Μια μέρα είπε ο αββάς Ηρακλείδης στον αδελφό του Γεώργιο: «Πάρε το τσεκούρι κι έλα να κόψουμε ξύλα». Είχαν, λοιπόν, ένα φοίνικα άκαρπο και του έδωσε εντολή να τον κόψει. Αυτός όμως έβαλε μετάνοια και τον παρακαλούσε λέγοντας: «Όχι, πάτερ, ας μην τον κόψουμε, τουλάχιστον έχουμε τα βάϊα απ’ αυτόν». Αλλά εκείνος του είπε απειλητικά: «Κόψε τον· να, τόσα χρόνια καρπό δεν έκαμε· γιατί λοιπόν να κρατεί τον τόπο;». Αλλά αυτός έβαλε πάλι μετάνοια με ταπείνωση και είπε: «Εγώ σου εγγυώμαι ότι από τώρα και στο εξής θα καρπίζει». Τον άφησε και από τότε έκανε και περισσότερα και νοστιμότερα φοινίκια απ’ όλους τους άλλους φοίνικες.
Ήταν κάποιος γεωργός από την Ιεριχώ, που τον είχαν φίλο και τον αγαπούσαν πολύ. Αυτός είχε ένα μοναχογιό σε νηπιακή ηλικία που πέθανε. Τον έβαλε, λοιπόν, ο πατέρας σ’ ένα καλάθι μαζί με μερικούς καρπούς από τις απαρχές της συγκομιδής του, τα σκέπασε με αμπελόφυλλα και παίρνοντάς τα έτρεξε στη λαύρα. Χτύπησε την πόρτα του κελλιού κι αφού βγήκε ο Γεώργιος, του άνοιξε και τον οδήγησε μέσα.
Πλησίασε, λοιπόν, ο αγαπητός το γέροντα, έβαλε μετάνοια, έβαλε το καλάθι μπροστά τους, τους παρακάλεσε να ευλογήσουν τους καρπούς της συγκομιδής του και ο ίδιος βγήκε έξω. Κι οι αδελφοί βγάζοντας τους καρπούς από το καλάθι, βρήκαν και το νεκρό νήπιο. Ταράχθηκε ο γέροντας, ο αββάς Ηρακλείδης, όταν το είδε· είπε στον αδελφό του: «Κάλεσε αυτόν τον άνθρωπο, σαν πειρασμός μάς ήλθε σήμερα εδώ πέρα· γιατί απ’ ό,τι βλέπω, ήλθε για να πειράξει εμάς τους αμαρτωλούς».
Ο αδελφός του, ο Γεώργιος, του έβαλε μετάνοια (ήταν τότε σαράντα χρονών περίπου ή και περισσότερο) και του είπε: «Μη λυπάσαι και μην οργίζεσαι, πάτερ, αλλά έλα να παρακαλέσουμε με πίστη τον πολυεύσπλαχνο και πανοικτίρμονα Θεό· κι αν παραβλέψει τις αμαρτίες μας και δεχθεί την παράκλησή μας κι αναστήσει το παιδί, φεύγει παίρνοντας το παιδί του ζωντανό σύμφωνα με την πίστη του. Αν δεν θέλει η αγαθότης Του να το κάνει αυτό, ας ...
τον καλέσουμε και να του πούμε, σαν αμαρτωλοί που είμαστε, δεν εφθάσαμε σε τέτοια μέτρα, ούτε έχουμε τέτοια παρρησία».
Πείσθηκε, λοιπόν, ο γέροντας και στάθηκαν σε προσευχή με δάκρυα και καρδιά συντετριμμένη. Και ο παντελεήμων και φιλάνθρωπος Κύριος, ο ποιών το θέλημα των φοβουμένων Αυτόν, και άκουσε την προσευχή των και το παιδί ανέστησε. Τότε κάλεσαν τον πατέρα του και του είπαν: «Να, έχεις το γιο σου ζωντανό χάρις στην ευσπλαχνία του Θεού. Κοίταξε μην πεις τίποτε και μας βάλεις σε κόπους και θλίψεις». Αυτός το πήρε και έφυγε ευλογώντας και δοξάζοντας τον ευεργέτη και ελεήμονα και ζωοδότη Θεό.
Έτσι, λοιπόν, ζούσαν αυτοί με κάθε ευλάβεια και ειρηνικά· γιατί ποτέ δεν τους άκουσε κανείς να αντιλέγουν ή να καταφρονούν ο ένας τον άλλον, αλλά ούτε και με κάποιον άλλον, επειδή ο γέροντας είχε μεγάλη ευλάβεια και επιείκεια, αλλά και ο αββάς Γεώργιος είχε μεγάλη υποταγή και ταπείνωση.
Όμως ο γέροντας – ο αββάς Ηρακλείδης – ετελεύτησε τον βίο σε ηλικία εβδομήντα χρονών περίπου ή και παραπάνω, άνδρας αγαθός, με δυνατή πίστη και στολισμένος με όλες τις αρετές και με τη φήμη του απλωμένη σε όλη την περιοχή του Ιορδάνου, παρθένος, ησύχιος, ακτήμων, ελεήμων, εγκρατής περισσότερο από κάθε άλλον.
Είχε και την μητέρα των αρετών, εννοώ την ταπεινοφροσύνη. Ούτε και που ανεχόταν ποτέ να συμμετέχει στην ψαλμωδία, στο χορό των αγίων πατέρων κατά τη διάρκεια της Ακολουθίας, επειδή έκρινε τον εαυτό του ανάξιο μιας τέτοιας συμμετοχής, αλλά στεκόταν πάντοτε στη γωνιά της εκκλησίας, φορώντας σκούφο και κουκούλι στην κεφαλή μέχρι τη θεία Λειτουργία, προσευχόμενος μετά πολλών δακρύων, αρέμβαστα και χωρίς να συνομιλεί με κανένα. Γι’ αυτό και πολλά θαύματα φημολογείται ότι έκανε με τη δύναμη του Χριστού.
Αυτός ήταν ο αββάς Ηρακλείδης· διέπρεψε σε βίο σεμνό και θεάρεστο, ετελεύτησε σε καλά γηρατειά και αφού τάφηκε στους τάφους των οσίων Πατέρων, πρεσβεύει ακατάπαυστα με παρρησία προς το Θεό για μας και για όλο τον κόσμο, με τους χορούς των αγίων.
Από το βιβλίο: Ο όσιος Γεώργιος ο Χοζεβίτης. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016, σελ. 23.