"Σίδερα, τζάμια και πάγος!"


του Φώτη Κόντογλου

Ο πόρτες, τ τζάμια κ᾿ ο τοχοι ενε γεμτοι π γυμνς γυνακες ζωγραφισμένες. να κορμ δωσε Θες στν νθρωπο, κα μ᾿ ατ τρώγεται μέρα-νύχτα. Τ γυρίζει π δ, τ γυρίζει π κε, τ μισογυμνώνει, τ ξεγυμνώνει λότελα, ξαν τ μισοντύνει, κ᾿ τσι βασανίζεται, δν ξέρει τί ν τ κάν. , κακορρίζικε νθρωπε, τ ξεγύμνωσες, τ γύρισες π δ κι᾿ π κε. Κ᾿ πειτα, τί κανες τάχα; Τ βρώμισες, τ μόλεψες, τ κουρέλιασες, τ ρεζίλεψες, κι᾿ κόμα δν σύχασες! Θεάματα, πυροτεχνήματα, ταινίες, σαρκολατρεία, ξαχρείωση, ζω δίχως καμμι οσία. Δν πς ν᾿ πογευτς λίγη ληθιν ζωή. Παρ κλείνεσαι μέσα στ σκοτειν μπουντρούμια κα πασκίζεις ν ψευτοζήσς μ τος σκιους, μ τς φωτογραφίες! Τί καταδίκη παθες! Τί κατάντημα, κα δν τ κατάλαβες! «νθρωπος, ν τιμ ν ο συνκεν. Κατελογίσθη [τ ρθό: «παρεσυνεβλήθη»] τος κτήνεσιν τος νοήτοις κα μοιώθη ατος». « νθρωπος, ν πλάστηκε τιμημένος δν τ κατάλαβε. Λογαριάσθηκε [ρθότερο: νακατεύτηκε] μαζ μ τ ζα τ λογα.
Κυττάζω τ διάφορα χτίρια πο στέκουνται σν ...
τος κρατρες το φεγγαριο, συγκίνητα, πονα στν νθρωπο πο τφτιαξε, διάφορα, χωρς ν τ γλυκαίν γάπη. χουνε λες τς εκολίες κα τς ναπαύσεις, ενε γεμτα κουμπιά, μ ενε σν ρχοντικο τάφοι. Μέσα τους δν πάρχει κανενς εδους ποίηση, ν ζεστάν τν καρδι τ᾿ νθρώπου. Ενε κάτι διάφορες κι᾿ νέκφραστες μηχανές, ρημες π γάπη. Ενε ο κατοικίες το σημερινο νθρώπου, πο ξεπλύθηκε κα ξεγυμνώθηκε π κάθε ασθημα. Ενε ο κατοικίες το γυάλινου νθρώπου. Τέρατα κανωμένα μ σίδερα κα μ τζάμια. Ψυγεα γι ν συντηρονται μέσα σ᾿ ατ τ ψυχικ κα πνευματικ πτώματα. Κι᾿ ατ τ δουλει τν κάνουνε ο μεγάλοι ρχιτέκτονες, κα τ λένε ρχιτεκτονική: Σίδερα, τζάμια και πάγος! π ατ τ βουβ κουτι λείπει κάθε νθρώπινη πνοή. Μηχανς νεκρς κα παγωμένες. Τί συγκέντρωση μπορε νχ νας νθρωπος στν αυτό του, φο κάθεται μέσα στ γυαλιά, κα βλέπουνε π᾿ ξω κόμα κα τν τρίχα πο θ πέσ π τ μαλλιά του; Γυάλινοι νθρωποι, γυάλινα σπίτια. Μ τν καιρό, θ γίνουνε κι᾿ ο νθρωποι διαφανες σν τ τζάμια, κα θ βλέπ νας τί γίνεται μέσα στν λλον, τί συλλογίζεται, τί φαγε, τί πιε, πς δουλεύουνε τ πνευμόνια κα τ στομάχι του, πς χτυπ καρδιά του… λλ ξέχασα, πς δν θχ πι καρδιά, κι οτε αμα, μήτε ασθήματα. Ατ θ ενε πράγματα πο τ εχε παλι μάρκα το νθρώπου, κα πο πάλιωσε πι σήμερα.

Λένε π
ς μες μαστε το παλιο καιρο, κα πς δ μπορομε ν καταλάβουμε τ σύγχρονη ζωή. Ατ δν τ κρύβουμε, πως φαίνεται π τοτα πο γράφω. λλά, γι᾿ ατ σια-σια μαστε πολ καλά. Πάρα πολ καλ μάλιστα!
Σήμερα, πως φαίνεται, τελείωσε στορία το νθρώπου, κ᾿ μες δν θέλουμε ν τν ποχωριστομε ατν τν γαπημένον νθρωπο. Θέλουμε ν σώσουμε ατ τ εδος πο πάγει ν χαθ, πως σβήσανε τ μαμούθ, ο πλειστόσαυροι κ᾿ ο πτεροδάκτυλοι. σημερινς νθρωπος, πο ενε νθρωπος λίγο-πολ μοναχ στ ξωτερικό του, ς δώσ στν αυτό του ποιο νομα θέλει, φο δν καταδέχεται ν λέγεται νθρωπος. Γιατ πως λέγει, τν ξεπέρασε τν νθρωπο.
Και συνεχιζει ο                 ΦΩΤΗΣ  ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ…..


...Χρυσά χέρια και πολλά χαρίσματα μου έδωσε ο Κύριος. Δεν τα μεταχειρίσθηκα για να αποχτήσω υλικά αγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενός είδους καλοπέραση. Τα μεταχειρίσθηκα προς δόξαν του Κυρίου και της Ορθοδοξίας του.
Όχι μόνο τον εαυτό μου παράβλεψα, μα και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου τα αδίκησα, κατά το πνεύμα του κόσμου. Κανένας άνθρωπος δεν στάθηκε τόσο ανίκανος να βοηθήσει τους συγγενείς του, όσο εγώ. Μ' όλο που είχα ένα όνομα και πολλούς θαυμαστές, ποτέ δεν τα μεταχειρίσθηκα για ωφέλειά μου, τόσο, ώστε ν' απορούν οι γνωστοί μου κι οι ξένοι. Ήμουνα προσηλωμένος στο έργο που έβαλα για σκοπό μου, και στον σκληρόν αγώνα για την Ορθόδοξη πίστη μας. Για τούτο τυραννιστήκαμε και τυραννιόμαστε στη ζωή μας. Φτωχός εγώ, φτωχά και τα παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή.
Μα, με την ελπίδα του Θεού, όλα γαληνεύουν. Όλα τα θλιβερά τα περνούμε με ευχαριστία. Ξέρω πως όσα βάσανα μας έρχονται, μας έρχονται γιατί δεν πέσαμε να προσκυνήσουμε τον διάβολο, να καλοπεράσουμε, παρά ακολουθούμε Εκείνον που μας δείχνει «την στενήν και τεθλιμμένην οδόν», και σ' αυτόν τον δρόμο τον ακολουθούμε πρόθυμα....
*********
Εχθές, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξαπλωμένος στο κουβούκλι μας περασμένα τα μεσάνυχτα, και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μια Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε η γυναίκα μου κι έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπόν εκεί που ζωγράφιζα την Παναγία, κι η Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου με τη γλυκειά φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο τ' όνομά του για όλα τα μυστήρια της οικονομίας του. Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε, και πρώτο απ' όλα για την απλή τη Μαρία, που μου τη δώρισε συντροφιά στη ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι που γλυκομουρμουρίζει μέρα νύχτα δίπλα σ' έναν παλιόν καστρότοιχο....
Κοντά μου κάθεται και με συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος, Μαρία η Απλή. Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κι εγώ δουλεύω την αγιασμένη τέχνη μου και φιλοτεχνώ εικονίσματα που τα προσκυνά ο κόσμος. Τί χάρη μας έδωσε ο Παντοδύναμος, που την έχουνε λιγοστοί άνθρωποι: «Ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν των δούλων αυτού». Το καλύβι μας είναι φτωχό στα μάτια του κόσμου, και μολαταύτα στ' αληθινά είναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κι ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε η πίστη κι η ευλάβεια. Κι εμείς που καθόμαστε μέσα, ήμαστε οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, πλην μας πλουτίζει με τα πλούτη του Εκείνος που είπε: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού».