Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου*
Αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,
Με ιδιαίτερη χαρά αποδέχτηκα την πρόσκληση του Ομίλου σας να διακονήσω κι εγώ με τον λόγο μου την καλή παράδοση που έχετε, και αισθάνομαι μεγάλη συγκίνηση που ευρίσκομαι ενώπιον δύο γερόντων της Κύπρου, του πατρός Διονυσίου και του πατρός Γαβριήλ, καθηγουμένου της κατεχόμενης Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Αποστόλου Βαρνάβα.
Το θέμα που καλούμαι απόψε ν’ αναπτύξω μ’ έχει πονέσει προσωπικά κι όπως λέει κάποιος σύγχρονός μας «Μην διδάξεις τίποτα το οποίο προηγουμένως δεν το έχεις μετέλθει έστω και στο ελάχιστο» ή όπως λεν οι σοφοί «Ότι βγαίνει από την καρδιά μπαίνει μέσα στην καρδιά του ανθρώπου». Επομένως, θα ήθελα αυτά που θα πω να έχουν αφενός τη θεολογική τους διάσταση, αλλά και να κομίζουν εμπειρία. Να είναι εμπειρικός λόγος, διότι αισθάνομαι ότι μιλώ ενώπιον ανθρώπων που ζουν την Εκκλησία και η Εκκλησία μας ζει τη ζωή και τον θάνατο οντολογικά και λειτουργικά στο πρόσωπο του Σωτήρα Χριστού, ο οποίος είναι o κατ’ εξοχήν άρχων της ζωής κι ο μόνος νικητής του θανάτου.
Πριν από χρόνια με κάλεσαν οι φοιτητές του Πανεπιστημίου Κύπρου ν’ αναπτύξω το ίδιο θέμα «Θάνατος εναντίον ζωής ή θάνατος ίσον ζωή;» και θυμάμαι τότε, ζήτησα να μην είμαι ο μόνο ομιλητής, αλλά να καλέσουν τουλάχιστον ακόμα έναν ομιλητή που να...
κατέχει τη θύραθεν παιδεία, έναν κοσμικό, αφού ενώπιόν μας θα είχαμε ανθρώπους νέους πολλαπλών ταχυτήτων. Πιστούς, ολιγόπιστους, ένθεους, άθεους, αδιάφορους, θρήσκους κι άλλους, όπως έχει μια σύγχρονη κοινωνία πολλών ταχυτήτων. Οπόταν, όταν είδα ότι δυσκολεύονταν να βρουν έναν τέτοιο άνθρωπο, τους εισηγήθηκα να φέρουν έναν γνωστό ψυχίατρο, τον οποίο σέβομαι διότι ακούει τον πόνο πολλών Κυπρίων. Μάλιστα, ανθρώπων που έχει σταυρωθεί ο ψυχισμός τους. Θυμάμαι, ότι είχα μπροστά μου ένα γραπτό κείμενο, όπως κι απόψε, αλλά τελικά δεν το διάβασα και ούτε κι απόψε θα διαβάσω. Αλλά, καλό είναι ν’ αναφέρω πώς προέκυψε ο επίκαιρος τίτλος της ομιλίας, ο οποίος έχει τη δική του ιστορία και γεννήθηκε πριν από δέκα χρόνια, διότι φανερώνει την αγωνία και την ανησυχία των σύγχρονων ανθρώπων, αλλά και πώς ο Θεός μας πληροφορεί για τις ανάγκες του ποιμνίου μας με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο.
Εδώ και χρονιά στη μητροπολιτική περιφέρεια Μόρφου, έχουμε την καλή συνήθεια όταν ανοίγουν τα σχολεία -σε συνεννόηση πάντα με τους διευθυντές και τους καθηγητές-να επισκεπτόμαστε τα παιδιά και να συνομιλούμε μαζί τους. Προσωπικά, μου αρέσει να συνομιλώ με παιδιά της δευτέρας τάξης Λυκείου, διότι θεωρώ ότι αυτή η ηλικία είναι πολύ σημαντική γιατί οι μαθητές δεν έχουν την αγωνία των τελικών εξετάσεων, αλλά τους απασχολούν άλλα θέματα.
Για να γίνεται λοιπόν ένας εποικοδομητικός διάλογος με τα παιδιά, αποφασίσαμε να γράφουν τα ερωτήματά τους, είτε επώνυμα είτε ανώνυμα και αφού τα χωρίσουμε σε κατηγορίες τ’ απαντάμε. Οπόταν, εκεί που κοίταζα τις ερωτήσεις ένα παιδί, που υπέγραφε με τ’ όνομα Γιάννης, γράφει τα εξής: «Πανιερώτατε, θάνατος εναντίον ζωής ή θάνατος ίσον ζωή»;
Πραγματικά, η έκπληξή μου ήταν μεγάλη, διότι το ερώτημα αυτό είχε βάθος και το έγραφε ένα παιδί του Λυκείου! Έτσι, το άφησα τελευταίο κι όταν απάντησα τις άλλες ερωτήσεις των παιδιών στο τέλος τους λέω: «Κάποιος συμμαθητής σας μου έγραψε το πιο σημαντικό ερώτημα που θέτουν όλοι οι πολιτισμοί, όλες οι θρησκείες και ο άνθρωπος σε όλες τις εποχές» και όταν ρώτησα ποιος είναι ο Γιάννης, σήκωσε το χέρι του και γνωριστήκαμε. Έτσι, με αυτόν τον χαριτωμένο τρόπο προέκυψε ο τίτλος «Θάνατος εναντίον ζωής ή θάνατος ίσον ζωή;» που θα προσπαθήσουμε κι απόψε να μετέλθουμε.
Κατά την Ορθόδοξη ανθρωπολογία ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματική ενότητα, δηλαδή έχει ψυχή και σώμα. Όταν η ψυχή χωριστεί από το σώμα έχομε θάνατο, αλλά εξακολουθεί να παραμένει αθάνατη κατά χάρη γιατί το θέλει ο Θεός. Θα ενωθεί και πάλι με το σώμα μετά την ανάσταση και ο άνθρωπος ως ψυχοσωματική ενότητα θα παραμείνει στην αιωνιότητα. Άλλωστε, το «Πιστεύω», το Σύμβολο της Πίστεως μας, τελειώνει με τον στίχο «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών. Και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Επίσης, όταν συμμετέχουμε στη θεία Ευχαριστία, κοινωνούμε το αναστημένο σώμα και αίμα του Κυρίου μας «Εις άφεσιν αμαρτιών και ζωή αιώνιον».
Επομένως, ο άνθρωπος εκκλησιαστικά έχει προοπτική την αιώνια ζωή. Διαφορετικά δεν θα είχε νόημα ο Θεός να σαρκωθεί, για να φτιάξει μια καινούργια θρησκεία και είναι πολύ σημαντικό να βγαίνουμε από τη θρησκευτική διάσταση και να εισερχόμαστε στη διάσταση της πίστεως. Άλλο ο θρήσκος και άλλο ο πιστός. Ο πιστός πιστεύει στην αιώνια ζωή του Χριστού, ενώ ο θρήσκος μπορεί να είναι ένας καλός άνθρωπος που τηρεί τα διατεταγμένα του νόμου του, αλλά δεν πιστεύει στην προοπτική της αιωνιότητας στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Ορθόδοξος χριστιανός είναι ο κατ’ εξοχήν άνθρωπος της αιωνιότητας. Είναι ο άνθρωπος που θέλει συνεχώς να υπερβεί τον θάνατο, έχοντας αρωγό την εμπειρία της Εκκλησίας μας.
Θυμούμαι και πάλι, σε μία επίσκεψη μου στο Γυμνάσιο και Λύκειο Σολέας, ζήτησα από τα παιδιά να μου πουν τι σημαίνει για τα ίδια αυτό που ακούμε την ώρα που κοινωνούμε: «Μεταλαμβάνει ο δούλος ή η δούλη του Θεού σώμα και αίμα Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον» και τι είναι η «άφεση αμαρτιών». Τότε ένα παιδί από τη Γαλάτα μου έδωσε μια πάρα πολύ δυνατή απάντηση λέγοντάς μου: «Άφεση αμαρτιών, Πανιερώτατε, είναι όταν κοινωνώ το σώμα και το αίμα του Χριστού και μπορώ μέσα μου να κοιτάξω τον εαυτόν μου χωρίς ενοχές». Σκεφτείτε, και τι δεν θα έδινε ο σύγχρονος άνθρωπος για να πάρει ένα τέτοιο φάρμακο με το οποίο να κοιτάζει το παρελθόν του χωρίς ενοχές! Και η Εκκλησία μέσα από το μυστήριο της μετανοίας, της εξομολογήσεως και της θείας Ευχαριστίας, προσφέρει στον άνθρωπο το «φάρμακο» αυτό, φτάνει να είναι πιστός. Να είναι άνθρωπος ο οποίος χωρίς ενοχές ζει την άφεση των αμαρτιών και τη μετάνοια μέσα στη θεία Λειτουργία, αλλά και στην καθημερινότητά του.
Στο δε ερώτημά μου τι είναι «ζωή αιώνιος»; Τότε, ένα παιδί από το Νικητάρι, τόλμησε και σήκωσε το χέρι του και μου λέει: «Αυτό εδώ σαν λέξη "ζωή αιώνιος" ακούεται εύκολο. Ως ερμηνεία είναι δύσκολο να το αποδώσεις. Τι σημαίνει αιώνια ζωή; Νομίζω, μου λέει, ότι αιώνια ζωή είναι η ζωή που θα έχουμε όταν θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία και δεν θα τελειώνει ποτέ. Θα είναι μια ζωή, η οποία θα έχει χαρά, δεν θα έχει θλίψη, δεν θα έχει πόνο, χωρίς θάνατο και θα έχει πολύ action»! Μια σπουδαία απάντηση από ένα παιδί που δεν μπόρεσε να αποδώσει το νόημα στη δική μας ελληνική γλώσσα, αλλά το απέδωσε σε μια ξένη γλώσσα με μία λέξη που όλοι την καταλαβαίνουμε, «action»! Μου άρεσε πάρα πολύ αυτό που είπε το παιδί, διότι μ’ έναν εύληπτο και σύντομο θεολογικό τρόπο είπε όλα αυτά που εγώ ως Επίσκοπος και θεολόγος ήθελα να πω. Όντως, η αιώνια ζωή θα έχει δημιουργικότητα και δεν θα είναι στατική. Θα έχει δράση (action) όπως είπε το παιδί και δυναμισμό όπως λεν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Δεν θα υπάρχει κορεσμός της χάριτος, αλλά οι δίκαιοι θα εκπλήσσονται συνεχώς και θα ευφραίνονται από τη θεωρία της δόξης του Θεού, την οποία θα αναζητούν όλο και περισσότερο, γιατί η τελειότητα ορίζεται από τους Πατέρες ως «των τελείων ατέλεστος τελειότης» (Περί απαθείας. 29ος Λόγος. Κλίμαξ Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου). Με άλλα λόγια, η πνευματική ζωή θα εξελίσσεται συνεχώς διότι αν υπήρχε τέλος, τότε θα υπήρχε ο κίνδυνος της ομοίωσης με τον τέλειο Χριστό και το κτιστό ποτέ δεν μπορεί να γίνει άκτιστο, αλλά πάντοτε θα κινείται και δεν θα έχει τέλος όπως λέμε και πάλι στο Σύμβολο της Πίστεως μας, «ουκ έσται τέλος».
Τελευταία, κάποιος μοναχός μου διηγήθηκε ένα περιστατικό, που αποδεικνύει αυτήν την συνεχή κίνηση της αιώνιας ζωής. Ο πατέρας ενός ιερωμένου που ζει στην Ελλάδα, που ήταν μικρασιατικής καταγωγής, έκτισε ένα παρεκκλήσι προς τιμήν του αγίου νεομάρτυρος Δήμου, ίσως το μοναδικό στον κόσμο παρεκκλήσι προς τιμή του αγίου αυτού. Ο νεομάρτυρας Δήμος γιορτάζει στις 10 Απριλίου και σύμφωνα με τον βίο του ήταν μέθυσος, αλλά όταν άκουσε ότι ο άγιος Πολύδωρος από τη Λευκωσία, μαρτύρησε ομολογώντας την πίστη του, πήγαινε κάθε μέρα στη συκαμινιά που κρέμασαν τον δικό μας άγιο και του έλεγε: «Αξίωσε κι εμένα να μαρτυρήσω άγιε μου Πολύδωρε». Διότι αυτός πάνω στο μεθύσι του, ένα βράδυ, αρνήθηκε την πίστη του και δεν το άντεχε. Πράγματι, του παρουσιάστηκε ο άγιος Πολύδωρος και τον ενεθάρρυνε να πάει να μαρτυρήσει, όπως και έπραξε.
Όπως όλοι οι άνθρωποι και ο πατέρας του ιερωμένου εκοιμήθη πριν από λίγους μήνες, σε ηλικία 90 χρονών. Αυτός επειδή αγαπούσε πολύ τον πατέρα του, όπως όλοι το δικό μας πατέρα, έκλαιε γοερώς. Του έκαμε σαρανταλείτουργα, έδωσε τ’ όνομά του να μνημονεύεται σε διάφορα μοναστήρια και όταν πέρασαν οι σαράντα μέρες, εμφανίζεται σε αυτόν ο κεκοιμημένος πατέρας του και του λέει: «Γιε μου, γιατί έκλαιγες έτσι στην κηδεία, ιερομόναχος άνθρωπος; Με ρεζίλεψες στους αγγέλους. Αυτή είναι η πίστη σου στην αιώνια ζωή»; Του λέει ο ιερωμένος: «Πατέρα, μα είσαι χαρούμενος, είσαι φωτεινός!» και του απαντά ο πατέρας του: «Γιε μου, σκέψου, σαράντα ημερών και είμαι ήδη στη δόξα του Θεού». Ο ιερωμένος επιμένει και τον ρωτά: «Πατέρα είσαι στον Παράδεισο;» και παίρνει την εξής ελπιδοφόρα απάντηση: «Γιε μου, δεν ακούς, δεν βλέπεις. Είμαι γεμάτος φως! Είναι δυνατόν οι κολασμένοι άνθρωποι να έχουν τόσο φως; Απλώς, δεν μου άρεσε που έκλαιγες έτσι. Ξέρεις γιε μου, τώρα είμαι μαζί με τον νεομάρτυρα Δήμο. Τί κάναμε του αγίου ανθρώπου; Ένα παρεκκλήσι και μερικές λειτουργίες και φρόντισε να είναι μαζί μου μόλις βγήκε η ψυχή μου. Τώρα, περιμένω να γνωρίσω και τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, που είναι πιο ψηλά αυτός». Να, η αιώνια κίνηση που προείπαμε. Μέσα από τον διάλογο αυτό φανερώνεται αυτό που η πίστη μας ζει και βιώνει με την Ανάσταση του Χριστού. Αλλά, θα πρέπει εδώ να πούμε ότι την αιώνια ζωή την προγευόμαστε από αυτή τη ζωή. Σε κάθε θεία Λειτουργία γινόμαστε συμμέτοχοι του Τριαδικού Θεού, της σχέσης των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Η θεία Λειτουργία μας φανερώνει την Αγία Τριάδα ή όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος «την αγίαν ημίν ανακαλύπτειΤριάδα».
Πώς ξεκινά η θεία Λειτουργία; Με τον στίχο «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων» και εμείς οι αμαρτωλοί, οι γεμάτοι πάθη και λάθη, με το «αμήν» καλούμαστε να γίνουμε κοινωνοί των τριών Θείων Προσώπων, μέσω πάντοτε του Υιού. Διά της θείας Μεταλήψεως του σώματος και του αίματος του Χριστού, λαμβάνομε την Αγία Τριάδα και όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ο πιστός που κοινώνησε έχει «Τον Χριστόν και τον Πατέρα αυτού και τον Παράκλητο ιδρυμένον μέσα του». Ο Χριστός γίνεται η γέφυρα για να είμεθα κοινωνοί και του Θεού Πατέρα και του Πνεύματος του Αγίου. Παρακαλούμε τον Θεό Πατέρα να καταπέμψει σ’ εμάς και στα τίμια δώρα το Άγιο Πνεύμα και να μεταβάλει τον άρτο και τον οίνο σε τίμιο σώμα και αίμα Χριστού, «Ώστε γενέσθαι τοις μεταλαμβάνουσιν εις νήψιν ψυχής, εις άφεσιν αμαρτιών, εις κοινωνία του Αγίου σου Πνεύματος, εις βασιλείαν ουρανών πλήρωμα, εις παρρησίαν την προς σε, μη εις κρίμα ή εις κατάκριμα». Ιδού η βασιλεία των ουρανών και τα Τρία Πρόσωπα και εμείς μαζί τους, να μετέχουμε στην αγαπητική σχέση των Τριών Προσώπων με πανηγυρικό τρόπο ψάλλοντας «Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστην αληθή, αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες· αύτη γαρ ημάς έσωσεν».
Εμένα πατέρες και αδελφοί, ο θάνατος με βοήθησε παρόλο που με είχε κάμψει στην αρχή. Οκτώ χρονών γεύτηκα τον θάνατο του πατέρα μου. Δώδεκα χρονών του μεγάλου μου αδελφού που ήταν αντικαταστάτης του πατέρα μου και την ίδια χρονιά την προσφυγιά, που και αυτή θάνατος είναι. Πριν από λίγο είδα την αδελφή του γέροντα Γαβριήλ και η πρώτη της κουβέντα ήταν για την προσφυγιά.
Αν με ρωτήσετε από τους τρεις θανάτους ποιοι παρηγορήθηκαν, ποιοι ξεπεράστηκαν και ποιος με τραυματίζει ακόμα, θα σας απαντήσω οι απώλειες του πατέρα και του αδελφού μου όχι απλά παρηγορήθηκαν, αλλά και ευχαριστώ τον Θεό που τους πήρε τότε, έστω και αν πόνεσα πολύ. Αλλά της προσφυγιάς δεν θεραπεύτηκε. Διότι ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για Παράδεισο και επουράνιο και επίγειο. Βλέπετε, ο απόδημος επιστρέφει πάντα στο χωριό του. Εάν δεν έχει διάθεση να επιστρέψει κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα έχει.
Τρεις θάνατοι. Του πατέρα, του αδελφού και του χωριού μου με έφεραν από πολύ νωρίς ενώπιον αυτής της πραγματικότητας και της προσωρινότητας της παρούσης ζωής. Του πατέρα ο πόνος θεραπεύτηκε εύκολα μ’ έναν πολύ απλό και αφελή τρόπο, που αποκάλυψε ο Χριστός σ’ έμενα όταν ήμουν παιδί, που δεν είναι της ώρας να τον πω. Του αδελφού μου, όμως, ο πόνος ήταν μεγάλος, διότι ενώ γλύτωσε από τις μάχες του Καραβά, της Λαπήθου και της Κερύνειας, δέκα μέρες μετά, ερχόμενος να μας δει στον Πεδουλά, εκεί στην προσφυγιά, έπεσε στην Αγιόπετρα, έξω από τις Γερακιές και σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στις 22 Αυγούστου 1974. Ένας ηρωικός θάνατος μπορεί να ήταν μια παρηγοριά ή και ένας εγωισμός, αλλά τότε ο συγκεκριμένος θάνατος του αδελφού μου, δημιούργησε ένα μεγάλο τραύμα μέσα μου. (Παρεμπιπτόντως, εξελέγην Μητροπολίτης Μόρφου στις 22 Αυγούστου 1998).
Μετά ήρθε η προσφυγιά και ενώ ήμουν ένα παιδί που διακονούσε στο ιερό του χωριού μου, που ζούσε τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμά μας, ξαφνικά βρέθηκα δεκατριών χρονών πρόσφυγας σ’ ένα συνοικισμό, άγνωστος και ανώνυμος και αντιλαμβάνεστε, η ψυχή μου αγρίεψε. Δεν ήθελα να πηγαίνω στη θεία Λειτουργία και όταν κάποιος αρνείται να πάει στη θεία Λειτουργία, αρνείται τη ζωή!
Τελειώνοντας το λύκειο πέρασα στη Νομική Αθηνών έχοντας μέσα μου τα τραύματα της εφηβείας, που πριν από λίγο σας ανέφερα. Τότε, ένας φίλος με συμβούλεψε να πάω να δω έναν γέροντα που ζει στην Αθήνα, τον γνωστό σε όλους σας γέροντα Πορφύριο τον διορατικό. Πήγα, και αφού γνωριστήκαμε με τον γέροντα εκεί που μιλούσαμε μου λέει: «Να έρχεσαι όποτε θέλεις, αλλά έχεις ένα μεγάλο τραύμα μέσα σου. (Δεν μου είπε ποιο τραύμα). Θα πας στον ταπεινότερο άνθρωπο που έχει σήμερα η Ελλάδα. Στον γέρο Ιάκωβο τον Τσαλίκη και αυτός θα γίνει ο πατέρας σου».
Υπακούοντας στον γέροντα Πορφύριο, πηγαίνω στον γέροντα Ιάκωβο -έχει σημασία η όλη ιστορία, γιατί δίνει πολλές απαντήσεις σε πολλούς που σήμερα δεν μπορούν να διαχειριστούν το πένθος εύκολα- και καθώς συνομιλούσαμε, με έκπληξη τον ακούω να μου λέει: «Γιε μου, τί έχεις εκεί μέσα;» και δείχνει την καρδιά μου. «Μα τι πίκρα, τι θυμός είναι αυτός;» μου λέει. Άρχισα να κλαίω. Κατάλαβα ότι είχα απέναντί μου έναν άνθρωπο που έβλεπε. Ήμουν δεκαεννέα χρονών και ως νέος είχα και θάρρος και θράσος και του λέω: «Ναι γέροντά και θυμό και πίκρα εναντίον του Χριστού, έχω. Τί θα έκαμνες εσύ, αν έχανες τον πατέρα σου στα οκτώ, τον αδελφό σου στα δώδεκα και το χωριό σου»;
Ο γέρο Ιάκωβος σώπασε και αυτή του η στάση μου έκανε μεγάλη εντύπωση, διότι δεν έκανε τον δικηγόρο του Θεού, αρχίζοντας να λέει διάφορες ερμηνείες και δικαιολογίες. Εγώ επιμένω και συνεχίζω: «Γιατί πέθανε με αυτόν τον τρόπο ο αδελφός μου; Ούτε καν ήρωας δεν έγινε» και μου έδωσε την εξής ωραία απάντηση: «Άκουσε, για κάθε θάνατο, ο Θεός έχει έναν ξεχωριστό λόγο». Όντας νέος φοιτητής της Νομικής τον ρωτώ αμέσως: «Και ποιό λόγο είχε για τον Πέτρο, τον αδελφό μου;» και μου λέει: «Θα κάνω προσευχή και αν μου αποκαλύψει ο Θεός θα σου πω». Η εξομολόγηση συνεχίστηκε με ωραία επεισόδια. Ο γέροντας μου περιέγραψε όλες τις στιγμές της γέννησής μου, μου είπε ότι έπρεπε να βγω Μύρωνας, αλλά έκανε λάθος η γιαγιά μου η Μυροφόρα και μου έδωσε το όνομα Όμηρος, νομίζοντας ότι το αρσενικό όνομα της Μυροφόρας είναι Όμηρος, «Αλλά και αυτό το όνομα, μου λέει, δεν θα το κρατήσεις για πολύ. Θα το αλλάξεις και αυτό». Του λέω: «Θα αλλάξω έτσι απλά όνομα;» και «Θα δεις, θα δεις» μου λέει. Όταν γονάτισα να μου διαβάσει την ευχή και έφτασε στο σημείο του ονόματος διαβάζει «του δούλου του Θεού Νεοφύτου». «Όμηρος είπαμε» του λέω και μου απαντά: «Α! Ναι. Όμηρος»! Τότε, κατάλαβα ότι βρήκα πατέρα. Έναν πατέρα με Πνεύμα Άγιο. Ό γέρο Πορφύριος μ’ έστειλε σ’ έναν άνθρωπο που μπορούσε να μου καλύψει πολλά τραύματα, ψυχολογικά και πνευματικά.
Μετά από έξι μήνες έρχεται ένας φίλος, που τώρα διαπρέπει ως δικηγόρος στη Λευκωσία, και μου μεταφέρει τον εξής διάλογο που είχε με τον γέροντα Ιάκωβο. Τον ρωτά ο γέροντας: «Έχετε έναν ψηλό Κύπριο που λέγεται Όμηρος;», «Ναι», του απαντά ο φίλος. «Να του πεις να έρθει να τον δω γιατί έχω κάτι σημαντικό να του πω». Κατάλαβα τι ήθελε να μου πει και με την πρώτη ευκαιρία πηγαίνω στη Μονή του Οσίου Δαυίδ στην Εύβοια και μου λέει ο γέροντας: «Πες μου, ο αδελφός σου ο Πέτρος, αγάπησε καμιά Εβραία;» του λέω «Ναι. Είχε πάρει υποτροφία από την Αρχή Ηλεκτρισμού να μεταβεί για δύο χρόνια στο Ισραήλ και η μόνη αγάπη που δημιούργησε ως άνθρωπος ήταν με μια Εβραία». Μου λέει: «Με αυτήν την Εβραία ο αδελφός σου είχε σκοπό, εσένα και τη μάνα σου να σας πάρει μαζί του το ’74 στο Ισραήλ». Του είπα: «Το είπε αυτό της μάνας μου μία βδομάδα πριν σκοτωθεί και η μάνα μου του είπε «καλά βρε Πέτρο, χωρά η Κύπρος ας είναι και μισή όλο τον κόσμο της, δεν μας χωρά εμάς και θα πάμε στους Γιαχουτήδες;». Αυτός επέμενε ότι είναι καλά, ότι είναι πλούσιοι άνθρωποι και του λέει η μάνα μας : «Όχι δεν θέλω γιε μου να πάμε» και ο Πέτρος της είπε: «Καλά μάνα. Θα το ξανακουβεντιάσουμε όταν θα έρθω την επόμενη φορά» και δεν ξανάρθε. Τότε, μου λέει ο γέροντας: «Αν σας έπαιρνε εκεί, εσύ και ο αδελφός σου θα αλλάζατε την πίστη σας. Οι Εβραίοι αυτοί δεν ήταν τυχαίοι άνθρωποι. Είχαν πολύ χρυσάφι για να ξεχάσετε τον Χριστό. Η μάνα σας θα έλιωνε μέσα στη θλίψη. Εσύ παιδί μου θα γίνεις ιερωμένο πρόσωπο. Με ψηλή θέση στην Εκκλησία (αργότερα μου είπε, θα γίνεις και επίσκοπος στον τόπο που γεννήθηκες). Να ξέρεις, θα ’ρθει ο καιρός, που όταν λειτουργείς ο αδελφός σου θα χαίρεται στον ουρανό. Εσύ θα χαίρεσαι στη γη και η μάνα σου θα ζήσει χρόνια πολλά ( είναι 92 και ζει). Θα χαίρεται κι αυτή που τα παιδιά της ο ένας είναι κοντά στον Θεό, στον ουρανό και ο άλλος στη γη. Άρα, για κάθε θάνατο υπάρχει μια προοπτική αιώνια την οποία οι άνθρωποι δεν τη βλέπουν την ώρα του πένθους, όμως η προοπτική υπάρχει». Αυτή η προοπτική είναι η αιώνια ζωή και όχι τα εβδομήντα ή τα ογδόντα ή τα εκατό χρόνια αυτής της ζωής. Μετέχουμε στη θεία Ευχαριστία, στην αιώνια ζωή του Τριαδικού Θεού και ο Θεός θα κάνει το παν ως φιλάνθρωπος να επιτρέψει τον θάνατό μας. Το τονίζω αυτό. Όχι όπως λένε μερικοί «Δεν ευθύνεται ο Θεός που πέθανε το παιδί σου». Πώς δεν ευθύνεται; « Ο και νεκρών και ζώντων την εξουσίαν έχων ως Θεός». Κάθε θάνατος είτε τον θέλει είτε τον παραχωρεί ο Θεός. Το θέλημα του Θεού εκφράζεται είτε κατ’ ευδοκία είτε κατά παραχώρηση. Κάθε θάνατος είναι μέσα στο σχέδιο και την πρόνοια του Θεού για τον συγκεκριμένο άνθρωπο και το σχέδιο του Θεού για τον Πέτρο, τον αδελφό μου, ήταν αυτό, να ζήσει 24 χρόνια.
Κάποτε επισκεπτόμενος ως διάκονος τον γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ, μου είπε: «Ο Διάκονος δεν αλλάζει τίποτε πριν καταλάβει τι υπάρχει στην ενορία του. Ο διάκονος υπηρετεί τον προϊστάμενό του, τον εφημέριο. Ο παπάς, μνημονεύει ονόματα νεκρών και ζωντανών και ο Επίσκοπος αγαπητέ μου, κι εσένα θα σου χρειαστεί κάποτε, δεν ζει για τις ανάγκες του εαυτού του, αλλά για τις ανάγκες του ποιμνίου του. Έχει χαρά, είναι στη χαρά του ποιμνίου του, έχει θλίψη είναι στη θλίψη του ποιμνίου του. Αυτός είναι ο Επίσκοπος, ορθοτομεί λόγο αληθείας».
Όταν έγινα Επίσκοπος, ξέροντας τη σημασία της μνημόνευσης των ονομάτων, παρεκάλεσα τους ιερείς μου να μνημονεύουν πολλά ονόματα και ένας καλός παπάς μας, κάνοντας υπακοή άρχισε να μνημονεύει τους συγχωριανούς του και επειδή δεν ήταν πολλοί λόγω της αστυφιλίας, άρχισε να μνημονεύει και ονόματα άλλων χωριών που γειτνίαζαν με το δικό του. Έβλεπε ο παπάς ότι όσο μνημόνευε περισσότερα ονόματα αισθανόταν μεγάλη χάρη και πολλή χαρά. Ο συγκεκριμένος ιερέας μας, είχε την καλή συνήθεια να μνημονεύει και πολλούς νέους από τους οποίους κάποιοι έκαναν ακραία ζωή με μοτοσυκλέτες, ναρκωτικά και διάφορα άλλα της εποχής μας. Οπόταν, ένα πρωί, σε μια καθημερινή θεία Λειτουργία, όταν έφτασε στο «Εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου…», ξεκίνησε να μνημονεύει ονόματα και καλοπροαίρετα είπε και το όνομα κάποιου νέου, τον οποίο είδε ξαφνικά απέναντί του. Του λέει ο παπάς: «Μα πέθανες;» και του απαντά ο νέος: «Ναι, πριν λίγη ώρα. Κατεβαίνοντας προς στη Λευκωσία ανατράπηκε το αυτοκίνητο και σκοτώθηκα. Συνέχισε πάτερ, γιατί βοηθά πολύ αυτό που κάμνεις». Τότε, ο ιερέας έστειλε τονκαντηλανάφτη στο καφενείο του χωριού να ρωτήσει αν σκοτώθηκε κανένας από το διπλανό χωριό και η απάντηση ήταν θετική «ναι, ο τάδε νεαρός», που δεν ήταν άλλος από αυτόν που εμφανίστηκε στον ιερέα. Αλήθεια, πόσο ζωντανοί είναι οι άνθρωποι. Τελικά δεν υπάρχουν νεκροί. Υπάρχει η επιλογή του ανθρώπου απέναντι στη ζωή και απέναντι στον θάνατο. Άρα είναι πάρα πολύ σημαντικό να επιλέγουμε συνειδητά τη ζωή.
Πώς επιλέγω τη ζωή συνειδητά; Με λίγα πράγματα. Αρχικά με τη μετάνοια. Ο άνθρωπος που θέλει να νικήσει τον θάνατο δεν μπορεί να μην μετανοεί. Τι είπε ο Πρόδρομος; «Μετανοείτε, ήγγικε γάρ η βασιλεία των ουρανών». Ποια ήταν αυτή η Βασιλεία που έφτασε στην εποχή του Προδρόμου. Ο ίδιος ο Χριστός. Από τότε ο Χριστός είναι παρών, είναι ανάμεσά μας. «Ο Χριστός εν τω μέσω ημών» και αφού Αυτόν πιστεύουμε, αρχίζουμε να μετανοούμε και η μετάνοια είναι συγκεκριμένη προσευχή. Καθημερινή προσευχή. Μετανοώ για συγκεκριμένο πρόσωπο. Μετανοώ για τους υπαλλήλους μου που τους θυμώνω, για τα πνευματικοπαίδια μου που κάποτε με κουράζουν και είμαι αδιάφορος, μετανοώ για τους παπάδες μου για τους οποίους πολλές φορές γογγύζω. Μετανοώ για τον συγκεκριμένο άνθρωπο που πλήγωσα με τη συμπεριφορά μου και με τον απότομο χαρακτήρα μου, για τον άνθρωπο που εξύβρισα έστω και με τον λογισμό μου, για έναν αισχρό λογισμό που μου πέρασε και συνομίλησα κάποια στιγμή μαζί του και δεν τον νίκησα εύκολα. Για όλα αυτά καθημερινά να μετανοούμε. Έτσι συμμετέχω στην αιώνια ζωή. Διότι εάν η αιώνια ζωή είναι η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, προϋπόθεση για τη μετοχή μας, είναι η μετάνοια.
Ήρθε ένα παιδάκι, τώρα τελευταία, δεκατριών χρονών, το οποίο άρχισε να έχει σαρκικές σκέψεις. Λογισμούς, επιθυμίες. Μου λέει: «Ντρέπομαι αλλά θα σου το πω». Ένα καλό της νεολαίας σήμερα, είναι ότι εξομολογούνται εύκολα. Εμείς παλιά δυσκολευόμασταν με την ντροπή και ιδιαίτερα σε τέτοια θέματα. Μου λέει: «Έχω αυτούς τους λογισμούς για το τάδε αγόρι στο σχολείο». Της λέω: «Κοίταξε, για να μην μπλεχτείς από τώρα σε πράγματα που δεν μπορείς να διαχειριστείς, όταν έχεις τέτοιες επιθυμίες, τέτοιους λογισμούς κόρη μου να λες «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» μέχρι να σου φύγει η επιθυμία και το όνομα του Χριστού έχει δύναμη και διώχνει αυτούς τους λογισμούς». Γυρίζει και μου λέει: «Εγώ μπορώ να μιλώ του Χριστού έτσι; Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με; Ποια είμαι εγώ;» και της απαντώ: «Εντάξει να μην του λες έτσι, να του λες Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με την αμαρτωλή». «Α! Έτσι γίνεται» μου λέει. Της άρεσε δηλαδή να λέει του Χριστού ότι είναι αμαρτωλή.
Θυμάμαι, είπα σ’ έναν επίτροπό μου μια μέρα: «Τί κάνεις αμαρτωλέ μου επίτροπε;» αστειευόμενος και έκανε ένα μήνα να μου μιλήσει. Διαφορά ήθους. Δηλαδή πόσο σημαντικό είναι η αμαρτωλότητα να είναι αίσθηση του ανθρώπου. Μα πώς θα πω «Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησόν με τον αμαρτωλό» αν δεν νιώσω αμαρτωλός; Και για να νιώθω αμαρτωλός πρέπει συγκεκριμένες αμαρτίες να τις εντοπίζω μέσα μου. Όχι έτσι γενικά και αόριστα.
Το δεύτερο είναι η συγχωρητική προσευχή. Δηλαδή δεν μπορώ μόνο να μετανοώ για τα λάθη μου, αλλά να συγχωρώ και τα λάθη των άλλων. Κάποιοι άνθρωποι με πίκραναν, με αδίκησαν, με συκοφάντησαν. Είναι πολύ σημαντικό να μην πικραθώ. Είναι πάρα πολύ σημαντικό να μπορέσω να τους συγχωρέσω. Πώς θα τους συγχωρέσω; Αυτό μου το έμαθε ο γέρο Ιάκωβος. Θα μνημονεύεις το όνομά του, μου έλεγε, αυτού που σε πίκρανε. Με πίκρανε η Άλκηστη. Θεέ μου συγχώρα την. Φώτισε την. Με αυτό τον τρόπο ενώνω το όνομά της με το όνομα του Χριστού.
Το τρίτο, να μνημονεύουμε ονόματα, ιδιαιτέρως κεκοιμημένων. Έλεγε ο γέρο Παΐσιος: «Η μεγαλύτερη ελεημοσύνη είναι η προσευχή για τους νεκρούς». Γιατί αυτοί δεν μπορούν, «Εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια». Ξέρετε πόσο σπουδαίο είναι γιατί πολλοί από αυτούς έχουν πάει στον Παράδεισο. Είναι δίκαιοι και όταν βλέπουν ότι προσευχόμαστε γι’ αυτούς, προσεύχονται κι αυτοί για εμάς.
Το τελευταίο είναι η συμμετοχή μας στη θεία Ευχαριστία. Μου έλεγε πριν από λίγο ο γέροντας Γαβριήλ: «Όταν ήμουν νέος, πήγα στην Αθήνα και από όλους και από όλα μου άρεσε ο πατήρ Άγγελος Νησιώτης, μαθητής του Αγίου Νεκταρίου. Αυτός ο άνθρωπος του Θεού, από την Κιουτάχεια της Μικράς Ασίας μάθαινε τα πνευματικά του παιδιά να κοινωνούν τακτικά». Έτσι νικιέται ο θάνατος. Όλα τ’ άλλα είναι των ψυχιάτρων.
Μπορούμε να μιλούμε ώρες για τη διαχείριση του πένθους, αλλά πρέπει να πιστεύουμε έστω και λίγο και τελειώνω με αυτό. Μου έλεγε κάποιος: «Πιστεύω, αλλά πιστεύω λίγο». Του λέω: «Άκουσε, μου έλεγε ένας γέροντας που γνώρισα στην Αθήνα, ο γέρο Ευμένιος ο λεπρός, να λες γιε μου στην προσευχή σου Χριστέ μου εγώ θέλω ν’ αλλάξω αλλά δεν αλλάζω γιατί σε θέλω λίγο». Τι ωραία που μιλούσε. «Βοήθα με να σε θέλω πιο πολύ Χριστέ μου» έλεγε ο γέροντας Ευμένιος. Αυτός είναι ερωτικός διάλογος. Μόνο ένας ερωτευμένος μιλά έτσι. Βοήθα με, σε θέλω λίγο. Βοήθα με να σε θέλω πιο πολύ και ο Κύριος θ’ αρχίσει να σου δίνει. Αν έχεις ανάγκη από πίστη θα σου δίνει πίστη. Αν έχεις ανάγκη από πραότητα θα σου δίνει πραότητα. Στον καθένα από εμάς δίνει ότι έχουμε ανάγκη. Έτσι κερδίζεται η ζωή. Η ζωή η αιώνιος.
* Ομιλία του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στις 22 Οκτωβρίου 2011στο Μετόχιον Αγίου Προκοπίου Κύκκου, στο πλαίσιο των μηνιαίων ομιλιών που διοργανώνονται από κοινού με τη Μητρόπολη Ταμασού και τον Φιλανθρωπικό και Ιεραποστολικό Όμιλο Αποστόλου Βαρνάβα.
|