Ένα παιδί αναρχικό είχε πάει στην Γερμανία. Εκεί το έκλεισαν σε αναμορφωτήριο,γιατί είχε μπλέξει με ναρκωτικά κ.λπ.
Δεν είχε βοηθηθεί από πουθενά.
Στο αναμορφωτήριο του έδωσε κάποιος ένα Ευαγγέλιο.
Το διάβασε και άλλαξε αμέσως.«Θα πάω στην Ελλάδα, είπε· εκεί είναι ή Ορθοδοξία».
Γύρισε στο χωριό του. Οι συγγενείς του βάλθηκαν να τον παντρέψουν.
Τον πάντρεψαν απέκτησε καί ένα παιδάκι.
Διάβαζε το Ευαγγέλιο, πήγαινε στην Εκκλησία, τηρούσε τις αργίες.
Οι άλλοι πού τον έβλεπαν να ζει έτσι έλεγαν: «Αυτός, για να διάβάζη Ευαγγέλιο,πάσχει, τρελλάθηκε»!
Μετά από λίγο τον...
εγκατέλειψε καί ή γυναίκα του· πήρε μαζί της καί το παιδάκι.
Όταν έφυγε ή γυναίκα του, εκείνος άφησε όλα όσα είχε στο χωριό, χωράφια, τρακτέρ κ.λπ. καί πήγε στις σπηλιές καί ασκήτευε.
Ένας Πνευματικός όμως τού είπε: «Πρέπει να βρεις την γυναίκα σου, να συνεννοηθείτε, καί ύστερα να αποφασίσεις τι θα κάνης».
Ξεκίνησε λοιπόν να πάει στην Θεσσαλονίκη, για να βρει την γυναίκα του.
Πίστευε ότι, αφού έτσι τού είπε ό Πνευματικός, θα τού την παρουσίαση ό Χριστός.
Στην Θεσσαλονίκη δεν την παρουσίασε την γυναίκα του ο Χριστός.
Έν τω μεταξύ, βρήκε κάτι Γερμανούς,τους κατήχησε· ό ένας βαπτίσθηκε.
Αυτοί τού έβαλαν τά ναύλα καί πήγε στην Αθήνα.
Ούτε εκεί τού την παρουσίασε.
Τού έβαλαν πάλι τά ναύλα καί πήγε στην Κρήτη. Έπιασε εκεί μιά δουλειά καί πήγε σε έναν Πνευματικό.
Εκείνος, όταν άκουσε το πρόβλημα του, τού είπε: «Μήπως ή γυναίκα σου καί το παιδάκι είναι έτσι καί έτσι; Εδώ κάπου δουλεύει μιά γυναίκα. Δεν έχει πολύ καιρό πού ήρθε».Καί τού περιέγραψε πώς ήταν αυτή ή γυναίκα. «Αυτή πρέπει να είναι», λέει. Την ειδοποίησε ό Πνευματικός. Εκείνη, μόλις τον είδε, τά έχασε.
«Με μάγια με βρήκες , του είπε. Μάγος είσαι». Καί τον άφησε και έφυγε, πριν προλάβει να της ΅ιλήσει. Την έχασε πάλι.
Έμαθε καί για μένα και ήρθε στο Καλύβι. Χτύπησε μια φορά καί περίμενε.
Τραβήχθηκε στην άκρη καί, ώσπου να ανοίξω, έκανε μετάνοιες.
Φορούσε κάτι παλιά ρούχα. Μού τά διηγήθηκε όλα.
Είχα μερικά ξερά σύκα καί τού έδωσα.
«Θέλεις σύκα;», τού λέω. «εν έχω δόντια», μού λέει. «Καί εγώ δεν έχω»,τού λέω.
«Έσύ πονάς; ΅ε ρωτάει. Έγώ πονώ. Μέσα από τον πόνο βγαίνει ή χαρά τού Χριστού», ΅ού λέει.
«Θέλεις καμμιά φανέλλα;», τον ρωτάω. «Έχω δυό, μού λέει. Αν ζεστάνει ό καιρός, θα την δώσω την μία».
«Κοίταξε, τού λέω, μέχρι να ξεκαθαρίσεις καί να συνεννοηθείς με την γυναίκα σου, να προσέξεις την υγεία σου, γιατί έχεις ευθύνη καί για το παιδάκι».
Τέτοια αυταπάρνηση! Τέτοια πίστη !
Δεν ήταν ούτε είκοσι επτά χρονών. Πού να είχε γνωρίσει αυτός την μοναχική ζωή!
Άγνοια τελεία είχε, άλλα είχε καλή διάθεση καί ό Θεός τον βοήθησε καί προχώρησε βαθιά ευαγγελικά.
Γέροντας Παΐσιος