Δ.1)Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΜΑΓΟΣ(προσαρμοσμένο για σχολική εορτή)
Henry Van Dyke
(Διασκευή)
Κάνε κλικ στην εικόνα .Κατόπιν DOWNLOAD κλικ και ανοίγει το αρχείο σε power-point
Όταν ήταν Αυτοκράτορας ο Αύγουστος Καίσαρ και ο Ηρώδης βασίλευε στα Ιεροσόλυμα, ζούσε στα Εκβάτανα, (Δ.2) ανάμεσα στα βουνά της Περσίας, ένας άνθρωπος που ονομαζόταν Αρταβάν ο Μήδας. Άνθρωπος ευαίσθητος, αλλά και με θέληση. Ήταν ένας από εκείνους που, ανεξάρτητα από την κοινωνία όπου ζουν, γεννιώνται για να αγωνίζονται και αφιερώνουν τη ζωή τους σε πράγματα ανώτερα για τα οποία αδιαφορούν συνήθως οι γύρω τους άνθρωποι.
Ο Αρταβάν ήταν από τους μεγαλύτερους σοφούς της Περσίας και τους πιο βαθείς μελετητές και παρατηρητές των Άστρων. (Δ.3) Μελετώντας και παρατηρώντας(Δ.4) λοιπόν τα άστρα κατάλαβε πως θα συμβούν ασυνήθιστα φαινόμενα. Τις σκέψεις του μοιράστηκε με το γέροντα Σοφό σύμβουλό του και πατέρα του Άβγαρο. (Δ.5)Μαζί έψαξαν να βρουν τις αιτίες των παράδοξων φαινομένων στις προφητείες της Γραφής, (Δ.6) γιατί στα περασμένα χρόνια στη χώρα της Βαβυλώνας υπήρχαν στη Χαλδαία σοφοί.
Ένας απ’ αυτούς ο Βαλαάμ, ο γιός του Βεώρ προφήτεψε :
«Θα ανατείλει άστρο από τους απογόνους του Ιακώβ και θα αναδειχθεί άνθρωπος από τον Ισραηλιτικό λαό» {Αριθμοί ιαδ΄ , 17}
Άλλη προφητεία:
«Εκείνη την ημέρα, Σωσίας ο νικητής, θα παρουσιαστεί ανάμεσα από τους προφήτες στην Ανατολή. Θα λάμπει γύρω του μεγάλη λαμπρότητα και θα κάνει τη ζωή αιώνια, άφθαρτη και αθάνατη, και οι νεκροί θα αναστηθούν ξανά.»
Πατέρα μου και δάσκαλέ μου, είπε ο Αρταβάν με φωτεινό πρόσωπο στον Άβγαρο: φύλαξα αυτές τις προφητείες στο πιο κρυφό μέρος της ψυχής μου. Και τώρα βλέπω πως ήρθε η ώρα να επαληθευτούν.
Τότε ο Άβγαρος απάντησε: Έχεις δίκιο παιδί μου. Ο Εβραίος...
Δανιήλ, (Δ.7) ο σύμβουλος των βασιλέων και δυνατός εξηγητής των ονείρων είχε προφητέψει:
Δανιήλ, (Δ.7) ο σύμβουλος των βασιλέων και δυνατός εξηγητής των ονείρων είχε προφητέψει:
«Μάθε και κατανόησε καλά, ότι από την ημέρα που θα εκδοθεί διάταγμα για την ανοικοδόμηση της Ιερουσαλήμ, μέχρι την ημέρα που θα εμφανιστεί ο άρχων, ο οποίος θα έχει χρισθεί από εμέ, θα περάσουν επτά εβδομάδες ετών και άλλες εξήντα δύο εβδομάδες ετών» {Δανιήλ θ΄, 25} Ποιος όμως, παιδί μου, μπορεί να ξεκλειδώσει αυτούς τους μυστηριώδεις αριθμούς;
Ο Αρταβάν απάντησε: Φανερώθηκε σε μένα και τους τρείς μου συντρόφους , τον Κσπάρ, τον Μελχιόρ και τον Βαλτάσαρ. Εξετάσαμε τους παλιούς πίνακες (Δ.8) της Χαλδαίας και υπολογίσαμε τον καιρό. Συμπίπτει να είναι αυτό το έτος. Μελετήσαμε (Δ.9)τον ουρανό. Είδαμε ένα νέο αστέρι(Δ.10) που έλαμψε μόνο μια νύχτα κι ύστερα χάθηκε. Τώρα οι δύο μεγάλοι πλανήτες(Δ.11) συναντώνται πάλι απόψε και ενώνονται. (Δ.12)Τα τρία αδέρφια μου αγρυπνούν στη Βαβυλώνα κι εγώ εδώ. Αν το αστέρι λάμψει ξανά, θα περιμένουν δέκα μέρες κι ύστερα θα ξεκινήσουμε μαζί για τα Ιεροσόλυμα για να δούμε και να προσκυνήσουμε τον αναμενόμενο βασιλιά του Ισραήλ. Πιστεύω, ότι θα φανεί το σημείο. Ετοιμάστηκα για το ταξίδι . Πούλησα το σπίτι μου κι ότι άλλο είχα και αγόρασα τις τρείς αυτές πέτρες(Δ.13) – ένα ζαφείρι, ένα ρουμπίνι και ένα μαργαριτάρι – για να τις προσφέρω δώρο στο Βασιλιά.
Συγκινημένος ο Άβγαρος του είπε: Είμαι πολύ ηλικιωμένος για να σε ακολουθήσω σ’ αυτό το ταξίδι, αλλά η καρδιά μου θα είναι μαζί σου νύχτα και μέρα. Πήγαινε με ειρήνη.
Αποχώρησε ο Άβγαρος και έμεινε ο Αρταβάν μόνος. Βγήκε στην ταράτσα και παρατηρούσε με λαχτάρα τον ουρανό. (Δ.14)Ο Δίας και ο Κρόνος έλαμπαν τόσο κοντά ο ένας με τον άλλο. Ο Αρταβάν πρόσεχε και ξαφνικά ένας γαλάζιος σπινθήρας(Δ.15) έλαμψε μέσα στο σκοτάδι και μια λάμψη τέλεια, καθαρή, ζωντανή που φαινόταν σαν ένα αστέρι. (Δ.16)
Ο Αρταβάν γεμάτος χαρά σκέπασε το πρόσωπο με τα χέρια «είναι το σημείο» είπε «ο Βασιλιάς έρχεται. Θα πάω να τον προσκυνήσω» (Δ.17 -VIDEO)
Εκείνη τη νύχτα το άλογο του Αρταβάν(Δ.18) περίμενε στρωμένο κι έτοιμο στο στάβλο. Πρωί πρωί ο Τέταρτος Μάγος (Δ.19)διέσχιζε το μεγάλο δρόμο που έζωνε του πρόποδες του Ορόντου.
Πρέπει να προχωρεί συνετά για συναντήσει ορισμένη ώρα τους συντρόφους του. Πέρασε το βουνό του Ορόντη, (Δ.20) τα χωράφια Κουκαμπάρ, (Δ.21) περάσματα του βουνού, (Δ.22) χαράδρες, (Δ.23) τα ρεύματα του Τίγρη(Δ.24) και τα κανάλια του Ευφράτη(Δ.25 + 26) και τη δέκατη μέρα έφτασε στη Βαβυλώνα. (Δ.27) Δε στάθηκε για ξεκούραση. Συνέχισε όταν το άλογο μπαίνοντας σ’ ένα δάσος από φοίνικες(Δ.28) και κατατρομαγμένο σταμάτησε απότομα μπροστά σ’ ένα μαύρο πράγμα, που φαινόταν μέσα στη σκιά του τελευταίου φοίνικα. (Δ.29)
Ο Αρταβάν κατέβηκε από το άλογο. Το αμυδρό φως των άστρων φώτισε τη μορφή ενός ανθρώπου, που ήταν πεσμένος στο δρόμο. Τα απλοϊκά του ρούχα και τα χαρακτηριστικά του εξαντλημένου προσώπου του έδειχναν, ότι ήταν ίσως ένας από τους φτωχούς Εβραίους εξορίστους, που ζούσαν ακόμη πολλοί στα γειτονικά μέρη. Το ωχρό του δέρμα, ξερό και κίτρινο σαν περγαμηνή, είχε τη σφραγίδα του θανατηφόρου πυρετού, που μάστιζε τους βάλτους το φθινόπωρο. Η παγωνιά του θανάτου είχε απλωθεί στο αδύνατο χέρι του και μόλις το άφησε ο Αρταβάν, έπεσε ολόκληρο χωρίς ζωή πάνω στο στήθος του. Τότε εκείνος έκανε να φύγει αφήνοντας στην τύχη του το πτώμα. Καθώς όμως στράφηκε, άκουσε ένα ελαφρό αναστεναγμό, που βγήκε από το στήθος του ανθρώπου. Τα μαύρα κα κοκαλιασμένα δάχτυλα(Δ.30)κράτησαν σπασμωδικά την άκρη από το φόρεμα του Μάγου και έτσι σταμάτησε.
Η καρδιά του Αρταβάν χτύπησε δυνατά, όχι από φόβο, αλλά από αγανάκτηση για την αργοπορία αυτή. Πως ήταν δυνατόν να σταθεί μέσα στο σκότος για να περιποιηθεί ένα μελλοθάνατο ξένο; Ποιο δικαίωμα είχε πάνω του η άγνωστη αυτή ανθρώπινη ύπαρξη; Αν αργοπορούσε και μία μόνο ώρα, με δυσκολία θα έφτανε στα Βόρσιππα την ορισμένη προθεσμία. Οι σύντροφοί του θα νόμιζαν ότι εγκατέλειψε το ταξίδι. Θα πήγαιναν χωρίς αυτόν. Θα έχανε ότι ζητούσε.
Αλλά και αν έφευγε, ο άνθρωπος θα πέθαινε σίγουρα. Αν έμενε, μπορούσε να ζήσει. Το κεφάλι του χτυπούσε δυνατά γιατί έπρεπε να αποφασίσει αμέσως. Έπρεπε να ριψοκινδυνεύσει τη μεγάλη αμοιβή της πίστεώς του για μια απλή πράξη φιλανθρωπίας; Έπρεπε να λοξοδρομήσει, έστω και για μια στιγμή από το δρόμο του, όπου τον οδηγούσε το αστέρι, για να δώσει ένα ποτήρι κρύο νερό σ’ ένα φτωχό Εβραίο που ξεψυχούσε;
«Θεέ της αγνότητας και της αλήθειας» προσευχήθηκε, «οδήγησέ με στο άγιο δρόμο, στο δρόμο της σοφίας, που Σύ μόνο γνωρίζεις».
Έπειτα στράφηκε πάλι στον άνθρωπο, τον τράβηξε με κόπο προς τα έξω και τον έφερε σ’ ένα μικρό ύψωμα (Δ.31) κοντά στη ρίζα ενός φοίνικα. Έλυσε τις πυκνές πτυχές του σαρικιού του και του άνοιξε το χιτώνα μπροστά στο στήθος του. Έφερε νερό και έβρεξε το μέτωπο και το στόμα του αρρώστου. Έριξε στο νερό μερικές σταγόνες από εκείνα τα απλά αλλά δυνατά φάρμακα, που είχε πάντοτε μέσα στη ζώνη του – γιατί οι Μάγοι ήταν γιατροί, καθώς και οι αστρολόγοι – και το έχυσε σιγά ανάμεσα από τα ωχρά χείλη του. Ώρες ολόκληρες προσπαθούσε σαν ένας επιδέξιος γιατρός. Επιτέλους η δύναμη του ανθρώπου ξαναγύρισε, κάθισε και κοίταξε γύρω του.
- «Ποιός είσαι;» είπε με την απότομη γλώσσα της χώρας του «και γιατί με αναζήτησες εδώ, για να με ξαναφέρεις στη ζωή;»
- «Είμαι ο Αρταβάν ο Μάγος, από τα Εκβάτανα και πηγαίνω στα Ιεροσόλυμα, για να βρω Εκείνον που πρόκειται να γεννηθεί ως Βασιλεύς των Εβραίων, μεγάλος Άρχοντας και Λυτρωτής όλων των ανθρώπων. Δεν τολμώ να αργοπορήσω περισσότερο το ταξίδι μου, γιατί το καραβάνι που νε περιμένει μπορεί να φύγει χωρίς εμένα. Αλλά εδώ έχεις ό,τι μου έμεινε (Δ.32) από ψωμί και κρασί και εδώ έχεις και μερικά θεραπευτικά βότανα. Όταν σου ξανάλθουν οι δυνάμεις σου, μπορείς να βρεις τις κατοικίες των Εβραίων ανάμεσα στα σπίτια της Βαβυλώνας».
Ο Εβραίος συγκινημένος ένωσε τα χέρια του σε στάση προσευχής. (Δ.33) «Ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ να ευλογήσει και να ευοδώσει το ταξίδι του ελεήμονα και να τον φέρει ειρηνικά στο επιθυμητό λιμάνι.» Έπειτα σταμάτησε. «Δεν έχω τίποτε άλλο να σου δώσω για αντάλλαγμα παρά μόνο τούτο, ότι μπορώ να σου πω, που να αναζητήσεις το Μεσσία. Οι προφήτες μας έχουν πει ότι θα βασιλεύσει στα Ιεροσόλυμα. Μακάρι ο Κύριος να σε φέρει με ασφάλεια σε κείνο το μέρος, γιατί έδειξες έλεος σ’ έναν άρρωστο.»
Ήταν πια μεσάνυχτα περασμένα. (Δ.34)Το άλογο του Αρταβάν, η Βασδά, (Δ.35) επειδή ξεκουράστηκε λίγο, έτρεχε τώρα με σπουδή πάνω στην ήσυχη πεδιάδα και πέρασε μέσα απ’ τα κανάλια του ποταμού. Ο Αρταβάν έφτασε με την πρώτη ακτίνα του ήλιου(Δ.36) στο σημείο συνάντησης με τους φίλους του. Πουθενά όμως δεν φαινόταν σημάδι από το καραβάνι των Μάγων, ούτε κοντά ούτε μακριά. (Δ.37)
Στην άκρη της κορυφής είδε ένα μικρό κατάλυμα από σπασμένα τούβλα και κάτω από αυτά ένα κομμάτι περγαμηνής. (Δ.38) Τη σήκωσε και τη διάβασε: «Περιμέναμε εδώ μέχρι περασμένα μεσάνυχτα και δεν μπορούσαμε να αργοπορήσουμε περισσότερο. Πηγαίνουμε να βρούμε το Βασιλιά. Ακολούθησέ μας μέσα από την έρημο».
Ο Αρταβάν κάθισε στο έδαφος και σκέπασε το κεφάλι του γεμάτος απελπισία. «Πως είναι δυνατό να περάσω την έρημο», είπε, «χωρίς τροφή και με εξαντλημένο άλογο; Πρέπει να επιστρέψω στη Βαβυλώνα, (Δ.39) να πουλήσω το ζαφείρι μου(Δ.40) και ν’ αγοράσω καμήλες και προμήθειες για το ταξίδι. (Δ.41) Μπορεί να μην προφθάσω ποτέ τους φίλους μου, αλλά επιτέλους ας γίνει ότι θέλει ο εύσπλαχνος Θεός. Εκείνος γνωρίζει, αν πρόκειται να στερηθώ την παρουσία Του, γιατί αργοπόρησα».
Έτσι έγινε. Το πρώτο δώρο για το Βασιλιά του, το ζαφείρι το πούλησε και πήρε μόνος του το δρόμο για να προσκυνήσει το νεογέννητο Βασιλιά.
Ας τον ακολουθήσουμε με τη φαντασία μας. (Δ.42) Περνάει την έρημο, (Δ.43+44)περνάει άνυδρες(Δ.45) και αφιλόξενες οροσειρές. (Δ.46) Με ζέστη και με κρύο ο Τέταρτος Μάγος προχωρούσε σταθερά. (Δ.47) Έφτασε στη Δαμασκό, (Δ.48) την πεδιάδα του Ιορδάνη, (Δ.49+50) τη θάλασσα της Γαλιλαίας(Δ.51) και τέλος στη Βηθλεέμ. (Δ.52) Δεν συνάντησε πουθενά τους τρεις φίλους του. Δεν έχασε όμως την ελπίδα του. Οι δρόμοι του χωριού έρημοι.
Από την πόρτα ενός μικρού πέτρινου σπιτιού(Δ.53) άκουσε το γλυκό ήχο μιας γυναικείας φωνής, που τραγουδούσε σιγαλά. Μπήκε και βρήκε μια νέα μητέρα, που νανούριζε το μωρό της. Αυτή του είπε για τους ξένους από την Ανατολή, που είχαν φανεί στο χωριό πριν από τρεις ημέρες και που είχαν πει, πως κάποιο αστέρι τους είχε οδηγήσει στο μέρος, όπου ο Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ κατοικούσε με τη μνηστή του και το νεογέννητο βρέφος της και ότι αυτοί από σεβασμό στο παιδί του είχαν προσφέρει πολλά και πλούσια δώρα. (Δ.54)
- «Αλλά οι ταξιδιώτες είχαν πάλι εξαφανισθεί τόσο ξαφνικά, όσο και όταν ήλθαν. Φοβηθήκαμε για την περίεργη αυτή επίσκεψη. Δεν μπορούσαμε να την κατανοήσουμε. Ο άνθρωπος από τη Ναζαρέτ πήρε το μικρό και την μητέρα Του και έφυγαν κρυφά την ίδια εκείνη νύχτα και ψιθυρίστηκε, πως πήγαιναν μακριά στην Αίγυπτο. Από τότε κάτι σαν να πρόκειται να συμβεί στο χωριό, κάτι κακό το περιμένει. Λένε ότι οι Ρωμαίοι στρατιώτες(Δ.55) πρόκειται να έλθουν από τα Ιεροσόλυμα, για να μας επιβάλουν νέου φόρους και οι άνδρες πήραν τα κοπάδια μακριά, πάνω στους λόφους και κρύβονται για να τους αποφύγουν».
Ο Αρταβάν πρόσεχε στη γλυκιά, δειλή ομιλία της και το παιδί στην αγκαλιά της τον κοίταζε με χαμόγελο.
Η νεαρή μητέρα τοποθέτησε το μικρό στην κούνια και σηκώθηκε για να περιποιηθεί τον περίεργο αυτό ξένο, που η τύχη τον είχε φέρει στο σπίτι της. Του έδωσε να φάει την απλή τροφή των χωρικών, αλλά με τόση προθυμία, ώστε του ανακούφιζε όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή. Ο Αρταβάν την δέχτηκε με ευγνωμοσύνη και ενώ έτρωγε, το παιδί αποκοιμήθηκε γλυκά και φαινόταν σαν κάτι να έλεγε στα όνειρά του. Μεγάλη ειρήνη σε λίγο βασίλευε στο ήσυχο δωμάτιο.
Ξαφνικά ακούστηκε ο κρότος από μεγάλη ταραχή και αναστάτωση στους δρόμους του χωριού. Φωνές και κλάματα γυναικών, ήχος από χάλκινες σάλπιγγες, κλαγγή σπαθιών και μια απελπισμένη φωνή: «Οι στρατιώτες, οι στρατιώτες του Ηρώδη! Σκοτώνουν τα παιδιά μας!». (Δ.56)
Το πρόσωπο της γυναίκας άχνισε από τρόμο. Έσφιξε το παιδί της στην αγκαλιά της (Δ.57)και ζάρωσε ακίνητη στην σκοτεινότερη γωνιά του δωματίου, σκεπάζοντάς το με τις πτυχές από το φόρεμά της, μην τυχόν ξυπνήσει και κλάψει. Ο Αρταβάν προχώρησε και στάθηκε στο κατώφλι του σπιτιού. Οι πλατιοί του ώμοι γέμισαν την πόρτα από την μια άκρη ως την άλλη και η κορφή από το άσπρο σκέπασμα του κεφαλιού του σχεδόν άγγιζε το ανώφλι της πόρτας.
Οι στρατιώτες κατέβηκαν το δρόμο βιαστικοί, με ματωμένα χέρια(Δ.58) και σπαθιά που έσταζαν. Όταν είδαν τον ξένο με τα επιβλητικά του ρούχα, δίστασαν από έκπληξη. Ο αρχηγός του αποσπάσματος πλησίασε το κατώφλι, για να τον παραμερίσει. Αλλά ο Αρταβάν δεν κουνήθηκε. Το πρόσωπό του ήταν τόσο ήρεμο, σαν να παρατηρούσε τα αστέρια και μέσα στα μάτια του έλαμπε εκείνη η σταθερή ανταύγεια, που μπροστά της δειλιάζουν και αυτά ακόμη τα άγρια θηρία και σταματούν. Κράτησε το στρατιώτη σιωπηρά ένα λεπτό και έπειτα είπε με σιγανή φωνή: «Είμαι μόνος εδώ μέσα και περιμένω τον αρχηγό σας να του δώσω αυτόν τον πολύτιμο λίθο, για να με αφήσει στην ησυχία μου». Έδειξε το ρουμπίνι (Δ.59)που άστραφτε μέσα στη χούφτα του, σα μια μεγάλη σταλαγματιά αίμα.
Ο αρχηγός θαμπώθηκε από τη μεγάλη λάμψη του πετραδιού. Η κόρη των ματιών του άνοιξε από επιθυμία και η λαιμαργία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Άπλωσε το χέρι του και πήρε το ρουμπίνι. «Εμπρός !» φώναξε στους ανθρώπους του. «Δεν υπάρχει εδώ παιδί. Το σπίτι είναι ήσυχο».
Ο κρότος και η κλαγγή των όπλο πέρασαν το δρόμο, όπως το πάθος του κυνηγού προσπερνάει το καταφύγιο του ελαφιού, που τρέμει κρυμμένο εκεί μέσα. Ο Αρταβάν μπήκε πάλι στο σπιτάκι. Στράφηκε προς την ανατολή και προσευχήθηκε:
-«Θεέ της αλήθειας, συγχώρησε την αμαρτία μου. Είπα ψέμα, για να σώσω τη ζωή ενός παιδιού. Και δύο από τα δώρα μου δόθηκαν πια. Διέθεσα γι’ ανθρώπους ότι προόρισα για το Θεό. Θα αξιωθώ ποτέ να αντικρύσω το Βασιλιά:»
Η γυναίκα που έκλαιγε παράμερα από χαρά, του είπε τότε με τη γλυκιά φωνή της:
-«Ο Θεός να σ’ ευλογήσει και να σε διαφυλάξει, γιατί έσωσες τη ζωή του παιδιού μου. Ο Θεός να αφήσει το πρόσωπό Του να λάμψει πάνω σου και να είναι ευμενής μαζί σου. Ο Θεός να φανερωθεί σε σένα και να σου δίνει ειρήνη».
Ο Αρταβάν πιστός στο σκοπό του να προσκυνήσει το Βασιλιά και να του δώσει το ένα δώρο που του έμεινε παίρνει το δρόμο(Δ.60) για την Αίγυπτο, (Δ.61+62)το δρόμο που ακολούθησε η Αγία Οικογένεια. (Δ.63)
Φτάνοντας στην Αλεξάνδρεια συμβουλεύεται ένα Εβραίο Ραβίνο(Δ.64) που διάβαζε τις προφητείες για τον Αναμενόμενο Μεσσία.
-«Και θυμήσου γιέ μου», είπε παρατηρώντας με τα βαθιά του μάτια το πρόσωπο του Αρταβάν, «ο Βασιλιάς που ζητάς, δεν θα βρεθεί μέσα σε παλάτια ούτε μαζί με τους πλούσιους και τους δυνατούς. Όσοι τον ζητούν, καλά θα κάνουν να τον γυρεύουν ανάμεσα στους φτωχούς και τους ταπεινούς, τους λυπημένους και τους καταπιεζομένους».
Είδα πάλι τον Τέταρτο Μάγο να ταξιδεύει από μέρος σε μέρος και να αναζητάει ανάμεσα στους λαούς της διασποράς το μέρος, όπου ίσως η μικρή οικογένεια από τη Βηθλεέμ είχε καταφύγει. Πέρασε από χώρες που τις μάστιζε η πείνα (Δ.65) και οι φτωχοί έκλαιγαν για ένα κομμάτι ψωμί. Κατοίκησε σε πόλεις, που οι επιδημίες κατέστρεψαν τους ανθρώπους. (Δ.66) Επισκέφθηκε τους πιεζομένους και λυπημένους μέσα στο σκότος των υπόγειων φυλακών, μέσα στην αθλιότητα των αγορών των δούλων και μέσα στους μόχθους των πλοίων. Σ’ όλον αυτό τον πολύπλοκο κόσμο της αγωνίας, αν και δεν βρήκε κανέναν για λατρεύσει, βρήκε όμως πολλούς για να βοηθήσει. Έδωσε τροφή στους πεινασμένους, έντυσε τους γυμνούς, γιάτρεψε τους ασθενείς, παρηγόρησε τους αιχμαλώτους. Τα χρόνια του περνούσαν γρηγορότερα από τη σαΐτα του υφαντή.
Τριάντα χρόνια είχαν περάσει από τη ζωή του Αρταβάν. Ακόμα όμως περιπλανιόταν για να βρει το φώς. Τα μαλλιά του, που ήταν μια φορά κατάμαυρα, είχαν γίνει τώρα άσπρα σαν το χιόνι. Τα μάτια του, που έλαμπαν μια φορά σαν φλόγες, ήταν τώρα σβησμένα.
Εξαντλημένος, με βαριά καρδιά και έτοιμος για τον θάνατο, ακόμα ζητούσε τον Κύριο και γι’ αυτό είχε έλθει στα Ιεροσόλυμα(Δ.67) για τελευταία φορά.
Εκείνη την ημέρα υπήρχε ιδιαίτερη κίνηση στα πλήθη. Κόσμος πολύς είχε έρθει για τη μεγάλη γιορτή. Ο Αρταβάν πλησίασε μια ομάδα συμπατριωτών του Πάρθων και Εβραίων, που είχαν έλθει να εορτάσουν το Πάσχα και τους ρώτησε την αιτία της ταραχής και που πήγαιναν.
-«Πηγαίνουμε», απάντησαν, «σ’ ένα μέρος που λέγεται Γολγοθάς, (Δ.68) έξω απ’ τα τείχη της πόλεως, όπου θα γίνει θανατική εκτέλεση. Δεν άκουσες τι συνέβηκε; Δύο διάσημοι ληστές θα σταυρωθούν και μαζί μ’ αυτούς κάποιος άλλος που ονομάζεται Ιησούς από τη Ναζαρέτ, άνθρωπος που έχει κάμει πολλά αξιοθαύμαστα πράγματα στο λαό, ο οποίος πολύ τον αγαπά. Αλλά οι ιερείς και οι πρεσβύτεροι επιμένουν ότι πρέπει να πεθάνει, γιατί λέει πως είναι ο Υιός του Θεού. Και ο Πιλάτος τον έστειλε να σταυρωθεί, γιατί είπε ότι ήταν «Βασιλεύς των Ιουδαίων».
Πόση εντύπωση αυτά τα γνωστά αυτά λόγια έκαμαν στον Αρταβάν! Τον είχαν κάμει να περιπλανιέται στον κόσμο όλη του τη ζωή. Και τώρα τα άκουγε με τρόπο σκοτεινό και μυστηριώδη, σαν μήνυμα απελπισίας. Ο Βασιλιάς είχε φανερωθεί, αλλά τον είχαν απαρνηθεί και τον είχαν διώξει! Επρόκειτο να χαθεί! Ίσως κιόλας να πέθαινε! Να ήταν ο Ίδιος, που γεννήθηκε στη Βηθλεέμ πριν από τριάντα τρία χρόνια, και κατά τη γέννησή Του το αστέρι φάνηκε στον ουρανό και για τον ερχομό Του είχαν μιλήσει οι προφήτες;
Η καρδιά του Αρταβάν χτυπούσε δυνατά, με τον τρόπο που χτυπάει στη γεροντική ηλικία σε ώρα συγκινήσεως. Αλλά είπε μέσα του: «Οι δρόμοι του Θεού είναι πιο περίεργοι από τις σκέψεις των ανθρώπων και ίσως να βρω τον Βασιλιά τελικά στα χέρια των εχθρών Του και να φθάσω έγκαιρα για να προσφέρω το μαργαριτάρι μου, για να τον λυτρώσω πριν πεθάνει.»
Ο γέροντας λοιπόν ακολούθησε τα πλήθη με αργά βήματα προς την πύλη της Δαμασκού. (Δ.69) Ακριβώς έξω από τη φρουρά μερικοί Μακεδόνες στρατιώτες κατέβαιναν το δρόμο, σέρνοντας μια νέα κοπέλα με ξεσχισμένο φόρεμα και λυμένα μαλλιά. Καθώς στάθηκε ο Μάγος για να κοιτάξει με λύπη, ξέφυγε από τα χέρια των βασανιστών και έπεσε στα πόδια του κρατώντας τον από τα γόνατα. (Δ.70)
-«Λυπήσου με», φώναξε, «και σώσε με, για το όνομα του Θεού της αγνότητας! Κι εγώ ακολουθώ την αληθινή θρησκεία που διδάσκουν οι Μάγοι. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος της Παρθίας, αλλά έχει πεθάνει και μ’ έχουν πιάσει για τα χρέη του να πουληθώ σκλάβα. Σώσε με από το χειρότερο θάνατο».
Ο Αρταβάν έτρεμε ολόκληρος. Η παλιά πάλη της ψυχής του, που Τον είχε κυριεύσει στο δάσος των φοινίκων της Βαβυλώνας και στην καλύβα της Βηθλεέμ, η πάλη μεταξύ πίστεως και αυθόρμητης αγάπης, τον είχε κυριεύσει. Δυο φορές το δώρο που προόριζε για τη λατρεία της θρησκείας, είχε φύγει από τα χέρια του, για να δοθεί στην υπηρεσία της ανθρωπότητας. Αυτή ήταν η Τρίτη δοκιμή και η τελική και αμετάκλητη εκλογή.
Έβγαλε το μαργαριτάρι από το στήθος του. (Δ.71) Ποτέ δεν είχε φανεί τόσο λαμπερό, τόσο γεμάτο από γλυκιά ζωντανή λάμψη. Το έβαλε μέσα στο χέρι της σκλάβας.
-«Αυτό είναι το λύτρο σου, κόρη μου! Είναι ο τελευταίος μου από τους θησαυρούς που προόριζα για το Βασιλιά».
Ενώ μιλούσε, το σκότος του ουρανού μεγάλωνε και η γη άρχισε να τρέμει. (Δ.72)
Ακόμα ένας σεισμός κλόνισε τη γη. Ένα βαρύ κεραμίδι ξεκόλλησε από τη στέγη, έπεσε κάτω και χτύπησε το γέροντα στο κεφάλι. Ξάπλωσε ωχρός και χωρίς πνοή, με το άσπρο του κεφάλι ακουμπισμένο πάνω στον ώμο της νέας κόρης. Το αίμα έτρεχε από την πληγή του. Ενώ αυτή έσκυψε πάνω του με το φόβο ότι είχε ξεψυχήσει, ακούστηκε μέσα στο σκότος μια φωνή, πολύ μικρή και ήσυχη, σαν μουσική από απόσταση, που ο ήχος της είναι καθαρός, αλλά οι λέξεις χάνονται. Η κόρη στράφηκε να δει μήπως κάποιος είχε μιλήσει από το παράθυρο πάνω τους, αλλά δεν είδε κανένα.
Τότε τα χείλη του γέροντα άρχισαν να κινούνται, σαν να απαντούσε και τον άκουσε να λέει στην Παρθική γλώσσα:
-«Όχι Κύριέ μου, γιατί πότε σε είδα να πεινάς και σου έδωκα να φας; ή να διψάς και σου έδωκα να πιείς; Πότε σε είδα ξένο και σε φιλοξένησα; ή γυμνό και σε έντυσα; Πότε σε είδα άρρωστο ή στη φυλακή και ήλθα να σ’ επισκεφθώ; Τριάντα τρία χρόνια σε ζητούσα, αλλά ποτέ δεν είδα το πρόσωπό σου, ούτε σε υπηρέτησα, Κύριέ μου».
Σταμάτησε να μιλάει και η γλυκιά φωνή ακούστηκε πάλι. Και πάλι η κόρη την άκουσε, πολύ σιγανή και απομακρυσμένη. Αλλά τώρα της φάνηκε ότι εννοούσε τα λόγια.
-«Αλήθεια σου λέω, ότι έκαμες σ’ ένα από τους μικρούς μου αδελφούς, σε μένα το έκαμες».
Μια ήσυχη λάμψη θαυμασμού και χαράς φώτισε το ωχρό πρόσωπο του Αρταβάν, σαν την πρώτη αχτίδα της αυγής (Δ.73)πάνω σε μια χιονισμένη κορφή. Μια βαθιά τελευταία αναπνοή ανακουφίσεως ξέφυγε ήρεμα από τα χείλη του.
Το ταξίδι του τελείωσε. Οι θησαυροί του είχαν γίνει δεκτοί. Ο Τέταρτος Μάγος είχε βρει το Βασιλιά. (Δ.74)