Έλεγε κάποιος ξένος μοναχός ότι στην πατρίδα του ανοίγουν λάκκους, μέσα στους οποίους πέφτουν λιοντάρια. Μια φορά έτυχε να πέσει μία αλεπού στον λάκκο, η οποία, αν και προσπάθησε πολύ για να βγει, δεν μπόρεσε. Έτσι σκέφτηκε πονηρά και έκανε την πεθαμένη. Όταν έφτασε αυτός που κατασκεύασε τον λάκκο και την είδε πεθαμένη, κατέβηκε, την έπιασε από την ουρά, την έριξε έξω και εκείνη έφυγε αμέσως.
Μετά από μερικές μέρες έτυχε να πέσει και άλλη αλεπού στον ίδιο λάκκο και η οποία πηδούσε συνεχώς, για να βγει. Περνώντας τότε η πρώτη αλεπού της είπε: «Και εγώ πηδούσα από την μία και από την άλλη, αλλά αν δεν έκανε την νεκρή, δεν θα σωζόμουν». Και εμείς, λοιπόν, αν θέλουμε να λυτρωθούμε από τις παγίδες του διαβόλου, ας γίνουμε νεκροί στα θελήματά μας και έτσι με την χάρη του Κυρίου μας θα σωθούμε.
Κάποιος Χριστόφορος στην Κωνσταντινούπολη, που...
υπηρετούσε στην σχολή των Επιτελών, ασχολούνταν όλη μέρα στο παλάτι χωρίς να φάει τίποτε και το απόγευμα, όταν επέστρεφε σπίτι του, έτρωγε ξερό ψωμί και βρεγμένα όσπρια και έπινε μόνο νερό. Από μέσα φορούσε τρίχινη φορεσιά, από έξω όμως φορούσε τα πολύτιμα φορέματα, για να μην φαίνεται στους ανθρώπους. Μετά το δείπνο πήγαινε σε αργυραμοιβούς και άλλαζε το χρυσάφι και έπαιρνε δραχμές και μικρούς οβολούς και πήγαινε έπειτα στις εισόδους της πόλης, όπου κάθονταν φτωχοί, και στις φυλακές και μοίραζε χρήματα.Μία νύχτα πήγε στο καλύβι ενός φτωχού, για να τον ελεήσει, τον βρήκε όμως νεκρό. Έτσι πήγε στο κοντινό καπηλειό, απ’ όπου ζήτησε φως και στάμνα με ζεστό νερό, για να λούσει τον νεκρό. Πλήρωσε τον ιδιοκτήτη του καπηλειού, τον πήρε μαζί του, έλουσαν τον νεκρό και τον σαβάνωσαν. Αφού άναψε κεριά, έβαλε ένα στήθος του νεκρού και έδωσε χρήματα στους νεκροθάφτες, για να τον θάψουν. Τέλος είπε στον νεκρό: «»Σήκω, αδελφέ, και δώσε μου ασπασμό στο όνομα του Χριστού». Ο νεκρός, αφού σηκώθηκε, κάθισε, τον ασπάστηκε και πάλι έπεσε και «κοιμήθηκε». Ο ιδιοκτήτης του καπηλειού, όταν είδε αυτά, τρόμαξε και έφυγε έντρομος, διηγούμενος αυτό το παράδοξο θαύμα.
Μετά το μοίρασμα της ελεημοσύνης, ο Χριστόφορος πήγαινε στους ιερούς ναούς, στον ναό του Σωτήρος, στην Χαλκή Πύλη, στην Αγία Σοφία, στο στόμιο του πηγαδιού που κάθισε ο Κύριος, μιλώντας με την Σαμαρείτιδα. Όταν πήγαινε στους ναούς, οι πόρτες άνοιγαν αυτόματα, έμπαινε μέσα, προσευχόταν και θύμιαζε. Οι υπηρέτες των ναών έβρισκαν πολλές φορές τις πόρτες ανοιχτές και απορούσαν, φοβούμενοι μήπως κλέφτες άνοιγαν και εσύλησαν τα πολύτιμα σκεύη και επομένως κινδύνευαν και αυτοί. Έτσι παραμόνευσαν ξαγρυπνώντας και είδαν ότι ταυτόχρονα με την άφιξη του αγίου άνοιγαν οι πόρτες, πράγμα που το ανήγγειλαν στον πατριάρχη. Αυτός απορώντας δεν τα πίστευε. Έτσι παραμόνευσε και ο ίδιος και τον είδε με τα μάτια του να θυμιάζει και δόξασε τον Θεό.
Από το βιβλίο: Λειμωνάριον το παλαιόν – ιωάννου Μόσχου. Ητοι, Τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου. Διηγήματα των Οσίων πατέρων. βιβλίον ψυχωφελέστατον Ιωάννου Ευκρατά και Σωφρονίου του σοφιστού.
Εκδότης, Η Αγία Αννα, Φεβρουάριος 2005