Σε κάποιο ἐπαρχιακὸ χωριουδάκι, ποὺ µόλις εἶχε ἀλλάξει χέρια µεταξὺ τῶν
ἐµπολέµων, τὴν ἐποχὴ τοῦ Α΄παγκόσµιου πολέµου καὶ τοῦ ἐµφυλίου πολέµου στή Ρωσία,
τότε πού ἡ χώρα αὐτὴ εἶχε ἐµπλακεῖ σὲ πολεµικὲς ἐπιχειρήσεις ἐντὸς καὶ ἐκτὸς
τῶν συνόρων της, µιὰ νέα γυναῖκα εἴκοσι ἑπτὰ περίπου ἐτῶν εἶχε παγιδευτεῖ µὲ τὰ
δύο της παιδιά. Ὁ ἄντρας της ἦταν µὲ τὸ στρατό πού εἶχε ἀποχωρήσει. Ἐκείνη δὲν
εἶχε κατορθώσει νὰ ξεφύγει ἐγκαίρως καὶ ἔµεινε κρυµµένη προσπαθώντας νὰ σώσει
τὶς ζωὲς τῶν παιδιῶν της καὶ τή δική της.
Πέρασε µιὰ µέρα καὶ µιὰ νύχτα µεγάλου τρόµου ὥσπου τὸ ἀπόγευµα τῆς ἑποµένης
ἡ πόρτα τοῦ κρυψώνα της ἄνοιξε καὶ µιὰ συγχωριανή, στήν ἡλικία της, µπῆκε µέσα.
Ἦταν ἁπλή, χωρὶς κάτι τὸ ξεχωριστὸ στὸ παρουσιαστικὸ της. Τῆς εἶπε: «Αὐτὸ εἶναι
τ’ ὄνοµά σου;» Ἡ µητέρα ἀπάντησε, κατατροµαγµένη: «Ναί». «Σὲ ἀνακαλύψανε, καὶ
θὰ ’ρθουν ἀπόψε νὰ σὲ...
σκοτώσουν. Πρέπει νὰ φύγεις». Ἡ µητέρα κοίταξε τὰ παιδιὰ της καὶ εἶπε: «Καὶ
ποῦ νὰ πάω, πῶς µπορῶ νὰ φύγω µ’ αὐτὰ ἐδῶ τὰ παιδιά; Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ
περπατήσουν οὔτε πολὺ µακριὰ οὔτε γρήγορα γιὰ νὰ µπορέσουµε νὰ γλιτώσουµε». Καὶ
τότε ἡ
συγχωριανὴ ἔγινε ξαφνικὰ ὁ πλησίον µ’
ὅλη τὴν εὐαγγελικὴ σηµασία τῆς λέξης. Πλησίασε τή µητέρα καὶ χαµογελώντας τῆς
εἶπε: «Δὲ θὰ σ’ ἀκολουθήσουν, γιατὶ θὰ µείνω ἐγὼ στή θέση σου». Ἡ µητέρα θὰ
πρέπει νὰ εἶπε: «Μὰ θὰ σκοτώσουν ἐσένα», καὶ ἡ ἄλλη ν’ ἀπάντησε: «Ναὶ, µὰ ἐγὼ
δὲν ἔχω παιδιά. Ἐσὺ πρέπει νὰ γλιτώσεις». Καὶ ἡ µητέρα ἔφυγε.
Ἡ νεαρὴ συγχωριανὴ της ἔµεινε στή θέση της. Τὴν ἔλεγαν Ναταλία. Δὲ θέλω νὰ
προσπαθήσω νὰ φανταστῶ τί συνέβη ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Θὰ ἤθελα ἁπλῶς νὰ ἐπισηµάνω
µερικὲς ὁµοιότητες... Ἔπεφτε τὸ βράδυ, ἕνα φθινοπωρινὸ βράδυ πού ὅσο προχωροῦσε
γινόταν πιὸ κρύο, πιὸ ὑγρὸ καὶ πιὸ σκοτεινό. Αὐτὴ ἡ νεαρὴ γυναῖκα, µόνη, χωρὶς
νὰ περιµένει ἀπὸ κανένα τὸ παραµικρό, ἐκτός ἀπὸ τὸ θάνατο, ποὺ σὲ λίγο θὰ
ἀντιµετώπιζε χωρὶς φανερὸ λόγο.
Ἦταν νέα, ὑγιὴς καὶ κανεὶς δὲν τὴν κυνηγοῦσε. Θυµηθεῖτε τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.
Κάποιο δειλινὸ ἦταν κάποιος ἄνδρας, ἐπίσης νέος στήν ἡλικία, τριαντάρης, ποὺ
περίµενε τὸ θάνατο. Oἱ φίλοι Του γύρω εἶχαν πέσει σὲ ὕπνο. Ἐκεῖνος περίµενε
τοὺς δηµίους Του γιατὶ εἶχε ἀποδεχτεῖ νὰ πεθάνει στή θέση µας. Τὴν εὐαγγελικὴ
ἱστορία τὴν ξέρουµε, τὴν ὀδύνη Του, τὴν κραυγὴ πρὸς τὸν Πατέρα Του, τὸν ἱδρῶτα
τὸν ἀνακατεµένο µὲ αἷµα... Ξέρουµε πώς ὅταν κάποια στιγµὴ δὲν µποροῦσε ἄλλο ν’
ἀντέξει τή µοναξιὰ Του, πῆγε νὰ δεῖ ἂν οἱ µαθητὲς Του εἶχαν ξυπνήσει, καὶ
ἐπέστρεψε γιὰ ν’ ἀντιµετωπίσει τὸ θάνατο µόνος. Ἕνα θάνατο πρὸς χάριν τῶν
ἄλλων, ἀπίθανο, ἀλλόκοτο. Αὐτὴ εἶναι ἡ εἰκόνα: Ἡ Ναταλία σὰν τὸν Χριστό.
Ἡ Ναταλία θὰ πρέπει νὰ πλησίασε κάµποσες φορὲς τὴν πόρτα καὶ νὰ σκέφτηκε:
«Δὲν ἔχω παρὰ νὰ τῆς δώσω µιὰ ν’ ἀνοίξει καὶ ἀµέσως θὰ πάψω νὰ εἶµαι κάποια
ἄλλη. Θὰ ξαναγίνω ἡ Ναταλία πού δὲν ἔχει καταδικαστεῖ σὲ θάνατο». Ἀλλὰ δὲν
ἔφυγε. Μποροῦµε νὰ φανταστοῦµε τὴν ἀγωνία της, ἂν θυµηθοῦµε τὴν αὐλὴ στὸ σπίτι
τοῦ Καϊάφα. Ὁ Πέτρος, ὁ θεµέλιος λίθος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ δυνατός πού εἶχε
δηλώσει στόν Χριστὸ ὅτι κι ἂν ὅλος ὁ κόσµος Τὸν ἀρνιόταν, ἐκεῖνος δὲ θὰ Τὸν
ἄφηνε, ἀλλὰ θὰ πέθαινε γι Αὐτὸν, συνάντησε ἐκείνη τὴν παιδούλα πού δὲ
χρειάστηκε νὰ πεῖ παρὰ µόνο «Καὶ σὺ µαζὶ Του ἤσουν», γιά ν’ ἀπαντήσει: «Οὒκ
οἶδα τὸν ἄνθρωπον» καὶ ν’ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ δύο φορὲς ἀκόµη, ἔτσι πού ὁ
Χριστὸς νὰ γυρίσει νὰ τὸν κοιτάξει...
Καὶ ἡ Ναταλία θὰ µποροῦσε νἄχει ὑποκύψει καὶ νὰ εἶχε πεῖ: «Δὲ θὰ πεθάνω, θὰ
πάω νὰ φύγω». Ὅµως δέν τὸ κανε. Ἡ νεαρὴ γυναῖκα, γύρω στὰ τριάντα, ὑπέµεινε ἐν
Χριστῷ, ὅταν ὁ Πέτρος Τὸν εἶχε προδώσει.
Καὶ θὰ πρέπει ἡ ἴδια νὰ ἀναρωτήθηκε µήπως ὁ θάνατός της ἦταν µάταιος. Καλὰ
κι ἄξια νὰ πεθάνει κανεὶς γιὰ νὰ σώσει µιὰ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιὰ της. Ἀλλὰ τὶ
θὰ γινόταν ἂν τελικὰ τὴν ἔπιαναν καὶ τή σκότωναν κι ἐκείνη;
Ἀλλὰ ἡ Ναταλία δὲν ἔλαβε ἀπαντήση. Θὰ µποροῦσα νὰ τῆς πῶ σήµερα ὅτι ἡ ἄλλη
σώθηκε καί πώς τὰ παιδιὰ της εἶναι πάνω ἀπὸ πενήντα ἐτῶν. Θὰ µποροῦσα νὰ τῆς πῶ
καὶ ἄλλα πού δὲν τὰ ἔµαθε ποτὲ — γιατὶ ἐκεῖνο τὸ βράδυ ἐκτελέστηκε.
Ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο στή µεσιτεία, ἐκτὸς ἀπὸ τή θυσία. Μαζὶ µὲ τὸ σταυρὸ
καὶ τὸν κῆπο τῆς Γεσθηµανῆς ὑπάρχει κι ἡ ἀνάσταση, µιὰ ἀναστάση προσαρµοσµένη
στὰ µέτρα τῆς συµµετοχῆς µας στὸ µυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ στήν ἀνθρώπινη
µικρότητά µας.
Θὰ θυµᾶστε τὸ χωρίο ὅπου ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ
ἐν ἐµοὶ Χριστός» (Γαλ. 2, 20). Ἀποροῦµε συχνὰ τὶ τάχα νὰ σηµαίνουν αὐτὰ τὰ
λόγια. Ἡ «ἄλλη» καὶ τὰ παιδιὰ της ἕνα πράγµα γνωρίζουν, πὼς ἀπὸ κείνη τὴν ὥρα
καὶ µπρός ζοῦν µὲ δανεισµένες ζωές. Οἱ δικὲς τους ζωὲς πέθαναν µὲ τή Ναταλία,
κι ἐκείνη συνεχίζει νὰ ζεῖ µέσα ἀπ’ τὰ σώµατά τους. Ζοῦν γιατὶ ἐκείνη πέθανε.
Πῆρε τὸ θάνατό τους ἐπάνω της καὶ τοὺς ἔδωσε τή ζωή της. Ζοῦν µὲ µιὰ ζωή πού
τῆς ἀνήκει.
Αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία δείχνει καὶ κάτι ἄλλο πολὺ σηµαντικὸ σχετικὰ µὲ τή
σωτηρία. Μᾶς δείχνει τή σκληρή πραγµατικότητα τῆς µεσιτείας. Συχνὰ µεσιτεύουµε:
Προσευχόµαστε στόν Θεὸ νὰ συγχωρέσει καὶ νὰ ἐλεήσει ὅσους βρίσκονται σὲ ἀνάγκη.
Ἐν τούτοις ἡ µεσιτεία εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο. Στὰ λατινικὰ ἡ λέξη
intercessio (= µεσιτεία) ὑποδηλώνει ὅτι κάνουµε ἕνα βῆµα µπρός ποὺ µᾶς
τοποθετεῖ στὸ ἐπίκεντρο µιᾶς καταστάσεως, ὅπως ὃταν κάποιος ἐπεµβαίνει ἀνάµεσα
σὲ δύο πρόσωπα ἓτοιµα νὰ ἀντιδικήσουν. Ἀνάλογη εἶναι κι ἡ ἑρµηνεία τῆς
ἑλληνικῆς λέξης.
Ἡ πρώτη εἰκόνα πού ἔρχεται στὸ νοῦ εἶναι ἀπὸ τόν Ἰώβ, (κεφ. 9). Ὁ ἄνθρωπος
ἐκεῖνος πού εἶχε ὑποφέρει τόσο σκληρὰ λέει: «Πῶς γὰρ ἔσται δίκαιος βροτὸς παρὰ
Κυρίῳ;» (Ἰώβ 9, 2). Ποῦ θὰ βρεθεῖ ὁ ἄνθρωπος πού µὲ θάρρος θὰ σταθεῖ ἀνάµεσα
στόν Θεὸ καὶ στὸ ἄτυχο πλάσµα Του γιὰ νὰ τοὺς χωρίσει, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς ἑνώσει:
Νὰ τοὺς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀντίθεση πού κάνει τὸν καθένα τους δέσµιο τοῦ ἄλλου καὶ
νὰ τοὺς ἑνώσει στήν ἐλευθερία τῆς ἁρµονικῆς ἀποκαταστάσεως τῶν σχέσεών τους;
Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός πού εἶναι Θεός, ὁ σαρκωθεὶς
Λόγος, ποὺ θὰ τολµήσει νὰ σταθεῖ ἀνάµεσα στόν πεπτωκότα ἄνθρωπο καὶ στόν Θεό.
Εἶναι ἴσος πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἴσος πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἕνα µὲ τὸν Θεὸ, γιατὶ εἶναι
Θεὸς, καὶ ἕνα µὲ τὸν ἄνθρωπο, γιατὶ εἶναι ἄνθρωπος, ἕτοιµος νὰ ἀποδεχτεῖ τίς
συνέπειες πού ἡ θεία ἀγάπη Του θὰ ἔχει πάνω στήν ἀνθρώπινη σάρκα Του.
Αὐτὸ εἶναι µεσιτεία! Αὐτὸ σηµαίνει νὰ κάνει κανεὶς τὴν κινήση πού θὰ τὸν
φέρει στὸ ἐπίκεντρο µιᾶς καταστάσεως γιὰ πάντα, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων,
ἀφοῦ ὁ Χριστός, ὁ ἐκ Παρθένου τεχθείς, εἶναι συγχρόνως αὐτός πού πέθανε στὸ
σταυρὸ κι αὐτός πού ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν καὶ µὲ τὴν Ἀνάληψή Του ἔφερε τὴν ἀνθρώπινη
φύση Του στὸ ἐπίκεντρο τοῦ µυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Μὲ τὸ παράδειγµα τῆς Ναταλίας καταλαβαίνουµε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ὁδός, ὁ
τρόπος ζωῆς, ἡ ἴδια ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ, ἡ µόνη ἀνθρώπινη καὶ θεία
πραγµατικότητα. Εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς ζωῆς, µιᾶς ζωῆς τόσο γεµάτης καὶ πληθωρικῆς,
ὥστε νὰ χαρίζει τὴν αἰωνιότητα — καὶ σὲ κεῖνον πού τή βιώνει καὶ στούς γύρω
του, µὲ τίµηµα τὸ σταυρό. Εἶναι ἡ νίκη τοῦ µαρτυρίου, ἡ νίκη τοῦ ἀδύνατου πάνω
στόν ἰσχυρό, ἡ νίκη τοῦ εὐάλωτου - µιὰ ἀνθρώπινη καὶ θεία ἀγάπη πάνω σ’ ὅ,τι
εἶναι φαινοµενικά ἀνίκητο — στὸ µῖσος πού µ’ ὃλ’ αὐτὰ ἐξαντλεῖται καὶ δὲν
ξαναγεννιέται.