Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο εραστής της ησυχίας, ο ευαίσθητος ποιητής, ο υψιπέτης Θεολόγος, ο πολύτιμος και ιερός φίλος


Αποτέλεσμα εικόνας για Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος – Εορτάζει στις 25 Ιανουαρίου

Ένας ευαίσθητος ποιητής, ένας πληγωμένος αετός του πνεύματος, ένας υμνητικός ερωδιός της εσταυρωμένης Αγάπης, υψιπέτης και ουρανόφρων ησυχαστής που μόνο με ένα βλέμμα του σιωπηλό αναχαίτισε τους εχθρούς του… ο Γρηγόριος. Ποιος τον γνώρισε, έστω και λίγο και δε σαγηνεύτηκε, δε τον αγάπησε!
Η ευαισθησία χαρακτήριζε το είναι του και τον οδηγούσε σε αλλεπάλληλες απογοητεύσεις, σ’ ένα είδος συνεχούς φυγής από καταστάσεις… γιατί δεν μπορούσε ν’ αντέξει τις δολοπλοκίες, τις ίντριγκες. Ποιητής με ευγενική και βαθειά ψυχή. Εκ φύσεως έρρεπε προς τη σιωπή και την αποχώρηση, και πάντα ζητούσε την απομόνωση για να μπορέσει να αφιερωθεί στην προσευχή. Η μόνωση, έλεγε ο ιερός «αετός» της θεολογίας, αποτελεί «έρως του καλού της ησυχίας και της αναχωρήσεως». Σε άλλο έργο του σημειώνει ότι η απομόνωση από τον κόσμο είναι η συνεργός και η μητέρα της θείας και θεοποιού αναβάσεως. Μόνο έτσι η ψυχή θα μπορέσει να προσεγγίσει το Θεό. Η «απραξία», δηλαδή ο μοναχικό βίος που σκοπό έχει τη θεοπτία θεωρείται για το Γρηγόριο ως η μέγιστη πράξη της ζωής του.
Πίστευε ότι «μεγίστη πράξις εστιν η απραξία» (Επιστ. 49), ο θεωρητικός ή θεοπτικός βίος. Η αλλαγή του κόσμου αρχίζει από την εσωτερική μας αλλαγή: “Καθαρθήναι δεί πρώτον, είτα καθάραι∙ σοφισθήναι και ούτω σοφίσαι∙ γενέσθαι φως και φωτίσαι∙ εγγίσαι Θεώ και προσαγαγείν άλλους∙ αγιασθήναι και αγιάσαι, χειραγωγήσαι μετά χειρών, συμβουλεύσαι μετά συνέσεως”.(Λόγος 3. 71. PG 35. 480 B). Απέφευγε συστηματικά την δραστηριοποίηση του στο έργο της Εκκλησίας, αλλά τελικά και ποιμαντική φροντίδα ανέλαβε και τα μεγάλα θεολογικά προβλήματα αντιμετώπισε.
Γράφει ο ιερός νηπτικός: «Ποιος θα μού δώσει», λέει ο θείος Δαβίδ δυσκολευόμενος από τα κατ’ αυτόν, «φτερά σαν του περιστεριού, για να πετάξω και να ηρεμήσω;» (Ψαλμ. 54.7) Προκειμένου να απομακρυνθεί από τα παρόντα κακά, επιζητεί φτερά περιστεριού• είτε επειδή είναι ελαφρύτερα και ταχύτερα, γιατί τέτοιος είναι ο κάθε δίκαιος• είτε επειδή σκιαγραφούν το Άγιον Πνεύμα, με μόνη την βοήθεια του οποίου αποφεύγουμε τα δεινά. (PG 35.965 εξ.Τίς δώσει μοι πτέρυγας ωσεὶ περιστεράς;)
Διαβάζουμε στην αφηγηματικὴ βιογραφία του αγίου :
Η Νόννα ανησυχούσε για τον δρόμο που θα ακολουθούσε ο γιος της Γρηγόριος όταν ήδη είχε φτάσει είκοσι χρονών..
Τον είχε αφιερώσει στο Θεό. Και ’κείνος, μικρότερος όταν ήταν, συμφωνούσε. Τώρα…;
Ένα πρωί, που ο πατέρας βγήκε νωρίς παίρνοντας μαζί του τον Καισάριο, η Νόννα έκατσε κοντά στον Γρηγόριο …:
-Θυμάσαι Γρηγόριε, όταν ήσουν μικρός… σου ’λεγα πως γεννήθηκες… σ’ έστειλε ο Θεός… και του υποσχέθηκα, δηλαδή του είπα ότι αν αποκτήσω γιό, θα του τον αφιερώσω. Και μου ’δωσε ο Θεός τα ιερά σημάδια. Είδα τη μορφή σου, παιδί μου, πριν γεννηθείς…. και τ’ όνομά σου ακόμη!
-Ναι μητέρα, όλα τα θυμάμαι καλά. Ποτέ δεν φύγανε απ’το μυαλό μου.
-Γρηγόριέ μου, σε αφιέρωσα στο Θεό πριν γεννηθείς, καταλαβαίνεις τι σημαίνει….. Χωρίς να σε ρωτήσω, παιδί μου, βλέπεις, δε γινόταν. Έτσι ήρθανε τα πράγματα. Πάντως έχουμε μαζί την ευθύνη…..
-Ναι μητέρα, τη διέκοψε ο Γρηγόριος. Να μην ανησυχείς καθόλου. Ποτέ δεν άλλαξα γνώμη. Σκέφτομαι πάντα την αφιέρωσή μου στο Θεό και μάλιστα σαν άγαμος, ο μοναχισμός, οι μοναχοί…. συνεχώς αυτά σκέφτομαι.
Η Νόννα έσκυψε αυθόρμητα και του φίλησε τα δυό χέρια πάνω στο τραπέζι. Με σεβασμό φίλησε κι εκείνος τα δικά της.
Ο Θεός είχε δώσει και σ’ αυτόν σημάδια, για τα οποία δεν είχε μιλήσει. Τα κρατούσε, χρόνια τώρα, στην καρδιά και το νου του με δέος.
-Άκου και μένα, μητέρα, λέει ο Γρηγόριος. Δε σου τα είπα ποτέ…. Τότε που με πήγατε στη Διοκαισάρεια…. στο θείο μου τον Αμφιλόχιο. Τότε, λοιπόν, είδα όνειρο, που δεν το ξεχνώ. Από τότε βαθιά είναι χαραγμένο στην καρδιά μου.
-Έχει, παιδί μου, σχέση με την αφιέρωσή σου, με τον προορισμό σου; διέκοψε η Νόννα.
-Ασφαλώς κι έχει, γιατί από τότε άναψε μέσα μου έρωτας, αγάπη, για την παρθενία. Εμφανίστηκαν, στον ύπνο μου δύο πανέμορφες γλυκύτατες κοπέλλες. Δεν είχαν παράταιρα στη φύση στολίδια. Φορούσαν ασημένια μακριά φορέματα, χυτά στο σεμνό σώμα τους. Δεν είχαν βαμμένα βλέφαρα και μάτια. Τα μάτια τους γλυκά και καθαρά ήτανε σκυμμένα και καθρεφτίζανε την ωραιότητα της ψυχής τους. Ο λαιμός τους δεν είχε αλυσίδες και διαμάντια. Ωραίο πέπλο έπεφτε μέχρι τον αστράγαλο και ζώνη το έσφιγγε στη μέση. Δε μιλούσαν. Τα κλειστά χείλη τους ίδια με ροδοπέταλα σε δροσερούς κάλυκες.
Τις έβλεπα, μητέρα, σχεδόν αποσβολωμένος. Από ευχαρίστηση, αγαλλίαση. Δεν μπορώ να σου περιγράψω την ομορφιά τους και τη χαρά που μου έφεραν. Τόσο όμορφες κοπέλλες δεν ξαναείδα. Στέκονταν πλησίον και ήτανε σα να με φιλούσαν. Στην κατάστασή μου αυτή βρήκα το κουράγιο να τις ρωτήσω. Ποιες ήσαστε και από που ερχόσαστε; Και ήρθε ιερή απάντηση: η μια, είπε, είναι η αγνεία, η άλλη η σοφία. Μου είπαν ακόμα ότι στον ουρανό στέκονται δίπλα στο Χριστό και ότι εκεί απολαμβάνουν τη χαρά εκείνων που δεν είχαν παντρευτεί στη γη, που μόναζαν.
Η Νόννα πανευτυχής ακούει…. Κάποια στιγμή γονάτισε αθόρυβα να προσκυνήσει το Θεό που τόσο θαυμαστά καθοδηγούσε το βλαστάρι της.
-Κι ενώ, συνεχίζει ο Γρηγόριος, είχαν χαμηλωμένο το κεφάλι, το ανασήκωσαν λίγο, με κοίταξαν καλά και μου είπαν μαζί: «Έλα, λοιπόν παιδί μου, ένωσε το νου σου με το δικό μας και τη λαμπάδα σου με τη δική μας. Έτσι θα σε οδηγήσουμε ολόλαμπρο μεσ’ από τους αιθέρες και θα σε στήσουμε δίπλα στο φως της αθάνατης Τριάδας».
…και ήταν κυριολεκτικά συνεπαρμένος από τις μορφές των δύο κοριτσιών και από αυτό που του υποσχεθήκανε.
Η Νόννα ρουφούσε τη θεία επέμβαση και απολάμβανε τρίσβαθα την αλλοίωση του γιού της.
-Ενώ τις έβλεπα, υψώθηκαν στους αιθέρες. Τις παρακολούθησα με τα μάτια μέχρι που χάθηκαν. Έμεινε όμως βαθιά στην καρδιά μου η χαρά, που προξένησαν οι ωραίες και σεμνές μορφές.
Ήταν για μένα οι μορφές αυτές το φως της παρθενίας. Από τότε η σπίθα, που ήταν κάπου χωμένη, έγινε φως, που όλο και μεγάλωνε. Ακόμη και τώρα που μιλάμε, αγαπητή μου μητέρα μ’ έχει κυριεύσει. Δεν το βγάζω από την καρδιά και το νου μου.
Γι’ αυτό και φροντίζω να συναναστρέφομαι μοναχούς, άγαμους κληρικούς. Το ξέρεις, … συ μ’ έμαθες να τιμώ και να σέβομαι τους μοναχούς. Και πραγματικά αισθάνομαι, μόνο που το σκέπτομαι, βαρύ το ζυγό του γάμου, πολύ βαρύ. Δε θα μπορούσα να τον σηκώσω ποτέ.
-Την ευχή του Θεού παιδί μου. Την ευχή του Κυρίου μας να ’χεις και του γέρου πατέρα σου, ακριβέ μου Γρηγόριε… Η παρθενία μεγάλο αγαθό, αλλά με χίλια βάσανα.-Πρόσεχε, παιδί μου, ο κόσμος μέσα σου και γύρω σου θα σε προκαλεί. Θα θέλει να σε κερδίσει, να σε αφαιρέσει από το Θεό.
Τον συνέπαιρνε η ζωή της προσευχής, της ησυχίας, της αναχώρησης. Θαύμαζε τον προφήτη Ηλία πού έζησε στο Κάρμηλο και τρεφότανε από τον αετό, και σταματούσε ο νους του στον Ιωάννη τον Πρόδρομο.. Ο Γρηγόριος όλη του τη ζωή θα την περάσει επιδιώκοντας την ησυχία και αγωνιζόμενος θεολογικά στον κόσμο. Όταν βρισκόταν στον κόσμο νοσταλγούσε ακατανίκητα την ησυχία. Το 358 και το 359 ο μεγάλος φίλος του, ο Βασίλειος, ασκήτευε στ’ Άννησα, κοντά στη Νεοκαισάρεια του Πόντου. Από κεί έγραφε και παρακαλούσε το Γρηγόριο να πάει να μονάσουν μαζί, καθώς το είχε υποσχεθεί ο ένας στον άλλο, στην Αθήνα, του περιέγραφε δε την ωραιότητα του τοπίου με περισσή τέχνη. Τότε ο Γρηγόριος απάντησε ότι δεν τον συγκινούν τα τοπία όσο η πνευματική ζωή.
Το 360 ο Βασίλειος πίεζε περισσότερο το Γρηγόριο για να...
συμμονάσουν. Τοτε, έτρεξε στο μικρό ασκητήριο, δίπλα στον Ιρη ποταμό, στον Πόντο. Εκεί έζησε μαζί του ασκητικά και ησυχαστικά.
Ο ένας βοηθούσε τον άλλον στην απόκτηση αρετών και στην κατανόηση των θείων αληθειών. Ο καθένας δινότανε ώρες ατελείωτες στην προσευχή. Μελετώντας και προσευχόμενοι ένιωθαν ότι τους καθοδηγεί το άγιο Πνεύμα στη θεία αλήθεια. Έγιναν οι μέρες του ασκητηρίου του Ίρη οι ευτυχέστερες της ζωής τους. Αλλά δε θα διαρκέσουνε πολύ. Μέχρι το Δεκέμβρη του 361 μόνο.
Έλεγε αργότερα: Από το τραπέζι σηκωνόμουνα πριν χορτάσω. Στο χώμα κοιμώμουνα.  Τυλιγόμουνα με κάτι κουρέλια. Ίσα που να με πάρει ο ύπνος –πολύ λίγη ώρα. Έπειτα πάλι όρθιος. Προσευχή και μετάνοιες. Τα γόνατά μου συχνά ματώνανε και οι πληγές έμεναν για πολύ καιρό ανοιχτές. Προσευχόμουνα γονατιστός. Έκλαιγα για τις αδυναμίες μου και τα πικρά δάκρυα μου έκαιγαν τα μάτια.
Ο γερο-Γρηγόριος, ο επίσκοπος Ναζιανζοῦ, έγραφε συνέχεια στο γιό του:
-Ελα, παιδί μου, δεν μπορώ άλλο. Μας βρήκαν πολλά βάσανα. Κι από σένα μόνο περιμένω… Μην αργείς… και θά ’χεις καιρό να μονάσεις.
Το Δεκέμβρη του 361, ο Γρηγόριος γύρισε. Ο γερο- επίσκοπος πατέρας του του λέγει, Θα σε χειροτονήσω πρεσβύτερο, θα υπακούσεις. Είναι θέλημα Θεού… Δεν άντεξε όμως το μυστήριο της Ιερωσύνης, «Πικράθηκα τόσο πολύ από αυτή τη βίαιη ενέργεια», έγραψε ο Γρηγοριος, «ώστε ξέχασα τα πάντα: φίλους, γονείς, την πατρίδα μου και τους συμπατριώτες μου. Σαν βόδι που το τσίμπησε αλογόμυγα, γύρισα στον Πόντο, ελπίζοντας να βρω θεραπεία της λύπης μου στον αφοσιωμένο φίλο μου». Έζησε τρομακτικό δέος και των Θεοφανείων έφυγε γιά τον Ἴρη ποταμό.  Εκεί θα έβρισκε στήριγμα, στον αδελφικό του φίλο Βασίλειο και στη πολυπόθητη ησυχία. Ο Θεός τους έδωσε εσωτερική άγια ειρήνη που εκπλήσσονταν και οι ίδιοι. Και το άγιο Πνεύμα τούς έλουζε ώρες-ώρες με ανεξήγητο και γλυκύτατο φως. Το πρωί δεν τολμούσαν να διηγηθούν μεταξύ τους τις φοβερές ελλάμψεις. Με τα βλέμματα μόνο πληροφορούσε ο ένας τον άλλο πώς κάτι μεγάλο και θεσπέσιο τους συνέβη τη νύχτα. Κι ο ένας χαιρότανε άδολα για τα χαρίσματα του άλλου.
Η αγάπη του για τον ησυχαστικό βίο ήταν απέραντη. Είχε έρωτα για τη ζωή του αναχωρητή. Το πιο μεγάλο αγαθό, έλεγε, είναι να ελευθερώνεται κανείς οπό τα υλικά. Να συνάγεται στον έσω εαυτό του, ν’ ακούει εκεί το Θεό. Να γίνεται το μέσα του καθρέφτης και να λάμπουν εκεί τα θεία και ο Θεός. Ο άνθρωπος τότε συμπορεύεται με τούς αγγέλους και ζει μακάρια με την αλήθεια…. Οι δύο ασκητές έζησαν τόσες εμπειρίες πνευματικές, πού θα τούς τρέφουν σε όλη τη ζωή τους.
Κι αργότερα ταξίδευε συχνά στην Καισάρεια για να παρασταθεί στο Βασίλειο. Και ο Βασίλειος αισθανόταν ιδιαίτερη ανακούφιση μόλις τον έβλεπε. Τρώγανε συνήθως μόνο χόρτα. Κοιμόντουσαν ελάχιστα και την υπόλοιπη νύχτα προσεύχονταν και συζητούσαν τα θεολογικά προβλήματα.
Όταν το 370, τον επισκέφτηκε ο Βασίλειος. ήταν η πιο μεγάλη χαρά πού μπορούσε να περιμένει. Ένιωθε μέσα του ευφορία πνευματική. Ήθελε να γιορτάσει αντάξια και μεγαλόπρεπα τον ερχομό του πιο αγαπημένου του ανθρώπου στον κόσμο, του Βασιλείου. Ήτανε μια εποχή πού δε βρισκόταν χόρτα στη Ναζιανζό. Και οι δύο ασκητές τρώγανε κυρίως χόρτα. Έστειλε μήνυμα με άνθρωπο στα Οζίζαλα. Πολλά χιλιόμετρα μακριά, πάνω από τη Νύσσα. Πιό πέρα κι από την Παρνασσό. Εκεί ασκητεύει ο ξάδερφός του Αμφιλόχιος:
–Βιάσου, Αμφιλόχιε, στείλε μου επειγόντως όσα περισσότερα μπορείς. Εδώ σπανίζουν. Τα θέλω, γιατί ξέρεις ποιόν περιμένω; Το Βασίλειο, αγαπητέ μου. Ναι «τον Μέγαν Βασίλειον»!
Και δεν είναι καθόλου τυχαίο πού ο Γρηγόριος πρώτος τον αποκάλεσε «Μέγα». Ο Γρηγόριος τον ήξερε καλύτερα από τον καθένα.
(Από το βιβλίο: Ο Πληγωμένος Αετός, Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Παπαδόπουλου Στυλιανού, Αποστολική διακονία, 2010)