Πού είσαι;» ή στον Κάιν: «Πού είναι ο αδελφός σου, Άβελ;» ή «Ας κατεβώ για να δω εάν οι αμαρτίες τους είναι ανάλογες με τις κραυγές που ανεβαίνουν προς εμένα, ή όχι, για να το γνωρίζω οπωσδήποτε»; Καιρός είναι λοιπόν τώρα να στρέψω τον λόγο μου προς εκείνους που λέγουν ότι ο Χριστός από αδυναμία προσευχήθηκε και ανέστησε τον Λάζαρο. Συγκεντρώστε, λοιπόν, παρακαλώ, αγαπητοί, όλη σας την προσοχή.

Πέθανε λοιπόν ο Λάζαρος και δεν ήταν στα μέρη εκείνα ο Ιησούς, αλλά βρισκόταν στη Γαλιλαία, και είπε στους μαθητές Του: «Λάζαρος  φίλος μν κεκοίμηται· λλ πορεύομαι να ξυπνήσω ατόν (: Ο φίλος μου Λάζαρος έχει κοιμηθεί. Αλλά πηγαίνω να τον ξυπνήσω)» [Ιω. 11, 11]. Εκείνοι όμως, νομίζοντας ότι με τα λόγια του αυτά εννοούσε τον ύπνο αυτόν, του απαντούν: «Κύριε, ε κεκοίμηται, σωθήσεται (: Όταν λοιπόν άκουσαν οι μαθητές Του ότι ο Λάζαρος κοιμήθηκε, νομίζοντας ότι πρόκειται για φυσικό ύπνο, του είπαν: ‘’Κύριε, εάν έχει κοιμηθεί, ο οργανισμός του με την ανάπαυση του ύπνου θα ανακτήσει τις σωματικές του δυνάμεις και συνεπώς θα γίνει καλά. Γιατί λοιπόν να τον ξυπνήσουμε;’’)» [Ιω. 11, 12]. Λέγει τότε ο Ιησούς προς αυτούς φανερά: «Λάζαρος πέθανε» (: Ο Λάζαρος πέθανε)» [Ιω. 11, 14].

Έρχεται λοιπόν ο Σωτήρας στα Ιεροσόλυμα στον τόπο όπου τοποθετήθηκε ο Λάζαρος, τον συναντά η αδελφή του Λαζάρου και του λέγει: «Κύριε, ε ς δε,  δελφός μου οκ ν τεθνήκει (: Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα είχε πεθάνει ο αδελφός μου)» [Ιω. 11, 21].  «Εάν ήσουν εδώ». Δείχνει πνευματική αδυναμία η γυναίκα. Δεν γνωρίζει την ώρα εκείνη η γυναίκα, ότι και χωρίς να ήταν παρών ο Χριστός σωματικά, παραβρισκόταν εκεί με την εξουσία της θεότητας· όμως αυτή υπολογίζει τη δύναμη του δασκάλου με την παρουσία του σώματός Του.

Λέγει λοιπόν προς Αυτόν η Μάρθα: «Κύριε, ε ς δε,  δελφός μου οκ ν τεθνήκει.  λλ κα νν οδα τι σα ν ατήσ τν Θεόν, δώσει σοι  Θεός (: Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα είχε πεθάνει ο αδελφός μου. Ξέρω όμως ότι και τώρα που ο αδελφός μου είναι πεθαμένος, ό,τι κι αν ζητήσεις από τον Θεό, θα Σου το δώσει ο Θεός)» [Ιω. 11, 21-22]. Ο Σωτήρας λοιπόν κάνει την προσευχή θέλοντας να ανταποκριθεί στην αίτηση αυτής· διότι ο Θεός δεν χρειαζόταν προσευχή για να αναστήσει τον νεκρό. Μήπως δηλαδή δεν ανέστησε και άλλους νεκρούς; Όταν συνάντησε στην πύλη κάποιον νεκρό που τον οδηγούσαν στον τάφο, μόνο άγγιξε τη σορό του νεκρού και ανέστησε τον νεκρό. Μήπως τότε χρειάστηκε προσευχή για να αναστήσει τον νεκρό; Και άλλοτε πάλι μόνο έναν λόγο είπε στην κόρη: «Κοράσιον, σο λέγω, γειρε (: Κοριτσάκι, σε σένα μιλώ, σήκω)» [Μάρκ. 5, 41] και αμέσως παρέδωσε αυτήν υγιή στους γονείς της. Μήπως χρειάστηκε τότε προσευχή;

Και γιατί λέγω για τον δάσκαλο; Οι μαθητές Του με λόγο μόνο ανέστησαν τους νεκρούς. Ο Πέτρος δεν ανέστησε την Ταβιθά με τον λόγο του; [Πράξ. 9, 40: «κβαλν δ ξω πντας  Πτρος θες τ γνατα προσηξατο, κα πιστρψας πρς τ σμα επε· Ταβιθνστηθι.  δ νοιξε τος φθαλμος ατς, κα δοσα τν Πτρον νεκθισε» (: Αφού λοιπόν ο Πέτρος τους έβγαλε όλους  έξω από το ανώγειο που ήταν η νεκρή, γονάτισε και προσευχήθηκε. Κατόπιν στράφηκε στο νεκρό σώμα και είπε: ‘’Ταβιθά, σήκω επάνω’’. Και αυτή άνοιξε τα μάτια της, και όταν είδε τον Πέτρο, όπως ήταν ξαπλωμένη, ανασηκώθηκε καθιστή στο κρεβάτι της)»Ο Παύλος δεν έκανε πολλά θαύματα μόνο με τα ρούχα του; [Πράξ. 19, 12: «στε κα π τος σθενοντας πιφέρεσθαι π το χρωτς ατο σουδάρια  σιμικίνθια κα παλλάσσεσθαι π᾿ ατν τς νόσους, τά τε πνεύματα τ πονηρ ξέρχεσθαι π᾿ ατν (: Ήταν τέτοια τα θαύματα, ώστε έπαιρναν οι άνθρωποι ακόμη και μαντίλια ή τις ζώνες και τις ποδιές που είχε χρησιμοποιήσει ο Παύλος και είχε σκουπίσει με αυτά τον ιδρώτα του ή είχε καλύψει το σώμα του, και τα έφερναν πάνω στους αρρώστους, και τότε, μόλις τα ακουμπούσαν πάνω τους, οι άρρωστοι απαλλάσσονταν αμέσως από τις ασθένειές τους και τα πονηρά πνεύματα έβγαιναν απ’ αυτούς)»].

Μάθε όμως και το πιο παράδοξο από αυτά. Η σκιά των αποστόλων ανέστησε νεκρούς· διότι λέγει: «Μλλον δ προσετίθεντο πιστεύοντες τ Κυρί πλήθη νδρν τε κα γυναικν, στε κατ τς πλατείας κφέρειν τος σθενες κα τιθέναι π κλινν κα κραβάττων, να ρχομένου Πέτρου κν  σκι πισκιάσ τιν ατν (: Έτσι ολοένα και περισσότερο προσελκύονταν πλήθη ανδρών και γυναικών, οι οποίοι πίστευαν στον Κύριο και γίνονταν μέλη της Εκκλησίας, αυξάνοντας κατά πολύ τον αριθμό των πιστών. Τόσο πολύ μάλιστα τους σεβόταν ο λαός, ώστε έβγαζαν τους αρρώστους από τα σπίτια τους στις πλατείες και τους έβαζαν πάνω σε πολυτελή κρεβάτια οι πλουσιότεροι, και σε φτωχικά και πρόχειρα φορεία οι φτωχότεροι, έτσι ώστε, όταν θα περνούσε από το πλήθος εκείνο ο Πέτρος, να πέσει έστω και η σκιά του σε κάποιον από τους αρρώστους αυτούς για να τον θεραπεύσει)» [Πράξ. 5, 15] και αμέσως σηκώνονταν. Τι λοιπόν; Η σκιά των μαθητών ανάσταινε τους νεκρούς, και ο Δάσκαλος χρειαζόταν προσευχή, για να αναστήσει τον νεκρό;

Επομένως ο Σωτήρας κάνει την προσευχή εξαιτίας της πνευματικής αδυναμίας της γυναίκας· διότι λέγει προς αυτόν: «Κύριε, ε ς δε,  δελφός μου οκ ν τεθνήκει,  λλ κα νν οδα τι σα ν ατήσ τν Θεόν, δώσει σοι  Θεός (: Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα είχε πεθάνει ο αδελφός μου)»[Ιω.11,21-22]. «Προσευχή ζήτησες, προσευχή σου δίνω. Η πηγή βρίσκεται εδώ· όποιο αγγείο και αν φέρει κανείς, το γεμίζει· εάν είναι μεγάλο, παίρνει πολύ, εάν είναι μικρό, παίρνει λίγο». Αυτή λοιπόν ζήτησε προσευχή, και ο Σωτήρας της δίνει προσευχή. Άλλος είπε: «Κριε, οκ εμ κανς να μου π τν στγην εσλθς· λλ μνον επ λγ, κα αθσεται  πας μου (: Κύριε, δεν είμαι άξιος να εισέλθεις κάτω από τη στέγη του σπιτιού μου. Αλλά πες αυτό που θέλεις μόνο μ’ έναν απλό λόγο, και θα γιατρευτεί ο δούλος μου)» [Ματθ. 8, 8]. Και είπε προς αυτόν ο Σωτήρας: «παγε, κα ς πίστευσας γενηθήτω σοι. κα άθη  πας ατο ν τ ρ κείνῃ (: ’’Πήγαινε στο σπίτι σου κaι ας γίνει σε σένα όπως το πίστεψες (ότι δηλαδή μόνο με τον λόγο μου και από μακριά μπορώ να θεραπεύσω τον δούλο σου)’’. Και πράγματι εκείνη τη στιγμή θεραπεύθηκε ο δούλος του)» [Ματθ. 8, 13].

Άλλος είπε: «Έλα και θεράπευσε τη θυγατέρα μου» και ο Κύριος του απάντησε: «Θα σε ακολουθήσω» [Ματθ. 9, 18-19: «Τατα ατο λαλοντος ατος δο ρχων ες προσελθν προσεκνει ατ λγων τι  θυγτηρ μου ρτι τελετησεν· λλ λθν πθες τν χερ σου π᾿ ατν κα ζσεται. Κα γερθες  ᾿Ιησος κολοθησεν ατ κα ο μαθητα ατοῦ (: Και ενώ τους έλεγε αυτά ο Ιησούς, την ώρα εκείνη κάποιος άρχοντας της συναγωγής Τον πλησίασε και Τον προσκύνησε λέγοντας ότι “Η κόρη μου πριν από λίγο πέθανε. Έλα όμως και βάλε το χέρι Σου πάνω της και θα ζήσει’’. Και ο Ιησούς, αφού σηκώθηκε από την τράπεζα, τον ακολούθησε· το ίδιο και οι μαθητές Του)» [Ματθ. 9, 18-19]. Ανάλογα δηλαδή με τη διάθεση των ανθρώπων προσφέρεται και η θεραπεία του Γιατρού.

Άλλη πάλι: «άγγιξε το κάτω μέρος του ενδύματος Αυτού» κρυφά, και καρπώθηκε στα κρυφά και τη θεραπεία [Ματθ. 9, 20-21: «Κα δο γυν, αμορροοσα δδεκα τη, προσελθοσα πισθεν ψατο το κρασπδου το ματου ατοῦ. ἔλεγε γρ ν αυτἐὰν μνον ψωμαι το ματου ατο, σωθσομαι (: Και να λοιπόν μια γυναίκα που έπασχε δώδεκα χρόνια από αιμορραγία, πλησίασε από πίσω Του κρυφά, επειδή ντρεπόταν και δεν ήθελε να γίνει φανερή η αρρώστιά της, και άγγιξε την άκρη του εξωτερικού ενδύματός Του. Και το έκανε αυτό διότι έλεγε μέσα της: ”Και μόνο ν’ αγγίξω το ένδυμά Tου θα γίνω υγιής”)» [Ματθ. 9, 20-21]· ο καθένας αποκτούσε τη θεραπεία ανάλογα με την πίστη του.

Η Μάρθα λοιπόν Του λέγει: «Κύριε, ε ς δε,  δελφός μου οκ ν τεθνήκει. λλ κα νν οδα, τι σα ν ατσ τν Θεν, δσει σοι  Θες (: Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα είχε πεθάνει ο αδελφός μου. Ξέρω όμως ότι και τώρα που ο αδελφός μου είναι πεθαμένος, ό,τι κι αν ζητήσεις από τον Θεό, θα Σου το δώσει ο Θεός)» [Ιω. 11, 22]· και επειδή η Μάρθα ζήτησε προσευχή, προσευχή της δίνει και ο Σωτήρας, όχι επειδή χρειαζόταν ο ίδιος προσευχή, αλλά ενεργώντας ανάλογα την πνευματική αδυναμία της γυναίκας, και για να δείξει ότι δεν είναι αντίθετος προς τον Θεό, αλλά ότι εκείνο ακριβώς που κάνει Αυτός, αυτό κάνει και ο Πατέρας.

Έπλασε ο Θεός από την αρχή τον άνθρωπο· υπήρχε το πλάσμα και των δύο έργο, διότι λέγει: «Ποιήσωμεν νθρωπον κατ᾿ εκόνα μετέραν κα καθ᾿ μοίωσιν (: Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο και ας τον τιμήσουμε με έξοχα χαρίσματα και θείες ικανότητες· δηλαδή με ψυχή λογική και αθάνατη, με ελεύθερη βούληση, με ικανότητα γνωστική και δημιουργική και εξουσία επί όλου του ορατού κόσμου και ας τον κάνουμε έτσι, ώστε να μπορεί, εάν θέλει, να γίνει όμοιος με μας κατά την αρετή, την οσιότητα και αγιότητα, όσο αυτό είναι δυνατόν στο κτίσμα να ομοιάσει στον Κτίστη του)» [Γέν. 1, 26].

Πάλι θέλησε να βάλει τον ληστή στον παράδεισο, και αμέσως ένα λόγο είπε και οδήγησε τον ληστή μέσα στον παράδεισο: «μν λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ μο σ ν τ παραδείσῳ (: Αληθινά σε βεβαιώνω ότι σήμερα, απ’ τη στιγμή που θα πεθάνουμε, θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο)» [Λουκά 23, 43], χωρίς να χρειαστεί προσευχή, αν και βέβαια ο Χριστός ήταν εκείνος που εμπόδισε την είσοδο στον παράδεισο όλων μετά τον Αδάμ· διότι τοποθέτησε «την πύρινη ρομφαία» να φυλάσσει τον παράδεισο: «Κα ξέβαλε τν δμ κα κατκισεν ατν πέναντι το παραδείσου τς τρυφς κα ταξε τ Χερουβμ κα τν φλογίνην ομφαίαν τν στρεφομένην φυλάσσειν τν δν το ξύλου τς ζως (: και έβγαλε τον Αδάμ και τον έβαλε να κατοικήσει απέναντι από τον Παράδεισο της ευτυχίας και της μακαριότητας, για να τον βλέπει και να αναλογίζεται κάθε μέρα από ποια αγαθά έχει εκπέσει και σε ποια κατάσταση οδήγησε τον εαυτό του. Και διέταξε τα Χερουβίμ, μία από τις αγγελικές τάξεις, και την περιστρεφόμενη φλόγινη ρομφαία, που συμβολίζει τη δύναμη του Θεού, η οποία είναι δραστική ως φλόγα φωτιάς, να φυλάττουν τον δρόμο, που οδηγούσε προς το δέντρο της ζωής, το οποίο ήταν μέσα στον Παράδεισο)» [Γέν. 3, 24].

Αλλά όμως ο Χριστός με την εξουσία που είχε, άνοιξε τον παράδεισο και οδήγησε μέσα τον ληστή.  «Ληστή, Κύριε, οδηγείς μέσα στον παράδεισο; Ο Πατέρας Σου για μια μόνο αμαρτία έδιωξε τον Αδάμ από τον Παράδεισο, και Εσύ οδηγείς μέσα σε αυτόν, τον ληστή, που είναι υπεύθυνος για αμέτρητα κακά και αμέτρητες παρανομίες; Και έτσι απλά μάλιστα με έναν λόγο σου, τον οδηγείς μέσα στον παράδεισο; Ναι· διότι ούτε εκείνο έγινε χωρίς εμένα, ούτε αυτό γίνεται χωρίς τον Πατέρα, και ο Πατέρας μέσα σε εμένα» [Ιω. 14, 10: «Ο πιστεύεις τι γ ν τ πατρ κα  πατρ ν μοί στι; τ ήματα  γ λαλ μν, π᾿ μαυτο ο λαλ·  δ πατρ  ν μο μένων ατς ποιε τ ργα (: Δεν πιστεύεις ότι εγώ είμαι αχώριστα ενωμένος με τον Πατέρα μου, και γι’ αυτό είμαι και μένω μέσα στον Πατέρα, και ο Πατέρας είναι και μένει μέσα μου; Είμαι αδιάσπαστα και απόλυτα ενωμένος με τον Πατέρα μου, και γι΄ αυτό τα λόγια που εγώ σας λέω και σας διδάσκω, δεν τα λέω από μόνος μου. Αλλά ο Πατέρας μου, που μένει μέσα μου, αυτός ενεργεί τα υπερφυσικά έργα˙ και επιβεβαιώνει με αυτά ότι είμαστε αχώριστοι και ότι η διδασκαλία που διδάσκω δεν είναι δική μου, αλλά προέρχεται από τη σοφία του Πατέρα μου)»].

Και για να διαπιστώσεις ότι η ανάσταση του νεκρού δεν ήταν έργο της προσευχής Του, άκουσε την προσευχή. Τι δηλαδή λέγει; «Πτερ, εχαριστ σοι, τι κουσς μου (: Πάτερ, είμαι βέβαιος ότι θα συντελεστεί αμέσως το θαύμα και Σε ευχαριστώ που με άκουσες)» [Ιω. 11, 41]. Τι λοιπόν; Αυτό είναι είδος προσευχής, αυτός είναι τύπος ικεσίας; Λέγει: «Πάτερ, εχαριστ σοι τι κουσάς μουγώ δ δειν τι πάντοτέ μου κούεις· λλ δι τν χλον τν περιεσττα επον, να πιστεύσωσιν τι σύ με πέστειλας (: Πάτερ, είμαι βέβαιος ότι θα συντελεστεί αμέσως το θαύμα και Σε ευχαριστώ που με άκουσες. Εγώ το ήξερα ότι πάντοτε με ακούς. Αλλά είπα μεγαλόφωνα το «ευχαριστώ», για να το ακούσει ο λαός που στέκεται γύρω μου. Κι έτσι αφού όλοι αυτοί δουν πόση βεβαιότητα έχω ότι θα εισακουστώ, να πιστέψουν ότι Εσύ με απέστειλες, όταν ακολουθήσει το θαύμα)» [Ιω. 11, 41-42]. Εάν λοιπόν, γνώριζες, Κύριε, ότι πάντοτε σε ακούει ο Πατέρας, γιατί λοιπόν Τον ενοχλείς για πράγματα που τα γνωρίζεις; «Εγώ», λέγει, «γνωρίζω βέβαια ότι πάντοτε με ακούει ο Πατέρας: «αλλά το είπα για το παρευρισκόμενο εδώ πλήθος, για να γνωρίσουν ότι Εσύ με έστειλες» [Ιω. 11, 42: «γ δ δειν τι πάντοτέ μου κούεις· λλ δι τν χλον τν περιεσττα επον, να πιστεύσωσιν τι σύ με πέστειλας (: Εγώ το ήξερα ότι πάντοτε με ακούς. Αλλά είπα μεγαλόφωνα το «ευχαριστώ», για να το ακούσει ο λαός που στέκεται γύρω μου. Κι έτσι αφού όλοι αυτοί δουν πόση βεβαιότητα έχω ότι θα εισακουστώ, να πιστέψουν ότι Εσύ με απέστειλες, όταν ακολουθήσει το θαύμα)» [Ιω. 11, 42].

Μήπως προσευχήθηκε για τον νεκρό; Μήπως παρακάλεσε για να αναστηθεί ο Λάζαρος; Μήπως είπε: «Πατέρα, πρόσταξε τον θάνατο να υπακούσει;». Μήπως είπε: «Πατέρα, πρόσταξε τον άδη να μην κλείσει τις πύλες, αλλά να δώσει πίσω με προθυμία τον νεκρό»; «λλ δι τν χλον τν περιεσττα επον (: Αλλά είπα μεγαλόφωνα το «ευχαριστώ», για να το ακούσει ο λαός που στέκεται γύρω μου)», λέγει, «να πιστεύσωσιν τι σύ με πέστειλας (: Κι έτσι αφού όλοι αυτοί δουν πόση βεβαιότητα έχω ότι θα εισακουσθώ, να πιστέψουν ότι Εσύ με απέστειλες, όταν ακολουθήσει το θαύμα)» [Ιω.11, 42]. Επομένως, εκείνο που έγινε δεν είναι θαύμα, αλλά κατήχηση των παραβρισκομένων εκεί.

Είδες πως η προσευχή δεν έγινε για τον νεκρό, αλλά για τους παρόντες άπιστους, «για να γνωρίσουν», λέγει, «ότι Εσύ με έστειλες»; «Και πώς μπορούμε», λέγει ίσως κάποιος απορώντας, «να γνωρίσουμε ότι Αυτός σε έστειλε;». Πρόσεχε, σε παρακαλώ, με μεγάλη προσοχή. «Να», λέγει, «με τη δική μου εξουσία καλώ τον νεκρό»· «Να», λέγει, «με τη δική μου εξουσία διατάσσω τον θάνατο· ονομάζω τον Πατέρα, Πατέρα, καλώ και τον Λάζαρο από τον τάφο. Εάν δεν είναι αληθινό το πρώτο, ούτε αυτό να μη γίνει. Εάν πραγματικά ο Πατέρας είναι Πατέρας μου, ας υπακούσει και ο νεκρός, για να διδαχθούν με αυτό οι παρευρισκόμενοι». Διότι τι έλεγε ο Χριστός; «Λάζαρε, δερο ξω (: Λάζαρε, βγες έξω)» [Ιω. 11, 43]. Όταν έγινε η προσευχή δεν αναστήθηκε ο νεκρός, αλλά όταν είπε: «Λάζαρε, έλα έξω», τότε αναστήθηκε ο νεκρός. Πω πω, τυραννική εξουσία του θανάτου· πω πω, τυραννική εξουσία της δυνάμεως εκείνης που κατέχει την ψυχή· ω άδη, προσευχή έγινε και δεν απολύεις τον νεκρό; «Όχι», λέγει. Γιατί; «Διότι δεν έλαβα προσταγή. Είμαι δεσμοφύλακας εδώ και κρατώ τον υπεύθυνο· εάν δεν λάβω προσταγή», λέγει, «δεν τον απολύω· διότι, λέγει, η προσευχή δεν έγινε για μένα, αλλά για τους παρευρισκομένους άπιστους· διότι εγώ, εάν δεν προσταχθώ, δεν απολύω τον υπεύθυνο· περιμένω τη διαταγή για να απολύσω την ψυχή».

«Λάζαρε, έλα έξω». Άκουσε τη δεσποτική προσταγή ο νεκρός και αμέσως κατέλυσε τους νόμους του θανάτου. Ντραπείτε, αιρετικοί, και χαθείτε από το πρόσωπο της γης. Καθόσον ο λόγος απέδειξε ότι η προσευχή έγινε όχι για την ανάσταση του νεκρού, αλλά για την πνευματική αδυναμία των τότε παραβρεθέντων εκεί απίστων. «Λάζαρε, έλα έξω». Και γιατί κάλεσε τον νεκρό με το όνομά του; Γιατί; Για να μην απευθυνθεί η φωνή του ελεύθερα προς όλους τους νεκρούς και να τους αναστήσει από τους τάφους, γι΄αυτό λέει: «Λάζαρε, έλα έξω». Εσένα μόνο προς το παρόν ανακαλώ από το πλήθος των νεκρών, ώστε με το επιμέρους να δείξω τη δύναμή μου και για τα μελλοντικά· διότι εγώ που ανέστησα ένα νεκρό, εγώ θα αναστήσω και την οικουμένη· διότι «γώ εμι  νάστασις κα  ζωή (: Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Εγώ έχω τη δύναμη να ανασταίνω, διότι είμαι η πηγή της ζωής)» [Ιω. 11, 25]. «Κα τατα επν φων μεγάλ κραύγασε· Λάζαρε, δερο ξω (: Και αφού τα είπε αυτά, δείχνοντας την κυριαρχική εξουσία Του και πάνω στον ίδιο τον θάνατο, κραύγασε: ‘’Λάζαρε, βγες έξω’’)» [Ιω. 11, 43].

«Κα ξλθεν  τεθνηκς δεδεμένος τος πόδας κα τς χερας κειρίαις, κα  ψις ατο σουδαρί περιεδέδετο. λέγει ατος  ησος· λύσατε ατν κα φετε πάγειν (: Και ο νεκρός βγήκε από το μνημείο με τα πόδια και τα χέρια του δεμένα με επιδέσμους, και το πρόσωπό του περιτυλιγμένο και σκεπασμένο με ένα πλατύ ύφασμα. Τότε είπε ο Ιησούς σε εκείνους που παρευρίσκονταν εκεί: ‘’Λύστε τον και αφήστε τον μόνο και χωρίς βοηθό να πάει στο σπίτι του’’)» [Ιω. 11, 44]. Πω πω, παράδοξα πράγματα. Εκείνος που έλυσε την ψυχή από τα δεσμά του θανάτου, Εκείνος που γκρέμισε τις πύλες του άδη, Εκείνος που συνέτριψε τις χάλκινες πύλες και τους σιδερένιους μοχλούς και ελευθέρωσε την ψυχή από τα δεσμά του θανάτου, Αυτός δεν μπορούσε να λύσει τις λευκές ταινίες του νεκρού; Ναι, μπορούσε, αλλά προστάζει τους Ιουδαίους να λύσουν τις λευκές ταινίες, τις οποίες οι ίδιοι έσφιξαν πιο μπροστά όταν τον ενταφίαζαν, ώστε να αναγνωρίσουν τα σημάδια των δεσμών που έθεσαν οι ίδιοι και να γνωρίσουν από τα ίδια τα πράγματα που έκαναν οι ίδιοι, ότι ο Λάζαρος είναι αυτός που ενταφιάστηκε από αυτούς, και ο Χριστός είναι Αυτός που ήρθε στον κόσμο με τη συγκατάθεση και ευαρέσκεια του Πατέρα Του και που έχει εξουσία επί της ζωής και του θανάτου.

Σε Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη και συγχρόνως και στον άναρχο Πατέρα Σου και στο Πανάγιο και Ζωοποιό Σου Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

https://alopsis.gr