Η σύζυγός μου μια μέρα με προέτρεψε να επισκεφτώ την μητέρα μου, χήρα εδώ και χρόνια. Οι απαιτήσεις της δουλειάς και των παιδιών με ανάγκαζαν να την επισκέπτομαι αραιά και που. Εκείνο το βράδυ της τηλεφώνησα και την προσκάλεσα έξω σε δείπνο.
‘Τι συμβαίνει; Είσαστε καλά;’ με ρώτησε. Η μητέρα μου είναι από τους ανθρώπους που εκλαμβάνει ένα νυχτερινό τηλεφώνημα ή μια αναπάντεχη πρόσκληση ως αρχή κακών μαντάτων.
‘Νόμιζα πως θα ήταν καλή ιδέα να περνούσαμε λίγο χρόνο μαζί’ της απάντησα. ‘Οι δυο μας μόνοι… Τί λες;’
Σκέφθηκε λιγάκι και απάντησε: ‘Θα το ήθελα πολύ’.
Εκείνη την Παρασκευή, καθώς οδηγούσα μετά το γραφείο για να πάω να την πάρω, αισθανόμουν περίεργα. Όταν έφθασα στο σπίτι της, παρατήρησα πως...
και η ίδια ήταν φανερά συγκινημένη! Με περίμενε στην πόρτα φορώντας το παλιό καλό παλτό της, είχε περιποιηθεί τα μαλλιά της και ήταν ντυμένη με το φόρεμα με το οποίο είχε γιορτάσει την τελευταία επέτειο του γάμου της. Το πρόσωπό της χαμογελούσε, ακτινοβολούσε φως, όπως το πρόσωπο ενός αγγέλου.
και η ίδια ήταν φανερά συγκινημένη! Με περίμενε στην πόρτα φορώντας το παλιό καλό παλτό της, είχε περιποιηθεί τα μαλλιά της και ήταν ντυμένη με το φόρεμα με το οποίο είχε γιορτάσει την τελευταία επέτειο του γάμου της. Το πρόσωπό της χαμογελούσε, ακτινοβολούσε φως, όπως το πρόσωπο ενός αγγέλου.
‘Είπα στις φίλες μου ότι θα βγω με το γιο μου… και όλες τους συγκινήθηκαν’ μου είπε καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητό μου. ‘Δεν μπορούν να περιμένουν μέχρι αύριο για να μάθουν τα πάντα για τη βραδινή έξοδό μας.’
Πήγαμε σε ένα εστιατόριο με ζεστή ατμόσφαιρα. Η μητέρα μου με έπιασε από το μπράτσο σαν να ήταν ‘η Πρώτη Κυρία της χώρας’. Μόλις καθίσαμε, έπρεπε εγώ να της διαβάσω τον κατάλογο με τα φαγητά. Το μόνο που ‘έπιαναν’ τα μάτια της ήταν κάτι μεγάλες φιγούρες. Μόλις έφθασα στη μέση του καταλόγου, σήκωσα το πρόσωπό μου. Η μαμά μου καθόταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού και με χάζευε. Ένα νοσταλγικό χαμόγελο πέρασε από τα χείλη της.
‘Θυμάσαι που σου διάβαζε τον κατάλογο, όταν ήσουν μικρός;’
‘Ήρθε η ώρα, λοιπόν, να ξεκουραστείς και να μου επιτρέψεις να σου ανταποδώσω τη χάρη’ απάντησα.
Κατά τη διάρκεια του γεύματος είχαμε μια ευχάριστη συζήτηση, τίποτα το εξαιρετικό, απλά το πώς περνάει ο καθένας μας κάθε μέρα. Μιλούσαμε για ώρες, που τελικά χάσαμε την ταινία στον κινηματογράφο.
‘Θα βγω μαζί σου την επόμενη φορά, αν μου επιτρέψεις να κάνω εγώ την πρόταση’, μου είπε η μητέρα μου καθώς την επέστρεφα στο σπίτι. Την αγκάλιασα, την φίλησα και της είπα ‘σ’ αγαπώ’.
‘Τι έγινε;’ θέλησε να μάθει η γυναίκα μου μόλις μπήκα στο σπίτι εκείνο το βράδυ.
‘Πολύ όμορφα, σ’ ευχαριστώ. Περισσότερο κι απ’ ό,τι περίμενα’ της απάντησα.
Μερικές μέρες αργότερα η μητέρα μου ‘έφυγε’ από ανακοπή της καρδιάς. Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα, δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα. Λίγο καιρό μετά, έλαβα έναν φάκελο από το εστιατόριο όπου είχαμε δειπνήσει η μητέρα μου κι εγώ. Μέσα είχε ένα σημείωμα που έγραφε:
‘Το δείπνο είναι προπληρωμένο. Για σένα και τη σύζυγό σου. Δεν μπορείς να φανταστείς τι σήμαινε εκείνη η βραδιά για μένα. Σε αγαπώ!’
Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα τη σπουδαιότητα του ότι είπα εγκαίρως ‘ΣΕ ΑΓΑΠΩ’.
Συνειδητοποίησα ακόμη τη σπουδαιότητα του να δίνουμε στους αγαπημένους μας το χρόνο που τους αξίζει.
www.inak.gr/inak
www.inak.gr/inak