Κάποτε ο Μέγας Βασίλειος παραβρέθηκε στον εσπερινό ενός χωριού της επισκοπής του και διέκρινε, ότι έλειπε ο μπάρμπα Γιώργης, γνωστός για τον τακτικό του Εκκλησιασμού, αφού δεν έχανε ούτε εσπερινό, ούτε όρθρο.
Ρώτησε τον ιερέα:
- Πάτερ Μιχαήλ, τον μπάρμπα Γιώργη δεν βλέπω στην Εκκλησία, τί γίνεται με αυτόν, είναι καλά; Εδώ είναι ακόμη ή ταξίδεψε;
- Ναι, Σεβασμιότατε, έχει κάμποσο καιρό να έρθει στην Εκκλησία...
- Γιατί δεν έρχεται;
- Δεν ξέρω το γιατί.
- Και δεν ενδιαφέρθηκες να μάθεις, τι του συμβαίνει του ανθρώπου;
- Να ολιγώρησα, δεν ενδιαφέρθηκα...
Εκεί που συζητούσαν, νάσου ένας μικρός και του λέει ο Άγιος:
- Πήγαινε παιδί μου στου μπάρμπα Γιώργη το ...
σπίτι να του πεις, ότι είναι ο Δεσπότης στην Εκκλησία και σε θέλει να πας εκεί...Πράγματι ο μικρός, έφυγε, πήγε και ειδοποίησε τον μπάρμπα Γιώργη.
Ο μπάρμπα Γιώργης σε λίγο με την τραγιασκούλα του, με την μαγκουρίτσα του έρχεται στην Εκκλησία. Βάζει μετάνοια στον Δεσπότη.
- Μπάρμπα Γιώργη σε ενόχλησα, του λέγει ο Μέγας Βασίλειος, ήξερα ότι πάντοτε ήσουνα στην Εκκλησία και έμαθα από τον πάτερ Μιχαήλ, ότι έχεις καιρό να έρθεις στην Εκκλησία.
- Ε, ε, ναι Δέσποτά μου, έχω καιρό να έρθω...
- Καλά είσαι; Γιατί συμβαίνει αυτό;
- Καλά είμαι, αλλά...
- Δηλαδή, τι πάει να πει αλλά;...
- Ε, να... Ξέρετε Δέσποτα, ότι πριν 3 μήνες, έγινε ένας φόνος στο χωριό;
- Το ξέρω...
- Ξέρετε, ότι δεν βρέθηκε ακόμα ο φονιάς;
- Και αυτό το ξέρω...
- Και ξέρετε ποιός είναι ο φονιάς;
- Αυτό δεν το ξέρω...
- Ο πάτερ Μιχαήλ είναι ο φονιάς!!!
- Ο πάτερ Μιχαήλ; Εσύ ήσουν μπροστά και το λες αυτό;
- Ναι ήμουν!
- Και πώς έγινε φονιάς ο πάτερ Μιχαήλ;
- Ένα βράδυ, μετά τον εσπερινό, ο μακαρίτης ψάλτης κάτι λογομάχησε με τον πάτερ για το τίποτα. Και ο πάτερ Μιχαήλ, κρατούσε στο χέρι του, το σουγιαδάκι του, το μυτερό, που κάνει την προσκομιδή στο Ιερό. Δεν ξέρω ακριβώς τί κίνηση έκανε και με τον σουγιά τον χτύπησε στην καρδιά και τον σκότωσε. Πώς μπορώ Σεβασμιότατε να πάρω αντίδωρο από του φονιά το χέρι; Δεν λέω τίποτα, δεν τον κατήγγειλα, ο Θεός να τον ελεήσει, όμως μπορώ εγώ που ξέρω την αμαρτία αυτή...;
Κόκκαλο ο Μέγας Βασίλειος! Τι να του πει, ότι μπορεί;
- Ώστε έτσι, ε; του λέγει ο Άγιος. Τότε έχεις δίκαιο μπάρμπα Γιώργη και καταλαβαίνω τώρα για ποιό λόγο δεν ερχόσουνα... Όμως σε παρακαλώ, μια και θα είμαι και εγώ αύριο εδώ και θα λειτουργήσω, έλα στην Εκκλησία αύριο.
- Θα έρθω Δέσποτά μου!
Ο μπάρμπα Γιώργης είχε συνήθεια, να πηγαίνει στην Εκκλησία πρωΐ - πρωΐ πριν πάει ο παπάς. Έμπαινε μέσα στην Εκκλησία και μετά έμπαινε ο πάτερ Μιχαήλ.
Πράγματι – είχε και 3 μήνες να πάει στην Εκκλησία – την άλλη μέρα πήγε στην Εκκλησία και κάθισε δίπλα στο αναλόγιο.
Και νάσου σε λίγο εμφανίζεται ο πάτερ Μιχαήλ, να εισέρχεται στον ναό και να κατευθύνεται στο Ιερό. Αλλά τρόμαξε μόλις τον είδε.
Διότι ο π. Μιχαήλ ναι μεν ερχότανε αμέριμνος και αγέρωχος, έφερνε δε στον ώμο του, τον μακαρίτη που είχε σκοτώσει! Χωρίς όμως να καταλαβαίνει ο παπάς, ότι φέρει στην πλάτη του τον σκοτωμένο.
Στη συνέχεια βλέπει τον παπά να εισέρχεται στο Ιερό, να πηγαίνει στην ιματιοθήκη, να φοράει τα ιερατικά του ρούχα και εκεί 2 ψηλοί, όμορφοι κύριοι, του παίρνουν από τον ώμο τον μακαρίτη!
Αυτός, ο μπάρμπα Γιώργης τρομαγμένος όπως ήταν, μονολογούσε:
- Τι είναι αυτά που βλέπω;
Ο Μέγας Βασίλειος, είχε προσευχηθεί προφανώς στον Κύριο, να του ανοίξει τα μάτια, να ιδεί, πως έχουν τα θέματα όταν είναι αμαρτωλός ο ιερεύς ή ο Αρχιερεύς στα θέματα της Θείας Λειτουργίας και πως οικονομούνται τα θέματα εκ μέρους του Θεού, ώστε οι άλλοι να λαμβάνουν τη Χάρη και αυτοί (οι κληρικοί) να δώσουν το λόγο εάν δεν μετανοήσουν στη συνέχεια.
Ο πάτερ Μιχαήλ άρχισε τη Θεία Λειτουργία, στην οποία έλαβε μέρος και ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος στο τέλος έβγαλε και λόγο.
Αυτός καρφωμένος σαν κολόνα, παρακολούθησε με μεγάλη προσοχή όλη τη Θεία Λειτουργία, έβλεπε που ο πάτερ έλαμπε σαν Άγγελος, όπως και ο Δεσπότης και περίμενε να ιδεί τι θα γίνει εν τέλει.
Όταν τελείωσε η Θεία Λειτουργία, βλέπει ο μπάρμπα Γιώργης τον πάτερ Μιχαήλ να βγάζει τα άμφιά του και να βλέπει ταυτόχρονα, τους 2 εκείνους νεαρούς, να εναποθέτουν τον μακαρίτη στον ώμο του και να βγαίνει από την Εκκλησία και πήγαινε για το σπίτι.
Ο μπάρμπα Γιώργης κοκκάλωσε!
Ο Μέγας Βασίλειος, ως Άγιος, ήξερε το τί είδε αυτός, ήξερε το τι έγινε συνέβη και τον καλεί τον γέροντα και του λέει με ιλαρότητα:
- Μπάρμπα Γιώργη, θα έρχεσαι από εδώ και πέρα στην Εκκλησία;
- Δέσποτά μου, μ’ αυτά που είδα, θα έρχομαι...
- Μην λαμβάνεις λοιπόν μπάρμπα Γιώργη την αμαρτία του παπά, διότι αν βάλει τον πετραχήλι και τα άμφιά του, είναι Άγιος, όταν Λειτουργεί. Γιατί η ιεροσύνη δεν μολύνεται, δεν αμαρτάνει. Να έρχεσαι στην Εκκλησία, να Κοινωνάς και να παίρνεις το αντίδωρο από το χέρι του πάτερ Μιχαήλ.
- Ναι Δέσποτα και ζητώ συγγνώμη και εξομολογούμαι, διότι δεν ήξερα, ότι είναι άγιος ο ιερεύς όταν Λειτουργεί. Δεν ήξερα πως έχουν τα πράγματα της Εκκλησίας. Εγώ έλεγα ότι παίρνω από το ματωμένο χέρι το αντίδωρο. Δεν ήξερα ότι παίρνω από του Αγγέλου το χέρι το αντίδωρο. Και δεν ερχόμουν...
Έτσι ο μπάρμπα Γιώργης, άρχισε να πηγαίνει ξανά στην Εκκλησία.
Δημήτριος Παναγόπουλος ὁ Ἱεροκῆρυξ
Από Θεομήτορος